Θυμάμαι ακόμη, ύστερα από τόσα χρόνια, την τελευταία συζήτηση που είχα με τον πρώτο εξάδελφό μου, το Θανάση. Δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα, θυμόταν και έλεγε, με στόμφο, την ίδια πάντα ιστορία, αυτήν της έναρξης του πολέμου. Μιλούσε με ύφος αφηγητή συνταρακτικής ιστορίας και σου απαγόρευε να τον διακόψεις καίτοι δεν ένιωθες καμία τέτοια διάθεση να σταματήσεις την παράσταση.

Θεατρικός μονόλογος ήταν. Να κάτι σαν το «ημερολόγιο ενός τρελού» του Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ. Έχουν περάσει, κάπου δέκα πέντε χρόνια από τότε που τον είδα για τελευταία φορά. Δεν ήταν καλά.

«Την προτελευταία ημέρα της ειρήνης, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, του Αγίου Δημητρίου, ήλθαμε για επίσκεψη στο σπίτι σου. «Γιορτάζει ο θείος ο Δημήτρης, ετοιμαστείτε και κατά τις επτά θα ξεκινήσουμε. Θα σταματήσουμε στο ‘Πέτρογραδ’ να πάρουμε λίγα γλυκά της προκοπής και μετά θα πάρουμε ταξί και θα πάμε.», είχε πει ο πατέρας μου. Εγώ δεν ήθελα να πάω. Ξέρεις τα παιδιά της ηλικίας των δεκαπέντε χρόνων. Προτιμούν να μένουν μόνα στο σπίτι, παρά να πάνε επίσκεψη στο θείο. Προ τελευταία ημέρα της ειρήνης, της συννεφιασμένης, της μουντής ησυχίας. Υπήρχε βεβαίως η σκιά, η σκιά της ανησυχίας εννοώ, από μήνες ήδη. Απ’ ότι έλεγε ο πατέρας, η Αυστρία είχε συνενωθεί με τη Γερμανία, τα ναζιστικά στρατεύματα είχαν μπει στην Πολωνία και η σκιά του πολέμου απλώνονταν και εμείς, απ’ ότι έλεγαν πως… για την Ελλάδα δεν υπήρχε άμεση απειλή.

Όλα έμοιαζαν ήσυχα. Πολλοί, εκείνο το βράδυ, όσοι είχαν ραδιόφωνο, προσπαθούσαν ν’ ακούσουν κάτι που θα έριχνε λίγο παραπάνω φως. Οι άλλοι, οι πολλοί που δεν είχαν ραδιόφωνο, προγραμμάτιζαν τα της επομένης, χαιρόντουσαν τις γλυκές βραδιές του Οκτώβρη στις μικρές αυλές τις λουλουδιασμένες. Οι συζητήσεις εκείνο τον καιρό γι’ ανθρώπους σαν τους γονείς μας, συνηθισμένες και απλές. Φασόλια ή ρεβίθια να φτιάξουμε τη Τετάρτη; Καλύτερα φακές γιατί έχουν και σίδερο. Να κάνουμε λίγο οικονομία για ν’ αγοράσουμε ηλεκτρική κουζίνα. Τα περισσότερα και λίγο δύσκολα, τα συζητούσαν μόλις έπεφταν τα παιδιά για ύπνο. Τότε τα παιδιά πήγαινα για ύπνο, αν θυμάσαι ξάδελφε, κάπου εννέα και μισή με δέκα.

Το έλεγε ο πατέρας μου, μα το θυμάμαι και εγώ. Ο Οκτώβρης της Ελλάδας, ο ζεστός, με τον γαλανό του ουρανό, είναι γλύκα καιρός. Τον έλεγαν μικρό καλοκαιράκι. «Λέτε να γίνει πόλεμος βρε παιδιά;» ρωτούσε η μάνα σου. Έφερνε τους μεζέδες και την καράφα με το κρασί, όλοι γεύονταν κι’ οι περισσότεροι από τους λίγους επισκέπτες σας, έλεγαν πως ο πόλεμος ή δεν θα έλθει ποτέ σ’ εμάς ή θα αργήσει. Την ώρα που τσούγκριζαν τα ποτήρια και εύχονταν στον πατέρα σου «να ζήσει», κανείς δεν φανταζόταν πως το ξημέρωμα της άλλης ή της μεθεπόμενης ημέρας, ο πατέρας σου θ’ άφηνε τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά να πάει να πολεμήσει. Κι’ όχι ο πατέρας σου μόνο, αλλά οι πατεράδες των περισσότερων παιδιών και τα παλικάρια πολλών, πάρα πολλών μανάδων. Από τους οκτώ μεγάλους που είχαν μείνει για φαγητό, στο γιορτινό τραπέζι, και δύο οι γονείς σου δέκα κι’ άλλα επτά ή οκτώ εκατομμύρια Έλληνες που ήμασταν τότε, κανένας δεν φανταζόταν, δεν υποπτευόταν, πως η 28 του Οκτώβρη θα γραφόταν με ιδιαίτερα μεγάλα γράμματα στην πολυσέλιδη ιστορία μας. Κανείς δεν πίστευε πως την μεθεπόμενη της γιορτής του πατέρα σου, θα μας ξυπνούσαν οι σειρήνες και πως ο πόλεμος είχε φτάσει στα πόδια μας. Οι δίσκοι της Βέμπο που βάζαμε στο γραμμόφωνο, στη γιορτή, δεν είχαν τίποτα που μίλαγε για «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» ούτε για τον Μουσολίνι μίλαγαν. Δύο ημέρες μετά, τα ξημερώματα, του αρνηθήκαμε και τώρα έπρεπε να υπερασπιστούμε τα χώματά μας. Ο πατέρας σου γύρισε. Ο δικός μου όχι. Η ιστορία έγραψε μάχες, ήττες, εμβατήρια, δάφνες, ήρωες, νεκρούς και πόνο. Ότι ζήσαμε την ημέρα της γιορτής του πατέρα σου, ότι συζήτησαν οι μεγάλοι εκείνη την ημέρα κι’ ότι σχολιάστηκε την επομένη, την 27η του Οκτώβρη για τη γιορτή του θείου του Δημήτρη, δεν προμηνούσαν τίποτα από αυτά που έμελλε να φέρει η 28η. Το παράσημο του πατέρα σου και την ευχή του τα έχεις ακόμη. Εγώ έχασα στον εμφύλιο το παράσημο του, που το έδωσαν στη μάνα μου μετά το πόλεμο. Τι κρίμα. Το φιλί και τη συμβουλή που μου έδωσε σαν έφευγε, τα θυμάμαι. Δεν ξέρω αν πρόλαβε να μου δώσει την ευχή του, σαν έπεσε λαβωμένος. Ζήτω η πατρίδα.»
-Ζήτω ξάδελφε.