Χαμογελαστός, με την πίπα στα χείλη που δεν αποχωρίζεται σχεδόν ποτέ, μιλά μ’ έναν τρόπο που ζωντανεύει παλιές παραστάσεις και σε κάνει και σένα να ονειρεύεσαι. Να νοιώθεις βαθιά, μέχρι το μεδούλι και το βάθος της καρδιάς σου ότι όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν τον κόσμο. Φτάνει να τα ονειρεύεσαι και να μη σταματάς εκεί. Να βάζεις όλη σου τη δύναμη, ψυχική και σωματική, να τα υλοποιήσεις, να πέφτεις, αλλά να μπορείς να σηκώνεσαι και τότε να κοιτάζεις μπροστά, με πιο πολύ θάρρος και δύναμη.
Όταν πιάνεσαι σε παγίδες, να μη σηκώνεις τα χέρια ψηλά. Το ότι εσύ προχωράς με το σταυρό στο χέρι, δεν σημαίνει ότι και ο άλλος θα σε μιμηθεί. Να είσαι αισιόδοξος, αλλά όταν ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάσει και σε πιάσει η μπόρα απροετοίμαστο εσύ να μη φοβηθείς. Δεν τρέχει τίποτε. Μπόρα είναι και θα περάσει!
Ο Διονύσης Μακρής ήταν 14 χρόνων όταν με την γκλίτσα στο χέρι, μετά από ένα ταξίδι που του φαινόταν ατελείωτο, βγήκε στο λιμάνι της Μελβούρνης, κοιτάζοντας γύρω του περίεργα, σ’ έναν τόπο άγνωστο, τόσο παράξενο και αλλιώτικο από αυτόν που ήξερε. Από τα βουνά της Αιτωλοακαρνανίας, όπου έβοσκε γιδοπρόβατα στην Κανδήλα, βρέθηκε, πάμπτωχος, χρεωμένος με τα ναύλα –200 λίρες που του βάρυναν την καρδιά– σ’ έναν τόπο άγνωστο για να βρει την τύχη του.
«Μέχρι τότε το μόνο που ήξερα, ήταν τα βουνά του χωριού μου, τα γίδια και τα πρόβατα που έβοσκα, έχοντας πάντα τη γκλίτσα μου συντροφιά. Γι’ αυτό την έφερα μαζί μου. Να μου θυμίζει ποιος είμαι και από πού ξεκίνησα. Να με δένει με τα χώματα του χωριού μου που γνώριζε κι εκείνη τόσο καλά και να παίρνω δύναμη από ένα δέσιμο που στην πραγματικότητα δεν μ’ άφησε ποτέ».
Γιδοβοσκός το επάγγελμα, μεγαλωμένος μέσα στην άγρια φύση, στα γλυκά δειλινά και τις πορφυρές ανατολές του ήλιου. Τα αρώματα των άγριων λουλουδιών, και το ήρεμο βέλασμα των προβάτων. Μέσα σε τόσες ομορφιές, αλλά και τόσες αντιθέσεις, ο Διονύσης Μακρής είναι το ζωντανό παράδειγμα του ανθρώπου που «δεν τα βάζει κάτω» ποτέ!
Δεν τον ενδιαφέρει ο χρόνος και δεν έχει αλλάξει τίποτε στη ζωή του, από όσα έκανε όταν ήταν νεότερος ( δεν θα ταίριαζε ποτέ να πω «νέος» γιατί δεν έπαυσε ποτέ να νοιώθει και να λειτουργεί ως νέος μέχρι σήμερα).
