Πριν από λίγες εβδομάδες έγινε πολύς θόρυβος γύρω από την Έκθεση της Επιτροπής Παραγωγικότητας (Productivity Commission), με τίτλο «An Ageing Australia: Preparing for the Future» – «Μια Αυστραλία που γερνάει: Προετοιμασίες για το μέλλον», η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στις 22 Νοεμβρίου 2013.
Στην έκθεσή της η Επιτροπή Παραγωγικότητας (ΕΠ) εξετάζει κατά πόσο η ηλικία των 65 ετών των Αυστραλών, από την οποία αρχίζει να ισχύει η σύνταξη γήρατος, μπορεί να διατηρηθεί στο μέλλον ενόψει των μελλοντικών οικονομικών εξελίξεων, καθώς και του συνεχώς αυξανόμενου προσδόκιμου ορίου ζωής των πολιτών.
Με προσδόκιμο όριο ζωής εννοούμε τα χρόνια που υπολογίζεται πως θα ζήσει ένα μέσο άτομο, με βάση τα υπάρχοντα, και προβλεπόμενα, δημογραφικά στοιχεία.
Όταν δημοσιοποιήθηκε η Έκθεση της ΕΠ, γενική ήταν η αρνητική αντίδραση στο πόρισμα πως, εν όψει των οικονομικών και δημογραφικών στοιχείων, στο μέλλον η ηλικία για τη σύνταξη γήρατος, από τα 65 χρόνια που είναι τώρα, θα χρειασθεί να αυξηθεί σταδιακά στα 70 χρόνια.
Η αντίδραση στο πόρισμα αυτό της ΕΠ ήταν αρνητική με την έννοια ότι δεν προβλήθηκαν πειστικά επιχειρήματα για τη διατήρηση της ισχύουσας ηλικίας συνταξιοδότησης.
Στην σημερινή στήλη κάνω μια σύντομη αναδρομή στα 100 και κάτι χρόνια από τότε που καθιερώθηκε η σύνταξη γήρατος, και μια εξέταση των πιθανών μελλοντικών εξελίξεων, για να καταστεί δυνατή η διαμόρφωση μιας αντίληψης για την αναγκαιότητα, ή μη, αύξησης της ηλικίας για τη συνταξιοδότηση των πολιτών.
ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΗ Η ΗΛΙΚΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΓΗΡΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 1909
Τον Ιανουάριο του 1901 συστάθηκε η Αυστραλιανή Κοινοπολιτεία από τις έξι πρώην αποικίες της Μεγάλης Βρετανίας: Νέα Νότια Ουαλία, Κουηνσλάνδη, Βικτώρια, Τασμανία, Νότια Αυστραλία και Δυτική Αυστραλία.
Από τις παραπάνω Πολιτείες μόνο η Νέα Νότια Ουαλία και η Βικτώρια είχαν συντάξεις γήρατος που καθιερώθηκαν το 1900, δηλαδή έναν χρόνο πριν από το σχηματισμό της Κοινοπολιτείας το 1901, χρονιά από την οποία αρχίζει η ιστορία της Αυστραλίας ως αυτόνομο κράτος.
Στο επίπεδο της Κοινοπολιτείας η σύνταξη γήρατος καθιερώθηκε το 1909, με όριο ηλικίας τα 65 χρόνια για τους άνδρες. Οι συντάξεις για τις γυναίκες άρχισαν το 1910, με όριο ηλικίας τα 60 χρόνια. Από τον Ιούλιο του 2013 και για τις γυναίκες το όριο ηλικίας αυξήθηκε στα 65 χρόνια.
Με άλλα λόγια, για πάνω από 100 χρόνια το όριο ηλικίας για τη σύνταξη γήρατος παρέμεινε το ίδιο. Στο διάστημα αυτό σημειώθηκαν μεγάλες αλλαγές στο προσδόκιμο όριο ζωής, λόγω των βελτιωμένων οικονομικών συνθηκών, και τις προόδους που σημείωσε η επιστήμη στο χώρο της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Όταν το 1909 καθιερώθηκε η σύνταξη γήρατος από την ηλικία των 65 ετών, κατά μέσον όρο οι πολίτες είχαν ακόμη 11 χρόνια ζωής μετά τα 65 χρόνια. Με άλλα λόγια, το προσδόκιμο όριο ζωής ήταν 76 χρόνια.
Σε σύγκριση, το 2013, τα άτομα 65 χρόνων υπολογίζεται πως κατά μέσον όρο θα ζήσουν ακόμη 19 χρόνια.
Τα δημογραφικά αυτά στοιχεία δείχνουν πως στις ημέρες μας και στο μέλλον, οι ηλικιωμένοι θα εισπράττουν τη σύνταξη γήρατος για περισσότερα χρόνια, σε σύγκριση με τους συνταξιούχους των περασμένων γενιών.
Αυτό οπωσδήποτε συνεπάγεται μεγαλύτερα δημόσια έξοδα για τις συντάξεις από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, παράλληλα με όλα τα άλλα έξοδα που σχετίζονται με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ηλικιωμένων.
