Μπορεί οι Τούρκοι να επιμένουν να χαρακτηρίζουν τους μαζικούς θανάτους των Ελλήνων του Πόντου ως «παράπλευρες απώλειες» του πολέμου, όμως οι μαρτυρίες όσων έζησαν τα γεγονότα, τους διαψεύδουν.

Οι μαρτυρίες αυτές, έχουν καταγραφεί και τεκμηριώνουν τη γενοκτονία. Όπως η παρακάτω επιστολή ενός μελλοθάνατου, του διευθυντή του Γραφείου Προσφύγων στην Αμισό (σημερινή Σαμψούντα), Αντωνίου Τζίνογλου, που καταδικάσθηκε σε εκτέλεση δι’ απαγχονισμού, ύστερα από μια ακόμη δίκη – παρωδία ενώπιον του κατ’ επίφασιν δικαστηρίου που είχε στηθεί στην Αμάσεια από το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ.

Επρόκειτο για τα λεγόμενα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας» τα οποία στόχευαν στην μαζική εξόντωση των Ελλήνων εκπροσώπων του Πόντου, κάτω από ένα νομιμοφανές πλαίσιο.

Τα ειδικά (ad hoc) αυτά δικαστήρια έστειλαν στην κρεμάλα εκατοντάδες επιφανείς Ελληνοπόντιους κατά την περίοδο από τα τέλη καλοκαιριού ως τις αρχές του φθινοπώρου του 1921. Κάποιοι από αυτούς, είχαν το σθένος να γράψουν λίγες ώρες πριν πεθάνουν στους δικούς τους ανθρώπους για να τους αποχαιρετίσουν, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή εκείνη την εποχή.

Η επιστολή του Αντωνίου Τζινόγλου, περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Γεωργίου Λαμψίδη με τον τίτλο «Μικρασιατική Καταστροφή: Τοπάλ Οσμάν. Ένα χρονικό μιας Άγνωστης Ελληνικής Τραγωδίας 1914-1924», όπως ακριβώς* ακολουθεί:

«Επιστολή Αντωνίου Τζινόγλου,

Διευθυντού του Γραφείου Προσφύγων, εν Αμισώ.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 1921

Σεβαστοί μοι γονείς, προσφιλής μοι σύζυγος, τέκνα μου αγαπητά και λοιποί συγγενείς και φίλοι.

Κατεδικάσθην αθώος εις θάνατον. Ήτο θέλημα Θεού, διά τούτο και εγώ δεν λυπούμε κι εσείς να μην λυπηθήτε. Έχω πίστην ότι θα συναντηθώμεν εις την άλλην ζωήν. Σας στέλνω τον χαιρετισμόν και την αγάπην μου. Εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε.

Αντιόπη, ο Θεός δεν με ηξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας. Το έργον τούτο το αφήνω μόνον εις σε. Διά σε και τα τέκνα μας είμαι βέβαιος ότι θα φροντίσει ο καλός Θεός. Να μην λυπηθής και αγανακτήσης εναντίον του θελήματος του Θεού.

Εάν επιζήσετε της καταιγίδος αυτής, να πάτε στους γονείς μας κοντά, να γράψης δε και εις τον Φώτιον και την Χρυσάνθην την παράκλησήν μου όπως λάβωσιν υπό την μέριμναν των την Ιουλίαν και Χρυσάνθην. Περί τάς 15 λίρας, την Βέραν και το ωρολόγιον μου παρέδωκα εις τον κ. Παντελήν Βαλιούλην να σε φέρη. Τα ρούχα μου θα διαμερισθούν οι εδώ.

Πήρα την τελευταίαν σου επιστολήν και είμαι ήσυχος. Εν τη φυλακή εξομολογήθην, εγένετο λειτουργεία και εκοινώνησα. Θα αποθάνω ήσυχος και ατάραχος. Επιθυμώ να μην κλαύσητε πολύ.

Ο Θεός μαζί σας.

Σας φιλώ όλους εκ ψυχής

Ο ιδικός σας

Αντώνιος Τζίνογλου»

*Η ορθογραφία της επιστολής παραμένει όπως στο πρωτότυπο.

ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΑΣΕΙΑΣ

Ο στόχος που είχαν θέσει οι ηγέτες των Τούρκων εθνικιστών ήταν η οργάνωση άτυπων συνοπτικών δικών και άμεσων εκτελέσεων των εκπροσώπων της ελληνικής κοινότητας του Πόντου. Με αυτό τον τρόπο θα επιτύγχαναν την μαζική εξόντωσή τους, ως τμήμα της συνεχιζόμενης ως τότε, γενοκτονίας. Έτσι οργανώθηκαν τα λεγόμενα “Δικαστήρια Ανεξαρτησίας” στην Αμάσεια.