Η ζωντάνια, είναι εκείνη που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους συνομηλίκους του και που η έντασή της δεν τον άφησε από τότε που ήταν παιδί. Έχει αλλάξει πολλά επαγγέλματα, που θα δούμε στη συνέχεια, έχει διδάξει με ενθουσιασμό στον εαυτό του νέα πράγματα, άνοιξε με τα ίδια του τα χέρια τα βιβλία της πρακτικής εξάσκησης όπως τον οδηγούσε το κοφτερό μυαλό του και έκανε εφευρέσεις. Έφτιαξε εργαλεία από σίδηρο, έμαθε πώς λειτουργούν οι μηχανές ψυγείων, εκείνες που έκοβαν τις πατάτες, οι ανεμιστήρες και έμαθε να τα φτιάχνει μόνος του. Το ότι ήξερε μόνο να μετρά και όχι να γράφει και να διαβάζει δεν τον εμπόδισε να μάθει χίλια πράγματα πρακτικά να κάνει το δικό του υπέροχο μηχάνημα για να φτιάχνει μοναδικό τσίπουρο, να φτιάχνει μηχανές παλιών αυτοκινήτων από τα οποία έχει ολόκληρο στόλο σήμερα. Αλλά προχώρησα πολύ, αφήνοντας πίσω το αγόρι με την γκλίτσα στο χέρι που έψαχνε στο πλήθος για ένα γνώριμο πρόσωπο.
ΔΙΨΟΥΣΑ ΓΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
«Άκουγα για άλλους που ήταν στη ξενιτιά και γίνονταν πλούσιοι. Άμα ήλθα, διψούσα για γράμματα. Στο χωριό δεν μπόρεσα να πάω ούτε πρώτη δημοτικού. Έχασα τον πατέρα μου και από τη μια μέρα στην άλλη, έπρεπε να δουλέψω μ’ όλες μου τις δυνάμεις για να βοηθήσω, να υπάρχει ψωμί και φαΐ στο τραπέζι. Μέχρι 12 χρόνων δεν είχα φορέσει παπούτσια. Αλλά και μετά, μέχρι που έφυγα μόνο στην εκκλησία. Μεγάλωσα ξυπόλυτος».
Τι σημασία έχει όμως αυτό; Είναι ένα ερώτημα που κάνεις εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου όταν γνωρίζεις, έστω και μέρος από τη ζωή και τις επιτεύξεις του Διονύση Μακρή. Του ανθρώπου που μπορεί να μην έμαθε γράμματα, στα θρανία, που δυσκολεύεται να διαβάσει σήμερα ξέρει όμως να μετρά τις επιτυχίες, αλλά και τις αποτυχίες στη ζωή του με καθαρό νου και γενναία καρδιά. Υπερισχύουν βέβαια, κατά πολύ, οι πρώτες.
«Δεν έχω δειλιάσει ποτέ. Έχω δεχτεί πολλά σκαμπανεβάσματα στη ζωή, αυτό όμως δεν με πτόησε. Το αντίθετο. Με όπλιζε με θάρρος. Είχα μπροστά μου τον ωκεανό και ήθελα να τον γνωρίσω, όπως ήταν με τις καλές και τις κακές του. Άλλοτε ήταν ήρεμος, γαλήνιος και άλλοτε απλησίαστος, φουρτουνιασμένος. Τι σημασία έχει όμως αυτό, ποιος είπε ότι όλα είναι εύκολα στη ζωή; Έκανα σχέδια να γυρίσω στην πατρίδα. Όταν είχα μαζέψει τέσσερις χιλιάδες λίρες, το αποφάσισα. Δεν ήταν όμως φαίνεται στα χαρτιά που είχε γράψει η μοίρα για μένα. Αγόρασα ένα Sandwich Bar που δεν πήγε καλά και τα έχασα. Άρχισα από την αρχή».
Το ταξίδι στο χρόνο που επιχειρούμε μαζί, δεν είναι σίγουρα σε μια ίσια γραμμή, με το ίδιο τραίνο. Γίνονται στάσεις, αλλάζουμε σταθμό, αλλά και μέσο συγκοινωνίας. Εκείνος ένας χείμαρρος πληροφοριών, με αναφορά σε πρόσωπα της παροικίας που γνώρισε μέσα από τα διάφορα επαγγέλματα και επιχειρήσεις, που δεν έχει δει για χρόνια και με ρωτά εμένα “τι γίνονται;”». Στην πραγματικότητα θα πρέπει να ξέρω, αλλά δεν νομίζω ότι τον ικανοποιώ με τις απαντήσεις μου. Εξάλλου δεν είναι αυτό το θέμα…
Είναι ο πρωταγωνιστής που έχω αναλάβει να φωτίσω το προφίλ και τη διαδρομή του. Αυτός είναι ο ρόλος μου.