ΣΤΑ 67 ΧΡΟΝΙΑ ΘΑ ΑΝΕΒΕΙ Η ΗΛΙΚΙΑ ΓΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ ΓΗΡΑΤΟΣ
Στον προϋπολογισμό του 2009 η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ανακοίνωσε πως η ηλικία για την παροχή σύνταξης γήρατος θα αυξηθεί στα 67 χρόνια από τον Ιούλιο του 2023. Η αύξηση από την ηλικία των 65 στην ηλικία των 67 θα γίνει σταδιακά, αρχής γενομένης από το 2017.
Στην Έκθεσή της «Μια Αυστραλία που γερνάει: Προετοιμασίες για το μέλλον», η Επιτροπή Παραγωγικότητας εξετάζει τα σενάρια που θα ισχύουν μετά από το 2023, όταν η συντάξιμη ηλικία θα είναι τα 67 χρόνια των πολιτών, για να είναι ενημερωμένες οι μελλοντικές κυβερνήσεις για τα κονδύλια που θα διαθέτουν για τις ανάγκες μιας κοινωνίας, στην οποία το ποσοστό των ηλικιωμένων αυξάνεται συνεχώς.
Σύμφωνα με την Έκθεση της ΕΠ ο πληθυσμός της Αυστραλίας το 2060 υπολογίζεται να φτάσε τα 38 εκατομμύρια, από τα 23 που ήταν το 2012.
Στην εισαγωγή της Έκθεσης ο Πρόεδρος της ΕΠ, Peter Harris, μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα:
«Η καλύτερη περίοδος για την εξέταση μέτρων, η λήψη των οποίων απαιτείται για την αντιμετώπιση των δημογραφικών αλλαγών, είναι όταν οι αλλαγές αυτές βρίσκονται στα πρώτα στάδια της εξέλιξής τους. Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για την δημόσια συζήτηση και την εξέταση των επιλογών που έχουν οι κυβερνήσεις».
Σύμφωνα με την ΕΠ, η ηλικία που προσδιορίζεται για τη σύνταξη γήρατος θα πρέπει κατά συχνά διαστήματα να προσαρμόζεται στις αυξήσεις στο προσδόκιμο όριο ζωής, και όχι να παραμένει αμετάβλητη, όπως συνέβη από το 1909 μέχρι το 2017, που θα γίνει η αρχή για την αύξηση στα 67 χρόνια μέχρι το 2023.
Η ΕΠ υπολογίζει πως τα κορίτσια που γεννήθηκαν το 2012 κατά μέσο όρο θα έχουν προσδόκιμο όριο ζωής 94 χρόνια, ενώ τα αγόρια που γεννήθηκαν την ίδια χρονιά κατά μέσο όρο αναμένεται να ζήσουν 92 χρόνια.
Με άλλα λόγια, αν δεν γίνουν αλλαγές στην ηλικία των 65 χρόνων που ισχύει μέχρι τώρα για τη σύνταξη γήρατος, τα κορίτσια και τα αγόρια που γεννήθηκαν το 2012 κατά μέσο όρο θα εισπράττουν τη σύνταξη για 29 και 27 χρόνια αντίστοιχα, σε σύγκριση με τα 11 χρόνια που ίσχυε για εκείνους που πήραν τη σύνταξή στα 65 τους χρόνια το 1909.
Αυτό σημαίνει σημαντική αύξηση στα έξοδα της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, που πρέπει να εξοικονομηθούν από περικοπές σε άλλα κοινωνικά προγράμματα.
Και δεν είναι μόνο το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που οι ηλικιωμένοι θα εισπράττουν τη σύνταξη γήρατος. Είναι και τα επιπρόσθετα έξοδα που σχετίζονται με τις ιατροφαρμακευτικές υπηρεσίες για ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού πάνω από 65 χρόνων.
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΟΙ ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
Στην έκθεσή της η ΕΠ σημειώνει πως για το οικονομικό έτος 2010 – 2011, τα κρατικά έξοδα για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ατόμων 75 ετών και άνω ήταν κατά 50 φορές υψηλότερα από την αντίστοιχη περίθαλψη ατόμων κάτω των 18 ετών.
Όταν σε αυτά τα έξοδα προσθέσουμε και την νοσοκομειακή περίθαλψη που απαιτείται για τα ηλικιωμένα μέλη της κοινωνίας, αντιλαμβανόμαστε το ύψος των κρατικών δαπανών για τη φροντίδα των ηλικιωμένων.
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και οι ηλικιωμένοι υπήρξαν ενεργά μέλη της κοινωνίας, και συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, και ως εκ τούτου το κράτος έχει την ηθική υποχρέωση για τη φροντίδα τους.
Από την άλλη όμως, η ηλικία για τη σύνταξη γήρατος δεν μπορεί να παραμένει στα 65 χρόνια, όταν τα χρόνια που ζουν μετά τη συνταξιοδότησή τους οι ηλικιωμένοι συνεχώς αυξάνονται.
Το γεγονός ότι το προσδόκιμο όριο ζωής αυξάνεται συνεχώς αποτελεί ένα από τα θετικά ευεργετήματα των εξελίξεων στις ανεπτυγμένες χώρες κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Όμως η αύξηση στο προσδόκιμο όριο ζωής έχει και το οικονομικό του κόστος, γι’ αυτό η ηλικία για τη σύνταξη γήρατος θα πρέπει κατά περιόδους να προσαρμόζεται στα ισχύοντα, και προβλεπόμενα, δημογραφικά στοιχεία.