Εδώ και καιρό πολλοί Έλληνες είναι καθηλωμένοι στις οθόνες τους την τηλεοπτική σειρά «Άγιος Παΐσιος – Από τα Φάρασα στον Ουρανό».  Όπως είναι γνωστό  Άγιος Παΐσιος αποτελεί μία μεγάλη μορφή της σύγχρονης Ορθοδοξίας.

Εκείνο, ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό,  αν και έχουμε ξαναγράψει για το θέμα αυτό στο «Νέο Κόσμο» είναι πως ο Γέροντας Παΐσιος είχε επισκεφθεί την Αυστραλία, του άρεσε και ήθελε να μείνει μόνιμα εδώ.

Μάλιστα τα ελληνορθόδοξα μοναστήρια στην Αυστραλία έγιναν και με δική του προτροπή.

Συγκεκριμένα δυο χρόνια μετά την ανάληψη της πηδαλιουχίας του σκάφους της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Αυστραλίας, από τον Μακαριστό Στυλιανό, δηλ. το 1977, ο  τότε Αρχιεπίσκοπος προσκάλεσε στην Αυστραλία τον Γέροντα Παΐσιο, τον ανακηρυχθέντα Άγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας από την Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ο Γέροντας ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου και συνοδευόμενος από τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, ηγούμενο τότε της Μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, επισκέφθηκε την Αυστραλία για να στηρίξει πνευματικά τους ομογενείς.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το πέρασμα του Γέροντος Παϊσίου από την Αυστραλία υπήρξε αθόρυβο, γιατί δεν ήταν τότε γνωστός στους πολλούς. Ήταν όμως γνωστός στον  τότε Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό, ο οποίος έσπευσε να τον προσκαλέσει στην Αυστραλία, δύο μόλις χρόνια μετά από την εκλογή του. Ο Αρχιεπίσκοπος, μάλιστα, συχνά επισκεπτόταν τον Γέροντα στο Άγιον Όρος και συζητούσε μαζί του διάφορα πνευματικά θέματα.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας είχε διαγνώσει πολύ νωρίς την βαθιά πνευματικότητα του Γέροντος Παϊσίου, η οποία δεν έχει καμία σχέση με όσα του «καταμαρτυρούν» οι σύγχρονοι οπαδοί του. Και ο άγιος Παΐσιος σεβόταν τον Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό, διατηρούσε πνευματική σχέση μαζί του γι’ αυτό και ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση για επίσκεψη στην μακρινή ήπειρο.

Ο Γέρων Παΐσιος, μάλιστα, είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του να παραμείνει στην Αυστραλία, σε μοναστήρι που είχε προτείνει ο ίδιος ν’ ανεγερθεί μεταξύ Σίδνεϊ και Καμπέρας, όπως είχε αποκαλύψει (μεταξύ άλλων) σε συνέντευξή του στο Ελληνικό Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας SBS  και στην Βάσω Μόραλη  ο Αυστραλίας Στυλιανός.

Είναι γεγονός ότι μετά την προτροπή του Γέροντος Παϊσίου για ίδρυση Μονών στην Αυστραλία, ο  μακαριστός προχώρησε στην ανάπτυξη του μοναχισμού.

Ο  μακαριστός Στυλιανός  είχε πει τα εξής: “Όποιος είχε την αγαθή τύχη να συναντήσει ένα άγιο – όχι σαν οπτασία, αλλά σαν άνθρωπο απλό και καθημερινό – δεν μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχει «φυσικότερο» χαρακτηριστικό για τον άνθρωπο από την αγιότητα. Και ένα παρήγορο μήνυμα θέλει να το πει κανείς σ’ όλους τους ανθρώπους».

Αυτή την «αγαθή τύχη» είχα και εγώ με το να συναντήσω όντως, μεταξύ των άλλων αγίων Γερόντων, και το Γέροντα Παΐσιο. Άνθρωπο απλό, αληθινό, χωρίς επιτηδεύσεις και ψευδοταπεινώσεις, με ένθεο ζήλο σαν νέος, με αγάπη και ενδιαφέρον για το κάθε πρόσωπο. Μας αποκάλυπτε ένα κόσμο που αγνοούσαμε αλλά ποθούσαμε. Ένα κόσμο που δεν γνωρίσαμε στα Κατηχητικά και στα Πανεπιστήμια.

Στην αρχή διερωτάσαι αν είναι αληθινός, μετά τον ερευνάς και μετά αφήνεσαι. Γιατί ο κόσμος της αγιότητας είναι φυσικός, ανθρώπινος, ωραίος. Είναι ο κόσμος για τον οποίο πλαστήκαμε και για τον οποίο πορευόμαστε.”

Όταν πλησίαζε η ημέρα που θα έφευγαν, ο Γέροντας Παΐσιος και ο π. Βασίλειος Γοντικάκης, ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός  κάλεσε στην Αρχιεπισκοπή τους ιερείς και τις κοινοτικές αρχές, για να τους αποχαιρετίσουν.