Η επιλογή της πόλης δεν ήταν τυχαία, καθώς βρισκόταν μακριά από τα προξενεία δυτικών χωρών, με σκοπό να αποφευχθεί η παρουσία αντιπροσώπων τους. Οι δίκες θεωρήθηκαν από την τουρκική ηγεσία ως καθαρά “εσωτερική υπόθεση”.

Από τον Δεκέμβριο του 1920 τα όργανα του καθεστώτος του Μουσταφά Κεμάλ εξαπέλυσαν κύμα μαζικών συλλήψεων εξεχουσών προσωπικοτήτων του Πόντου, τους οποίους φυλάκισαν στην Αμάσεια.

Τα δικαστήρια ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1921. Παρ’ όλα αυτά δεν παρουσιάστηκαν ποτέ συγκεκριμένα στοιχεία από το κατηγορητήριο που να συνδέει τους κατηγορούμενους με αντιτουρκική δραστηριότητα. Μόνο σε περιορισμένες περιπτώσεις εκτοξεύτηκαν αόριστοι ισχυρισμοί για υποστήριξη του ρωσικού στρατού κατά του διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.[8]

Μέσα στο ίδιο σαθρό πλαίσιο, το κατηγορητήριο των Τούρκων εθνικιστών ισχυρίστηκε ότι αισθανόταν εθνικά θιγμένο, όταν αντιλήφθηκε ότι οι αθλητικές ενδυμασίες της ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας “Πόντος Μετρτζιφούντος”, είχαν γαλάζια και λευκά χρώματα, όπως και η ελληνική σημαία.

Στη διαδικασία προέδρευε ο Εμίν Μπέης Γκαωετσιόγλου, εισαγγελέας από την Σαμψούντα. Ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, στις οποίες εκτοξεύτηκε σωρεία ύβρεων και εξευτελιστικών σχολίων προς τους κατηγορουμένους από τον δικαστή, οι καταδικαστικές αποφάσεις προέβλεπαν θάνατο δι’ απαγχονισμού.

Ως αφορμή για αυτές τις αποφάσεις παρουσιάστηκε η υποτιθέμενη σύνδεση των κατηγορουμένων με το κίνημα αυτοδιάθεσης του Πόντου. Οι θανατικές ποινές εκτελέστηκαν άμεσα.

Ως αποτέλεσμα, από τις 20 Αυγούστου ως τις 21 Σεπτεμβρίου, 1921, 117 αντιπρόσωποι των Ποντίων απαγχονίστηκαν. Ο συνολικός, όμως, αριθμός των θυμάτων στην Αμάσεια είναι άγνωστος, ενώ εκτμάται ότι συνολικά περίπου 400 με 450 Πόντιοι εκτελέστηκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης.

Η «ΜΑΥΡΗ» ΛΙΣΤΑ

Στις 25 Σεπτεμβρίου, τοπική τουρκική εφημερίδα δημοσίευσε το ονόματα 155 εξεχουσών προσωπικοτήτων των Ελλήνων του Πόντου που απαγχονίστηκαν σε αυτό το μέρος.

Οι εκτελεσθέντες ήταν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι του θρησκευτικού βίου της τοπικής ελληνικής κοινότητας. Μεταξύ αυτών, ο μητροπολιτικός αντιπρόσωπος Αμάσειας, Ευθύμιος Ζήλων, ο οποίος απεβίωσε στη φυλακή λόγω τύφου.

Παρ’ όλα αυτά η καταδικαστική απόφαση εφαρμόστηκε μετά θάνατον και το σώμα του τοποθετήθηκε στην αγχόνη, όπως και των υπολοίπων, σε κοινή θέα στην κεντρική πλατεία της πόλης.

Ματθαίος Κωφίδης, επιχειρηματίας και πολιτικός, πρώην μέλος του οθωμανικού κοινοβουλίου.

Νικόλαος Καπετανίδης, δημοσιογράφος και εκδότης.

Παύλος Παπαδόπουλος, διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας της Σαμψούντας.

Ιορδάνης Τοτομανίδης, διευθυντής του μονοπωλείου καπνού της Μπάφρας.

Δημοσθένης Δημήτογλου, τραπεζίτης.

Δάσκαλοι και μαθητές του Κολλεγίου Ανατολή Μερτζηφούντος, ορισμένοι από τους οποίους αθλητές της ποδοσφαιρικής ομάδας του σχολείου “Πόντος Μερζιφούντα”.

Ευθύμιος Ζήλων Αγριτέλης, επίσκοπος Ζήλων.

Πλάτων Αϊβαζίδης, πρωτοσύγγελος της Μητρόπολης Αμάσειας.

Αλέξανδρος Ακριτίδης, επιχειρηματίας στην Τραπεζούντα.