Πλήρης ημερών, στις 13 Μαρτίου, «έφυγε» για την αιωνιότητα ο γνωστός συμπάροικος της Μελβούρνης, Theo Chrisant (Θεόδωρος Χρυσανθακόπουλος).
Γνωστός στην πατρίδα του με το παρατσούκλι Γκιουζέλ, ο Theo γεννήθηκε το 1930 στο Πράσινο, ένα ορεινό χωριό στης Αρκαδίας, περίπου 50 χλμ. από την Τρίπολη. Ήταν το έκτο από τα εννέα παιδιά που απέκτησαν ο Βασίλης Χρυσανθακόπουλος και η Μαριγώ Πιρπιρή.
Όταν αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Βυτίνας, πήγε στο στρατό και στη συνέχεια εργάστηκε σε διάφορες δουλειές στην Αθήνα, όπου ζούσε μαζί με φίλους του σε εγκαταλειμμένα κτίρια της πόλης.
Το 1956, ο Theo πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Μετανάστευσε στην Αυστραλία όπου βρισκόταν ήδη ο μεγαλύτερος αδελφός του, Παναγιώτης, μαζί με την οικογένειά του. Έζησε μαζί στους στο Yarraville, και την επόμενη χρονιά παντρεύτηκε την αγαπημένη του, Ελένη Κοζιάρη, επίσης από το Πράσινο.
Δανείστηκε χρήματα για να τη φέρει στην Αυστραλία με αεροπλάνο, για να μην ταλαιπωρηθεί στο μεγάλο ταξίδι με το καράβι. Εκείνες τις εποχές ένα αεροπορικό εισιτήριο στοίχιζε όσο και το εισόδημα μισού χρόνου!
Απέκτησαν δύο παιδιά και μετακόμισαν στο νέο τους σπίτι στο Altona North.
Ο Theo αγαπούσε τη δουλειά και διέπρεπε όπου πήγαινε. Ξεκίνησε στα φορτηγά ξυλείας στην επαρχία της Βικτώριας. Στη συνέχεια δούλεψε για ένα διάστημα στο Vic Rail (σιδηροδρόμους), πριν γίνει επικεφαλής εργοδηγός στην Empire Rubber, στο Footscray.
Σε αυτό το στάδιο, ο Theo είχε ήδη δίπλωμα οδήγησης και αυτοκίνητο και ήταν αυτοδίδακτος στην αγγλική γλώσσα. Στην Empire Rubber, προήχθη σύντομα σε προϊστάμενο. Η διοίκηση, εντυπωσιασμένη με τους υπαλλήλους που έβρισκε ο Theo για να εργάζονται στην εταιρεία, του ζήτησαν να φέρνει μόνο Έλληνες.

Ο Theo με ευχαρίστηση ακολούθησε τις επιθυμίες τους και πήρε στην εταιρεία αρκετούς νέους Έλληνες μετανάστες, αλλά και μετανάστες άλλων εθνικοτήτων, καθώς πίστευε ότι όλοι έπρεπε να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες.
Ήταν τόσο καλός στην επιλογή του προσωπικού, που η εταιρεία RHEEM Australia, του ζήτησε να τους βρει Έλληνες να εργαστούν στο υποκατάστημά τους στο Brooklyn!
Στη συνέχεια, ο Theo έκανε αίτηση και ανέλαβε μια θέση στο Γενικό Ταχυδρομείο (PMG, σήμερα Australia Post) στο κέντρο της Μελβούρνης. Του άρεσε πολύ να εργάζεται στην καρδιά της πόλης και εκεί ήταν που ανακάλυψε και αγάπησε την αυστραλιανή κουζίνα.
Όπως οι περισσότεροι Έλληνες, ο Theo ζούσε με το όνειρο να γυρίσει στην πατρίδα. Έτσι πούλησαν το σπίτι τους, και πήραν τον δρόμο της επιστροφής, χωρίς να τους πτοεί το γεγονός ότι επέστρεφαν σε μια ταραχώδη Ελλάδα, που βρισκόταν υπό καθεστώς δικτατορίας.
Ωστόσο, αφού εγκαταστάθηκαν στο Παλαιό Φάληρο, γρήγορα συνειδητοποίησε ο Theo, ότι τόσο ο ίδιος όσο και τα παιδιά τους είχαν γίνει «Αυστραλοί». Μέσα σε δέκα μήνες τα μάζεψαν ξανά και επέστρεψαν στην Αυστραλία, όπου με ευχάριστη έκπληξη υποδέχθηκαν την κόρη τους, το τρίτο παιδί της οικογένειας.
Ο Theo βρήκε ξανά δουλειά στο Ταχυδρομείο και αγόρασε ένα σπίτι στο Rosanna. Όταν συνταξιοδοτήθηκε, εξακολούθησε να ασχολείται με διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες όπως τα ταξί, καθώς και η διαχείριση επιχειρήσεων όπως το Salapatas. Την επιχείρηση αυτή τη λάτρεψε ο Theo, καθώς υπήρξε το κέντρο συναναστροφών των Ελλήνων, με πολύ μουσική, όπου μάθαινε τα νέα των ανθρώπων και της πόλης.
Το να συναντά ανθρώπους απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα ήταν κάτι που αγαπούσε πολύ ο Theo.
Έζησε τη ζωή του στο έπακρο, και ήθελε πάντα να βοηθάει όσο περισσότερους μπορούσε. Τη ζωή του την έζησε όπως την ονειρευόταν, και ήταν ευγενικός και γεμάτος σεβασμό προς όποιον γνώριζε.
Ο θάνατός του έχει βυθίσει σε θλίψη όχι μόνο στην οικογένειά του, την αγαπημένη του σύζυγο Ελένη, τα παιδιά και τα εγγόνια του, αλλά και πολλούς φίλους του σε όλον τον κόσμο.