«ΜΑΘΕ ΝΑ ΠΟΥΛΑΣ, ΑΥΤΟ ΜΕΤΡΑΕΙ»
Είπε προηγουμένως ότι όταν ήλθε στην Αυστραλία, διψούσε για γράμματα; Tι έγινε και δεν κόρεσε αυτή τη δίψα του;
Πριν απαντήσει, με παίρνει μαζί του σ’ ένα σχετικά κοντινό ταξίδι στο Geelong: «Οι θείοι μου που με έφεραν στην Αυστραλία είχαν cafes στο Geelong. Όταν είπα λοιπόν ότι ήθελα να πάω σχολείο να μάθω γράμματα, η απάντηση που πήρα ήταν ‘τι να τα κάνεις τα γράμματα. Αυτά δεν θα σου δώσουν λεφτά. Μάθε να πουλάς σοκολάτες και άσε τα γράμματα’.
Έτσι τα πρώτα αγγλικά που έμαθα δεν ήταν στο σχολείο, αλλά στο μαγαζί του θείου μου. «Yes please» και «show me».
Αν το σκεφτείς, τί πιο πρακτικό; «Μάλιστα παρακαλώ» και μετά «δείξτε μου». Οι τιμές σε ταμπελίτσες, εγώ πέταγα στη δουλειά, είχα όρεξη δεν ήξερα τι θα πει κούραση. Δούλευα από τις 8 το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα, εφτά μέρες τη βδομάδα».
Μέσα σ’ ένα χρόνο, θα πει, ξεπλήρωσε τις 200 λίρες των ναύλων του, έμεινε ακόμη ένα χρόνο στο Geelong και μετά πήγε στη Mildura για να δουλέψει στον τρύγο, όπου έβαλε στο «μπούκο» του άλλες 200 λίρες.
ΣΤΑ 16, ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΑΖΙ
Όνειρό του, να έχει το δικό του μαγαζί. Είχε ήδη βάλει στο μάτι ένα ψαράδικο στο Geelong, στις όχθες του ποταμού Barwon.
Ήταν μόλις 16,5 χρόνων. Σήμερα θα πει λακωνικά ότι «έπρεπε να περιμένει, να μη βιαστεί».
Το πούλησε και πήρε την απόφαση να εργαστεί σκληρά σε άλλων επιχειρήσεις, να μάθει περισσότερα και να μεγαλώσει το κεφάλαιό του.
Εργαζόταν έξι μέρες σε cafe και την εβδόμη ξεπουπούλιαζε κοτόπουλα, με αμοιβή μια λίρα τη μέρα. Όταν ρωτάς πόσα τη μέρα, θα σου πει απλά «περίπου διακόσια τη μέρα». Ούτε που να το φανταστεί κανείς μπορεί!
Η ύπαιθρος σίγουρα τον έλκυε περισσότερο από την πόλη. Αποφάσισε να πάει, στη συνέχεια, στο Ballarat και να εργαστεί στα δύο γνωστά cafes που ήταν τότε σε ελληνικά χέρια, στο Olympus και Spot cafes.
Στην Αυστραλία είχε φθάσει το 1952. Πέντε χρόνια αργότερα, αγόρασε ένα Hamburger Shop στο Sydney Rd. όπου εργαζόταν 7 μέρες την εβδομάδα από τις 5 το βράδυ μέχρι τις πέντε το πρωί.
και, όπως θα πει «έκανε πολλά λεφτά». Το πούλησε και αγόρασε άλλο που δεν είχε την ίδια επιτυχία με το προηγούμενο.
Σήμερα θα πει ότι έχασε τέσσερις χιλιάδες λίρες, «λεφτά που υπολόγιζα να τα πάρω και να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα. Δεν ήταν τυχερό».
