Το 1963 η φήμη του μεγάλου Έλληνα ποιητή, Γιώργου Σεφέρη (1900-1971), ξεφεύγει από τα ελλαδικά όρια και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, με τη βράβευσή του (στις 24 Οκτώβρη του ίδιου χρόνου) με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία. Την ανακοίνωση στους δημοσιογράφους την έκανε ο γραμματέας της Ακαδημίας Άντερς Όστερλινγκ, ο οποίος σε συνέντευξή του είπε : «Μπορεί μεν η Ελλάδα να περίμενε επί μακρόν τον στέφανον της δάφνης, ωστόσο η βράβευση που ήρθε ήταν δίκαιη» και συνέχισε: «Από τεχνικής απόψεως, ο Σεφέρης έχει επηρεαστεί από τον Έλιοτ. Στο βάθος όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τόνος του συχνά αντανακλά μια σπασμένη ηχώ της μουσικής ενός αρχαίου ελληνικού χορού».

Είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το ανώτερο, σε παγκόσμια κλίμακα, βραβείο λογοτεχνικής, πνευματικής προσφοράς. Έως σήμερα, τον ακολούθησε μόνο ο άλλος μεγάλος ποιητής μας, Οδυσσέας Ελύτης, το 1979.

Το 1967 η δικτατορία των συνταγματαρχών κατέλυσε το Σύνταγμα, αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Ο Γιώργος Σεφέρης εκδηλώθηκε έντονα εναντίον της, τόσο γραπτά όσο και με δημόσιες δηλώσεις. Στις 28 Μάρτη 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας και γι’ αυτό του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου.

Στη μεγάλη αυτή επέτειο και ως φόρο τιμής, αντί για παρουσίαση βιβλίου, αφιερώνω τη σημερινή στήλη, παραθέτοντας εδώ το ποίημα “Παραλλαγή Θ’” από την ποιητική συλλογή “Θερινό Ηλιοστάσι” του Γιώργου Σεφέρη.

Θ´

Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν,
με της αστoχασιάς τον τρόπο αντιμιλούσανὍμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω στα μαύρα νερά, με το φόβο οδηγό·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης σε καιρό ζαρωμένοκαὶ νὰ γυρεύεις λόγια τo δάκρυ να σβήσουν το ριζωμένο
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο -τ΄ αδικημένο
στ’ αγιάζι στο λάβρο λιοπύρι και στο χαλάζι
ἄφησε κι ἂς γελοῦν, αλλάζει η μοίρα, κι αν δεν αλλάζειΚαὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος μαζί
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ τη φρεναπάτη αυτή τη θολή
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν – στο σημείο που την ελπίδα χαλά
ἄφησέ τους, σ’ ανταριασμένο καιρό το σκαρί να γυρνάς δε φελάὉ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν και χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανείς.Και πάλι τι, θα ψιθύριζε ο άνεμος και η δροσιά της αυγής,
ποιά ιδέα θα φύλαγε στην κρήνη της δροσάτης πηγής,
αν δεν υπήρχες εσύ στην πηγή στη δροσιά στην αυγή
νόημα να δίνεις νου του ανθρώπου εργάτη εσύ.
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν.Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο –
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν –
ἄφησέ τους.Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.