Αφού τους ευχαρίστησε και είπε και ο ηγούμενος λίγα λόγια, κάλεσε τον Γέροντα Παΐσιο να πει και αυτός κάτι, αλλά εκείνος δεν απάντησε· έκανε μόνο μία ελαφρά υπόκλιση, φέρνοντας το δεξί του χέρι στο στήθος. Ύστερα από λίγο ο Αρχιεπίσκοπος επανέλαβε την παράκληση του, αλλά και ο Γέροντας επανέλαβε την ίδια κίνηση και έμεινε σιωπηλός, σκυμμένος, οπότε ο Αρχιεπίσκοπος είπε: «Βλέπετε, οι αγιορείτες πατέρες μιλούν με την σιωπή τους».

ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ

Ο Γέροντα Παΐσιος γεννήθηκε στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου 1924. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αρσένιος Εζνεπεκίδης. Το όνομα Αρσένιος το έλαβε λίγες μέρες μετά τη γέννησή του από τον εφημέριο του χωριού και σύγχρονο άγιο της Εκκλησίας μας, Αρσένιο τον Καππαδόκη.Οι γονείς του ονομάζονταν Πρόδρομος και Ευλαμπία. Είχε άλλα εννιά αδέρφια: την Αικατερίνη, τη Σωτηρία, τη Ζωή, τη Μαρία, τον Ραφαήλ, την Αμαλία, τον Χαράλαμπο που είχαν γεννηθεί στα Φάρασα, ενώ η Χριστίνα και ο Λουκάς γεννήθηκαν στην Κόνιτσα όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια του Παΐσιου από το 1927.

Το 1950 ο Παΐσιος (τότε είχε ακόμα το κοσμικό όνομα Αρσένιος), επισκέφθηκε το Άγιο Όρος για πρώτη φορά. Αρχικά κατέλυσε στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος και στη συνέχεια πήγε στη Μονή Εσφιγμένου. Μετά το διάστημα της δοκιμασίας πήρε τη ρασοευχή στις 27 Μαρτίου 1954 και ονομάστηκε Αβέρκιος. Στις 12 Μαρτίου 1956 αναχώρησε από τη Μονή Εσφιγμένου και πήγε στη μονή Φιλοθέου.

Όμως ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε τον οδήγησε στην Κόνιτσα όπου έμεινε μερικούς μήνες κάνοντας θεραπεία. Επέστρεψε στη μονή Φιλοθέου όπου στις 3 Μαρτίου 1957 εκάρη μικρόσχημος μοναχός και πήρε το όνομα Παΐσιος. Στις 3 Μαΐου 1957 έστειλε στη μητέρα του φωτογραφία στην οποία γράφει: «Μοναχός Παΐσιος Φιλοθεΐτης».
Τον Αύγουστο του 1958 αναχώρησε από το Άγιο Όρος και πήγε στην Κόνιτσα. Εκεί εγκαταστάθηκε στην ιερά Μονή Παναγίας Στομίου που είναι χτισμένη σε μία από τις εντυπωσιακότερες τοποθεσίες της χώρας μας, στη χαράδρα του Αώου ανάμεσα στις απότομες πλαγιές της Τύμφης (υψόμετρο 2.497 μέτρα) και της Τραπεζίτσας (υψόμετρο 2.024 μέτρα). Ο Παΐσιος άρχισε την ανοικοδόμηση της μονής που βρισκόταν σε κατάσταση εγκατάλειψης. Παράλληλα έστρεψε το ενδιαφέρον του στους Ευαγγελικούς και τους Μωαμεθανούς που υπήρχαν τότε στην Κόνιτσα.

Ο πειρασμός του Παΐσιου στην Κόνιτσα
Ένα άγνωστο γεγονός που συνέβηκε όταν ο Παΐσιος βρισκόταν στη μονή Στομίου είναι το ακόλουθο:

