Το αφιέρωμα του «Νέου Κόσμου», την Πέμπτη 25 Μαρτίου 1971 για τα 150 -ακόμη τότε- χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση είναι μεταξύ των «θησαυρών» στο ηλεκτρονικό αρχείο της εφημερίδας μας και με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 200+1 χρόνων πλέον από την Εθνική Παλιγγενεσία του 1821 μοιραζόμαστε μέρος του με τους αναγνώστες μας.

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμπάροικοι μάλιστα ίσως να το θυμούνται ή και να το έχουν φυλάξει στο δικό τους αρχείο.

Η Ελληνική Δημοκρατία ήταν στον «γύψο» της χούντας και το μήνυμα της ελευθερίας πιο επίκαιρο από ποτέ. 133 συγγραφείς και καλλιτέχνες απεύθυναν θαρραλέα διακήρυξη προς τον Ελληνικό λαό, ο καγκελάριος της Γερμανίας, Βίλλυ Μπραντ, έκανε ειδική αναφορά στην Ελλάδα σε ομιλία του για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ η πραγματοποιήθηκε και παναυστραλιανό μποϋκοτάζ των Ελληνικής ιδιοκτησίας πλοίων σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Έλληνες.

«Με δηλώσεις του προς τον Τύπο ο Βοηθός Γραμματέας των Ναυτεργατών, κ. Ρότζερς Ουίλσων είπε ότι το μποϋκοτάζ γίνεται με την ευκαιρία των 150 χρόνων της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις ένδειξη διαμαρτυρίας προς το διδακτορικό καθεστώς των Αθηνών. Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (ΕΑΔΕ) απηύθυνε ευχαριστήρια τηλεγραφήματα προς τις Ομοσπονδίες Λιμενεργατών και Ναυτεργατών για την αγωνιστική συμπαράσταση τους στον αγώνα του Ελληνικού λαού», έγραφε ο «Νέος Κόσμος» στην πρώτη του σελίδα.

Δεν είναι μόνο τι έγραφε τότε ο «Νέος Κόσμος» για την Επανάσταση, αλλά και το πώς με περιορισμένα τεχνολογικά μέτρα γινόταν εντυπωσιακή δουλειά στη σελιδοποίηση, με εικόνες και γραφιστικά.

Η εφημερίδα, το 1971, ήταν στην «εφηβεία», διανύοντας το 15ο έτος και το εν λόγω φύλλο ήταν το 1.061. Μετράει σήμερα 65 χρόνια ζωής και 6.630 φύλλα.

Μεταξύ των άρθρων της έκδοσης κι ένα «ΤΟΥ ΦΟΙΤΗΤΗ ΧΡ. ΦΙΦΗ», στις συνεργασίες αναγνωστών.

Πρόκειται για τον πολύ γνωστό στην παροικία -και όχι μόνο- ιστορικό και συγγραφέα, Δρ Χρήστο Φίφη, ο οποίος αφού φοίτησε στα Γυμνάσια Ξυλοκάστρου και Θέρμου είχε έρθει στην Αυστραλία το Φεβρουάριο του 1965.

Έγραφε τότε ο, φοιτητής ακόμη, Δρ Φίφης υπό τον τίτλο «ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ!»:

ΟΠΩΣ ΣΤΗ ΖΩΗ των ατόμων, στη ζωή και την Ιστορία των λαών είναι ορισμένοι σταθμοί που γυρίζουμε κι εξετάζουμε την πορεία, τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις, από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε.

Το 1821 ήταν το κορύφωμα και το άνθισμα της πίστης και της ελπίδας για την ανάσταση της λευτεριάς και του Γένους. Της πίστης και της ελπίδας που ο λαός μας τις κράταγε αναμμένες και τις θέρμαινε για τέσσερις μαύρους αιώνες στο κρυφό σχολειό, στα βουνά και στις θάλασσες, στη σκλαβιά και στα ξένα μοναστήρια, στην κλεφτουριά, στη γλώσσα του, στους καημούς του, στα δημοτικά του τραγούδια.

Αργιε νάρθῃ εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τάσκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά…

Η μαύρη νύχτα της σκλαβιάς ήταν ατελείωτη. Η ανάσταση αργούσε, το ξημέρωμα δε φαινόταν. Δεν ήταν λίγοι κι ασήμαντοι εκείνοι που δυσπιστούσαν, που συμβιβάζονταν, που συνιστούσαν εγκατάλειψη της ιδέας και της προσπάθειας. Οι «προσκυνημένοι» κοτσαμπάσηδες που συμβούλευαν φρόνηση.

Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνης νοικοκύρης…

Όμως ο λαός μας γιγάντωνε το πείσμα του και την πίστη του.

Πάλι με χρόνια με καιρούς…

Σα σάλπισμα ο Θούριος του Ρήγα «θέριευε την αποσταμένη ελπίδα»:

Ως πότε παλληκάρια…

Το 1821 ήταν το ορόσημο του χρόνου που ο σπόρος του Ρήγα, της Φιλικής Εταιρίας, της πίστης, της μακρυάς αναμονής βλάσταινε κι άνοιγε ανθούς και φύλλα. Τότε που ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης, ο Παπαφλέσσας, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Θανάσης Διάκος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Κανάρης, ο Μιαούλης, ο Μακρυγιάννης, οι Υψηλάντηδες, όλοι οι γνωστοί και οι ομώνυμοι ήρωες του λαού μας ορκίζονταν «Ελευθερία ή Θάνατος» και δίναν στον αγώνα το αίμα τους και τη ζωή τους. Ο αγώνας ήταν μακρύς, σκληρός, απελπισμένος. Ήταν στιγμές που φαινόταν χαμένος. Όμως στο τέλος ένα έθνος αναστήθηκε κι ένας λαός ξαναγεννήθηκε νέος.

