Ο Τάκης (Δημήτρης) Σβίγγος θεωρείται από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες στο ποδόσφαιρο της Βικτώριας. Μεγαλούργησε ως ποδοσφαιριστής στον Βύζαντα Μεγάρων την δεκαετία του ’60, ενώ στα τέλη της ίδιας δεκαετίας στη Μελβούρνη φόρεσε τα «κιτρινόμαυρα» του Αλέξανδρου και αργότερα, τις φανέλες της Αθηνάς και του Port Melbourne.
Η άποψή του, λοιπόν, «μετράει». Και με ανάρτησή του στο Facebook θίγει ένα μεγάλο ζήτημα. Την απουσία Ελλήνων παικτών από τις ελληνικές ομάδες της Μελβούρνης.
Γράφει, μεταξύ άλλων:
«Ο λόγος που με αναγκάζει να ανεβάζω στο Facebook παλιές φωτογραφίες από διαφορετικές ομάδες και χρονολογίες είναι ότι μέχρι το 2005 είχαμε στις Ελληνικές μας ομάδες πολλούς και καλούς Έλληνες ποδοσφαιριστές και με το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα κερδίσαμε τρεις συνεχόμενες χρονιές το Κύπελλο Εθνών με καλούς παίκτες όπως Ποστέκογλου Σελεμίδης Λαζόπουλος Τσολάκης Αναστασιάδης Πέπε Αβραάμ, Πάππας Νικολαϊδης, Κανεσούλης Ανεζάκης Μπιτσώνης Καρδαμίτσης Πατινιώτης Καλογήρου, Φιλίπου, Παλατσίδης Μιχαλακόπουλος Ριζόπουλος κ.α. και με διαφορετικούς προπονητές κάθε χρονιά: Τζίμης Πυργολιος Τάκης Σβίγγος και Μάνος Μήλιος.
Οι ομάδες μας ήταν γεμάτες από Ελληνόπουλα που διέπρεπαν στα διαφορά πρωταθλήματα τελευταία φουρνιά ήταν η Σούπερ ομάδα του Πορτ Μέλπουρν με τους Λιλικάκη, Παλαμάρα, Χαϊτά, Δημητρέλο Κυριακόπουλο, Παπαδόπουλο, Τσολάκη Σβίγγο Γιώργο (γιο μου) και τους σούπερ σκόρερ Τέρυ Ριζόπουλο, Πήτερ Ψαρρό, Νίκος Τσάλτα και Γιώργο Γεωργιαδη.
Όλα Ελληνόπουλα και όλοι παιχταράδες.
Φυσικά τέτοιους καλούς παίκτες είχαν και όλες οι άλλες είχαμε σε όλες ελληνικές μας ομάδες Oakleigh, Πανελλήνιος, Ηρακλής, ΠΑΟΚ Αλτόνα, Δόξα, Κλίφτον Χιλ, Πέλοπας , Κλαρίντα Μορντιάλοκ, Παγκύπριος, Ολύμπικ κλπ.
Αυτά όμως όλα μέχρι το 2005.
Τι συνέβη μετά και δεν βλέπουμε Ελληνόπουλα στις τόσες Ελληνικές μας ομάδες; Δεν υπάρχουν ταλέντα;
Δεν τους δίνεται η ευκαιρία;
Οι γονείς των παιδιών έχουν μεγάλες απαιτήσεις; Ο πρωταθλητισμός που κάνουν όλες οι ομάδες μας τις αναγκάζει να παίρνουν έτοιμους παίκτες
Μην ξεχνάμε έχουμε τους καλύτερους Έλληνες προπονητές: Γιάννης Αναστασιάδης, Γιώργος Κατσάκης Πήτερ Τσολάκης Νίκος Τόλιος Κώστας Ταγκαλάκης, Έρικ Βασιλειάδης.
Αλλά ενώ έχουμε τους καλύτερους Έλληνες προπονητές δεν έχουμε Έλληνες παλικτες.
Θυμάμαι είχα «νόμο» να έχω στην ενδεκάδα οχτώ Έλληνες και τρεις ξένους.
Μια χρονιά παραβίασα το «νόμο» και η ομάδα έπεσε.
Με το Oakleigh to 1987 έκανα το λάθος και έδιωξα τα Ελληνόπουλα, την καρδιά της ομάδος και έπεσα στην παγίδα των ξένων.
Αυτό, λοιπόν, είναι θέμα προς συζήτηση με παράγοντες και προπονητές και αν ξέχασα κάποια ονόματα και ομάδες συγγνώμη».
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ
Ο Τάκης Σβίγγος συνέδεσε το όνομά του με μεγάλες, λαμπρές επιτυχίες. Η σύντομη ποδοσφαιρική του καριέρα στην Ελλάδα συνδέθηκε με την περίοδο ακμής της ομάδας των Μεγάρων Βύζαντα, ενώ αργότερα εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους προπονητές της Βικτώριας.
Η Νέα Ελλάς τον συμπεριέλαβε τόσο ως προπονητή και παίκτη στην ομάδα του αιώνα ενώ τόσο η Δόξα όσο και ο Εθνικός τον τίμησαν ως τον καλύτερο προπονητή που πέρασε.
Αν δει κανείς τα επιτεύγματα του Τάκη Σβίγγου, δίκαια τον κατατάσσει στους σημαντικότερους ελληνικής καταγωγής προπονητές της Αυστραλίας.
Ο Τάκης Σβίγγος, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο προσφυγικό συνοικισμό των Μεγάρων το Μελί και είναι το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του Γιώργου και της Σοφίας Σβίγγου.
Εκεί πρωτόπαιξε μπάλα μαζί με τον Σάκη Κουβά που αργότερα μεγαλούργησε τόσο στο Βύζαντα όσο και τον Παναθηναϊκό. Φτωχικά τα χρόνια της οικογένειας Σβίγγου που έγιναν ακόμα πιο δύσκολα μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του. Ο μικρός Τάκης αναλαμβάνει τα έξοδα της οικογενείας με τα χρήματα που εξασφαλίζει από τον Βύζαντα, τα οποία έδινε απευθείας στη μητέρα του ο παίκτης και προπονητής της ομάδας Θανάσης Μπέμπης. Ήταν η χρονιά που κάνει το αγωνιστικό του ντεμπούτο στις 19 Απριλίου κόντρα στον Παγχιακό στη νίκη του Βύζαντα με 8-0. Σημαντική στιγμή στην καριέρα του είναι η άνοδος της ιστορικής ομάδας των Μεγάρων στην Α’ Εθνική την σεζόν 1965-1966. Ο Βύζας τερματίζει δέκατος στη βαθμολογία, με τον Τάκη Σβίγγο να αγωνίζεται δεξί μπακ και να είναι από τους βασικούς, με συμπαίκτες τότε τους Κώστα Νεστορίδη, Γιώργο Πετρίδη, Σάκη Κουβά και προπονητή τον Σωτήρη Καρποδίνη.