Ο Γέροντας ανησυχούσε όταν μάθαινε ότι κάποιος γνωστός του δεν ακολουθεί το δρόμο του Θεού. Ήθελε δε να τον βοηθήσει προκειμένου να μετανοήσει. Κάποτε έμαθε για την αμαρτωλή ζωή μιας γυναίκας η οποία ήταν συμμαθήτριά του στο δημοτικό σχολείο. Της έστειλε μήνυμα να πάει στο μοναστήρι να τον δει. Εκείνη πήγε και ο Γέροντας της μίλησε αυστηρά. Φεύγοντας η γυναίκα, ο Γέροντας αισθάνθηκε σαρκικό πειρασμό τον οποίο δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει. Ταραγμένος πήρε το τσεκούρι και αυτοτραυματίστηκε στο πόδι, με σκοπό ν’ αποφύγει τον πειρασμό. Μετά απομακρύνθηκε απ’ το μοναστήρι και κάποια στιγμή έπεσε στο μονοπάτι εξαντλημένος. Δεν μπορούσε να δώσει κάποια εξήγηση σ’ αυτό που του συνέβη. Ο νους του στράφηκε πάλι προς τη γυναίκα και μονολόγησε: «Θεέ μου, αν αυτή αισθανθεί έναν τέτοιο πειρασμό, πώς θα τον αντέξει;». Και αμέσως ο Γέροντας ελευθερώθηκε. Ήδη είχε μετανιώσει για τα σκληρά λόγια που είχε πει στην αξιολύπητη γυναίκα.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1962 ο Παΐσιος παρέδωσε τη μονή Στομίου στον ιερομόναχο Ιάκωβο Παπαδέλη. Είχε αποφασίσει να μεταβεί στο Σινά. Οι κάτοικοι της Κόνιτσας στενοχωρήθηκαν πολύ για τη φυγή του.

Ο Παΐσιος στην Έρημο του Σινά
Μετά τις αναγκαίες προετοιμασίες ο Παΐσιος πήγε στο Σινά και άρχισε την ασκητική ζωή στο κελί των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης έξω από τη μονή της Αγίας Αικατερίνης. Εκεί έζησε έντονη πνευματική ζωή, ενώ με την προσευχή του θαυματουργούσε. Όταν πήγε στο Σινά η περιοχή μαστιζόταν από παρατεταμένη ανομβρία. Ο Παΐσιος προέτρεψε και άλλους μοναχούς να τελέσουν αγρυπνία και να παρακαλέσουν τον Θεό να βρέξει. Πραγματικά την επόμενη μέρα έβρεξε πολύ.

Ο Παΐσιος που ήταν εξαιρετικός ξυλουργός ασχολήθηκε πολύ στο Σινά με την ξυλογλυπτική. Καθώς δεν είχε τα ανάλογα εργαλεία διέλυσε ένα ψαλίδι που είχε φέρει από την Κόνιτσα, τρόχισε τις λεπίδες του και με αυτές δούλευε πάνω στο ξύλο. Ανέπτυξε επίσης ξεχωριστή σχέση με τους Βεδουΐνους στους οποίους ήταν πολύ αγαπητός. Πουλούσε στους προσκυνητές ξύλινους σταυρούς που έφτιαχνε ο ίδιος και τα χρήματα τα έδινε σε αυτούς. Όμως και στο Σινά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τον ταλαιπωρούσαν.

Η επιστροφή στο «Περιβόλι της Παναγίας»
Στο Σινά ο Παΐσιος έμεινε περίπου ένα χρόνο. Όμως τον ταλαιπωρούσε το κλίμα της περιοχής. Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στο Άγιο Όρος. Στις 12 Μαΐου 1964 εγκαταστάθηκε στη σκήτη των Ιβήρων στην καλύβα των Αγίων Αρχαγγέλων. Σταδιακά η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει ανησυχητικά. Το 1966 πήγε στη Θεσσαλονίκη και έκανε εγχείρηση για την αφαίρεση τμήματος του πνεύμονα. Για τη σοβαρή αυτή εγχείρηση χρειάστηκε πολύ αίμα το οποίο προσέφεραν νέες θρησκευόμενες γυναίκες που αποτελούσαν στη συνέχεια τον πυρήνα του ιερού ησυχαστηρίου της Σουρωτής που άρχισε να χτίζεται το 1967.

Ο Παΐσιος ανάρρωσε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε. Όταν ανάρρωσε, επέστρεψε στο Άγιο Όρος και έμεινε στο «ξεροκάλυβο» του Υπατίου στα Κατουνάκια όπου ζούσε με μεγάλες στερήσεις.

Τον Οκτώβριο του 1993 ο Παΐσιος για λόγους υγείας μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη και κάνει γενικές εξετάσεις. Διαπιστώνεται η σοβαρότητα της κατάστασης του και αρχίζει θεραπεία. Στις 4 Φεβρουαρίου 1994 υποβάλλεται σε εγχείρηση στο έντερο. Διαπιστώνεται ότι ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί σε πολλά σημεία του σώματός του. Υπήρξε έντονη ανησυχία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Εκκλησία της Ελλάδας, στο Άγιον Όρος αλλά και στους πιστούς. Δυστυχώς ο Παΐσιος είχε αρχίσει σιγά σιγά να σβήνει. Στις 12 Ιουλίου 1994 ημέρα Τρίτη ο Παΐσιος εκοιμήθη εν Κυρίω κι ετάφηκε στο ησυχαστήριο της Σουρωτής δίπλα στον ναό του Αγίου Αρσενίου.
Η κατάταξη του Παΐσιου ως άγιου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 23 Ιουλίου 2015. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Ιουλίου.