Χωρίς να πτοηθεί στο ελάχιστο, αποφάσισε να δουλέψει σκληρά σε άλλων επιχειρήσεις, ώρες πολλές, και εξοικονομώντας χρήματα για μια νέα εξόρμηση.
Η αρχή εντούτοις για τη συσσώρευση πλούτου που τον τοποθετεί σήμερα μεταξύ των Ευπόρων της ομογένειας είναι όταν ένας φαρμαδόρος του ζήτησε να πουλά τις πατάτες του στα ψαράδικα. Υπήρχε τέτοια ζήτηση που αγόρασε ακόμη δύο φορτηγά για να μπορέσει να την καλύψει.
Δέκα χρόνια μετά την άφιξή του στην Αυστραλία γνώρισε και παντρεύτηκε την Μάντη (Διαμάντω) η οποία στάθηκε πάντα δίπλα του σ’ όλες του τις επιχειρηματικές δραστηριότητες.
«Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί»
«Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μου συμβεί στη ζωή. Αυτό, και η απόφαση να έλθω στην Αυστραλία».
Έτσι, μ’ αυτή την τάξη και την καθαρότητα πνεύματος βάζει ο Διονύσης Μακρής τα πράγματα στη σειρά.
Στην επαφή του με τα ψαράδικα έμαθε να διορθώνει τις μηχανές που καθάριζαν και έκοβαν πατάτες. Έτσι με το έμφυτο ταλέντο και την αντίληψη που διέθετε από παιδί.
Το στίγμα του θα αφήσει και στο χώρο των scalops που την εποχή εκείνη ήταν άφθονα στα νερά της Αυστραλίας και περίμεναν τους αλιείς να τα μαζέψουν, όσα πρόφταινε και μπορούσε ο καθένας.
Χρειάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο και τέσσερις χιλιάδες λίρες για να κατασκευάσει με τα χέρια του το μεγαθήριο
που θα τον έκανε πάμπλουτο. Του έδωσε το όνομα των κοριτσιών του Alex Vanessa και επί πέντε χρόνια, εφτά μέρες την εβδομάδα εργάστηκε εκεί σκληρά μαζί με τη σύντροφό του συγκεντρώνοντας ένα μεγάλο κεφάλαιο που του επέτρεψε ν’ ανοίξει το Richmond Food Machinery στο Bridge Rd., όπου αγόραζε, πουλούσε, επιδιόρθωνε, νοίκιαζε και κατασκεύαζε όλον τον εξοπλισμό κουζίνας εστιατορίων, καφέ σάντουιτς μπαρ κ.λπ.
Η επιχείρηση αυτή έχει συμπληρώσει σήμερα τριάντα χρόνια ζωής και τη διαχειρίζονται δύο από τα παιδιά του, Ο Νίκος και η Αλεξάνδρα.
Ο Διονύσης και η Μάντη έχουν τρία παιδιά και τέσσερα εγγόνια.
Ο ίδιος είναι μανιώδης συλλέκτης παλιών εργαλείων και μηχανών, καθώς επίσης και αυτοκινήτων από τα οποία έχει έναν ολόκληρο στόλο, τα επισκευάζει δε ο ίδιος με τη βοήθεια του εγγονού του.
Από το 1997 είναι ιδιοκτήτης των Cyclo Fans, σύστημα εξαερισμού το οποίο το έχει τελειοποιήσει ο ίδιος και το γλίτωσε μέσα από τα νύχια Ασιατών που το κόπιαραν αλλά τελικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν γιατί η ποιότητα δεν ήταν η ίδια και ο Διονύσης είχε ήδη επιβληθεί στην αγορά. «Το μόνο άσχημο είναι ότι δεν παλιώνουν», θα πει σήμερα μ’ ένα χαμόγελο που είναι μίγμα περηφάνιας και υπεροχής.
Μεταξύ όλων των άλλων μηχανών που έχει φτιάξει ο ίδιος με τα χέρια του η πιο αγαπημένη ίσως είναι αυτή που φτιάχνει το θεσπέσιο τσίπουρο. Στην υγειά σου Διονύση!