Ο Παντελής Κούμαρος έζησε στο Σικάγο περίπου 15 χρόνια μαζί με τα αδέλφια του, Χαράλαμπο και Κυριακούλα.
Αφού δημιούργησε μια περιουσία σε ακίνητα, τα πούλησε και αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του, το Γκιούλ Μπαξέ, για να αρχίσει μια νέα ζωή στη Σμύρνη, εφόσον είχε δολάρια.
Μόλις επέστρεφε στην πατρίδα, έγινε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος και όσα χρήματα είχε τα έχασε σε μία νύχτα. Κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό, πιάστηκε αιχμάλωτος και, τελικά, κατάφερε να γλυτώσει και έφτασε στον Πειραιά. Εκεί συνάντησε και άλλους συγχωριανούς του από το Γκιούλ Μπαξέ.
Φαίνεται ότι κατάφερε να πάρει μαζί του κάποιες χρυσές λίρες που είχε από την Αμερική και που έδωσε και στους Τούρκους για να τον αφήσουν ελεύθερο. Κάποιες τέτοιες λίρες είχε μαζί του και όταν ήταν στην Αθήνα.
Κάποιοι δημοσιογράφοι των Αθηνών, μόλις αντιλήφθηκαν ότι είχε χρυσές λίρες τον πλεύρισαν και του είπαν: “Εσύ θα βάλεις τα χρήματα κι εμείς τη δημοσιογραφία και θα εκδώσουμε μια εφημερίδα τη ‘Νέα Σμύρνη'”.
Πράγματι, ο πατέρας μου έδωσε τις λίρες, εκδόθηκε και η εφημερίδα “Νέα Σμύρνη”, αλλά χρήματα δεν έπαιρνε, οπότε τα παράτησε και μαζί με αρκετούς συμπατριώτες του πήγαν στη βόρεια Ελλάδα διότι εκεί το ελληνικό Κράτος έδινε γεωργικούς κλήρους στους πρόσφυγες για να γεμίσουν κόσμο τα χωριά που άδειασαν με την ανταλλαγή του πληθυσμού και να δημιουργήσουν οικισμούς.
Στην αρχή εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Κασσάνδρας, που σήμερα είναι το ξενοδοχείο “Σάνη”. Εκεί πέθανε η γιαγιά Αννεζώ από ελονοσία, διότι είχε πολλά κουνούπια. Αυτό τους ανάγκασε να ανεβούν στα ορεινά για να ψάξουν ένα μέρος για νέα εγκατάσταση.
Πράγματι, μαζί με άλλους (τον Ψαραδάκο, τον Στρογγυλό, τον Νικήτα κ.ά.) βρήκαν ένα ωραίο μέρος, το σημερινό Ροδόκηπο, όπου εγκαταστάθηκαν οι Γκιουλμπαξιώτες. Μάλιστα, έδωσαν στο νέο χωριό το όνομα του παλιού, αλλά σε μετάφραση το γκιούλ-μπαξέ έγινε Ροδόκηπος. (Γκιούλ = ρόδο, τριατάφυλλο και μπαξές = κήπος).
Ιδρυτής του χωριού Ροδόκηπος ήταν ο πατέρας μου.
Όταν, όμως, ο πατέρας μου έμαθε ότι στα Τσίγγανα (σημερινή Νέα Γωνιά) έδιναν περισσότερα χωράφια, έφυγαν από τον Ροδόκηπο με την οικογένεια του Καδή και πήγαν στην Ν. Γωνιά.
Παραθέτω και ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από την αρχική τους εγκατάσταση στην Κασσάνδρα. Εκεί πέθαιναν από ελονοσία αλλά και από πείνα. Δίπλα υπήρχε ένα μετόχι του Σερβικού μοναστηριού του Αγίου Όρους. Οι καλόγεροι είχαν του πουλιού το γάλα αλλά δεν έδιναν ούτε ένα ποτήρι νερό στους πρόσφυγες που πέθαιναν από την πείνα.
Τότε ο πατέρας μου μαζί με τους άλλους συναποφάσισαν, για το καλό όλων των προσφύγων, να κλέψουν μιά αγελάδα να την σφάξουν και να φάνε οι άρρωστοι και οι εξαντλημένοι. Πράγματι την έσφαξαν την αγελάδα, την έβρασαν και μία εβδομάδα έτρωγαν και συνήλθαν οι άνθρωποι.
Όμως ο ηγούμενος του Μοναστηριού, έκανε μήνυση τστον πατέρα για κλοπή, Πράγματι, δικάστηκε στο Δικαστήριο Πολυγύρου, αλλά αθωώθηκε παμψηφεί, διότι αυτό που έκανε έγινε για το καλό του συνόλου.
Αυτό το ανακάλυψα όταν προ ετών όταν έκανα έρευνα στο Αρχείο του Δικαστηρίου Πολυγύρου. Διάβασα κάπου ότι ο Παντελής Κούμαρος του Εμμανουήλ κηρύσσεται αθώος. Διερωτήθηκα τι να έκανε και βρέθηκε στο Δικαστήριο. Διάβασα την απόφαση και αναφερόταν στα γεγονότα τα οποία προανέφερα.
Η ζωή παίζει παιχνίδια που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Η οικογένεια του παππού και του πατέρα ήταν κτηνοτρόφοι και τσελιγγάδες με πολλά γιδοπρόβατα!
Η οικογένεια του παππού Ανδρέα Γκαζώλη ήταν καραβοκύρηδες. Με δύο μικρά καραβάκια ο παππούς Ανδρέας έκανε εμπόριο σταφίδας, καπνού, σύκων κ.ά., με Γερμανούς, Ιταλούς, Γάλλους κ.ά.
Το ιστορικό του πατέρα μου το έγραψε ο αδελφός μου Ανδρέας, που είναι δικηγόρος, πριν μερικά χρόνια και μου το έστειλε. Τον ευχαριστώ πάρα πολύ.