Κοιτάζοντας πίσω την πορεία ύστερα από 150 χρόνια θα δούμε πολλά φωτεινά κι αρκετά σκοτεινά σημεία. Το πνεύμα της θυσίας και της πάλη του Αγώνα του 1821 ήταν για λευτεριά, για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου για την πρόοδο. Μας το δίνει ο Μακρυγιάννης στο πονεμένο έργο του κι ο Κολοκοτρώνης στον περίφημο λόγο του προς τους νέους στην Πνύκα, το 1838.

Στους απελευθερωμένους Έλληνες απέμεινε το έργο για την πνευματική, την πολιτική, την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του λαού μας. Τα χρόνια περνάνε, η ζωή κυλάει. Γενεές πάνε, περνάνε και Γενεές έρχονται. Το έργο πάντα περιμένει.

Κοιτάζοντας την πορεία θα δούμε πολλά μελανά σημεία. Εμφύλιους σπαραγμούς, πολιτικές καταδιώξεις, πνευματική μισαλλοδοξία, ανοχή από διάφορες μερίδες ανάμιξης των ξένων στα εσωτερικά μας, καταπιέσεις αυθαιρεσίες, βάρβαρες δικτατορίες.

Είναι πολλά και τα θετικά σημεία που δείχνουν τον δρόμο προς το φως. Σολωμός, Παλαμάς, Βενιζέλος, το έπος του Δώδεκα, το έπος του Σαράντα, η Αντίσταση, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Σεφέρης, ο Μητρόπουλος, ο Θεοδωράκης, ο Χατζηδάκις, η Μελίνα Μερκούρη, πάρα πολλά ακόμη σημεία που προβάλλουν και εξυψώνουν το νεοελληνικό πνεύμα και πολιτισμό.

Αυτές τις μέρες οι άνθρωποι της Δικτατορίας και της νέας τυραννίας θα καλούν τους Έλληνες σε παράτες για το Εικοσιένα και τη δική τους προπαγάνδα περισσότερο. Ας μάθουν ότι το Εικοσιένα δεν ανήκει σ’ αυτούς. Αυτοί είναι οι υβριστές του Εικοσιένα. Είναι οι δήμιοι του λαού μας. Είναι οι πλαστογράφοι των πόθων του λαού μας, αυτοκαλούνται «σωτήρες» κι είναι οι ιδιοτελείς σφετεριστές της εξουσίας, οι προδότες και επίορκοι της αποστολής που τους εμπιστεύθηκε η Πατρίδα.

Ας μη βεβηλώνουν το Εικοσιένα των Ηρώων της Ελευθερίας του λαού μας οι τύραννοι και οι σφαγιαστές των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του Ελληνικού λαού.

Το Εικοσιένα ανήκει στον Ελληνικό λαό, ανήκει σε κείνους που τούτη τη σκοτεινή ώρα της ντόπιας τυραννίας αγωνίζονται στην αντίσταση ή βασανίζονται στις φυλακές και τις εξορίες της ξενοκίνητης δικτατορίας μιας χούντας επιόρκων και προδοτών.

Κοιτάζοντας και πάλι την πορεία ύστερα από 150 χρόνια η σκέψη μας θα πρέπει να πηγαίνει σε κάτι καλύτερο. Στην αξιοποίηση του Εικοσιένα, στο γκρέμισμα της τυραννίας, στην αποτίναξη του σκοταδισμού, στην πνευματική ανάταση, την εκπολιτιστική και εκπαιδευτική αναγέννηση και εξύψωση, στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, στη δημοκρατική άνοδο του λαού μας.

Να ανοίξουμε όλα τα παράθυρα στο πνεύμα, τις κατακτήσεις και πολιτιστικές επιτεύξεις των νέων καιρών. «Το Έθνος πρέπει να θεωρή εθνικό ό,τι είναι αληθινό» είπε ο ποιητής του εθνικού μας ύμνου, Διον. Σολωμός.

‘Ενας μάρτυρας της Αντίστασης και της Δημοκρατίας, ένας νέος επιστήμονας που δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τ’ όργανα της χούντας, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, είπε σ’ ένα στρατοδικείο λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21 Απριλίου: «Οι άλλοι λαοί φοιτούν σε πανεπιστήμια που οικοδομούν το μέλλον. Εμείς φοιτούμε στα Δικαστήρια και καλλιεργούμε το μίσος. Η στρατιωτική Δικτατορία στην Ελλάδα δολοφονεί, βασανίζει, φυλακίζει, εξορίζει, σφαγιάζει το πνεύμα, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των Ελλήνων, επιβάλει με τα τανκς και το γύψο την οπισθοδρόμηση και τον σκοταδισμό, κλείνει τα σχολεία και καπηλεύεται το 1821».

Όμως πόσο ακόμα; Ας θυμηθούμε το σύνθημα και μήνυμα της Αντίστασης: «Μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινιά κάπου χαράζει η Ελπίδα…».

Ας επαναλάβουμε τους στίχους του μεγάλου ποιητή μας, του Γιώργου Σεφέρη, που ύψωσε τη φωνή του κατά της χούντας:

Λίγο ακόμα
Θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
Τα μάρμαρα να λάμπουν, να λάμπουν στον Ήλιο
Τη θάλασσα να κυμματίζει
Λίγο ακόμα, 
Να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΙΦΗΣ, Μελβούρνη 18-3-71