Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας της Μελβούρνης, Βασίλης Παπαστεργιάδης, αποχαιρετά τον φίλο του, γνωστό και δραστήριο ομογενή, Κοσμά Ρεκάρη, ο οποίο έφυγε από τη ζωή προ ολίγων ημερών, στα 90 του χρόνια.
Γράφει στον «Νέο Κόσμο» ο κ. Παπαστεργιάδης:
«Καλημέρα Βασίλη, συγνώμη για την ενόχληση, ξέρω πόση δουλειά έχεις, αλλά έχω ένα θέμα που θέλω να συζητήσω…», ήταν τα πρώτα λόγια του αείμνηστου Κοσμά Ρεκάρη όταν θα με καλούσε στο τηλέφωνο τις περισσότερες εβδομάδες.
Είχε περάσει τα 80 του χρόνια όταν πρωτογνωριστήκαμε. Ενδιαφερόταν έντονα για την κοινότητά μας. Ο λόγος του βασιζόταν στην καλοσύνη και στην επίτευξη ενός καλύτερου αποτελέσματος για όλους.
Ήταν χειμώνας, μία κρύα Κυριακή και ο Κοσμάς μου είχε ζητήσει να συναντηθούμε σε μία Ελληνική καφετέρια στα βόρεια προάστια.
Η πορεία «Δικαιοσύνη για την Κύπρο» είχε ολοκληρωθεί στο κέντρο της πόλης και δεδομένου ότι είχα μόνο μιλήσει σύντομα στο τηλέφωνο μαζί του έως τότε, ότι ελάχιστα τον γνώριζα, έκανε την απόσταση έως εκεί να μοιάζει ατελείωτη.
Είχε καθυστερήσει. Η καφετέρια ήταν άδεια και παρήγγειλα μπακλαβά και Ελληνικό καφέ. Άρχισα να σκέφτομαι ότι θα είναι «μία σύντονη συνάντηση και έφυγα να πάω να δω τα παιδιά μου».
Ωστόσο, αυτή η συνάντηση αποτέλεσε εντέλει την απαρχή μίας μακράς και βαθιάς φιλίας.
Σύντομα μπήκε στην καφετέρια. Ένας μικροκαμωμένος άντρας με κοστούμι, μεγάλο χαμόγελο και θερμή χειραψία.
Μου είπε για τη ζωή του και το ταξίδι του στην Αυστραλία.
Πολυγραφότατος και όπως πολλοί της πρώτης γενιάς, ήταν εμφανές ότι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του δεν είχε φύγει ποτέ από την πατρίδα του, την Καστοριά.
Εκείνο το απόγευμα μιλούσε ασταμάτητα για τον τόπο του και τους συμπατριώτες του που μετανάστευσαν σε όλο τον Κόσμο και προόδευσαν.
Εν μέρει η ανάγκη του να συναντηθεί μαζί μου φαινόταν αρχικά να σχετίζεται με το γεγονός ότι η Καστοριά είναι επίσης η γενέτειρα της μητέρας μου, Ελένης.
Αν και η πρώτη μας σύνδεση ήταν η κοινή μας σχέση με την Καστοριά, είχε μία συνολική άποψη, για τα δρώμενα παγκοσμίως. Πολιτισμός, ιστορία και μετανάστευση, σύντομα αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά των συζητήσεων μας.
Με καλούσε για να προτείνει ομιλητές για τα σεμινάριά μας, με καλούσε για να μου μιλήσει για άρθρα που ήθελε να γράψει και θα περνούσε από το δικηγορικό μου γραφείο για καφέ και συζήτηση.
Όλη αυτή η επικοινωνία πήγαζε από μία επιθυμία που είχε να κάνει τη διαφορά σε αξιοσέβαστο τρόπο.
Ακόμη θυμάμαι την περηφάνια που είχε όταν έδινα το παρών σε εκδηλώσεις των Καστοριανών στο Κόμπουργκ. Μαζί με την Έφη Λαλοπούλου (την πρόεδρο) θα με γύριζε σε όλη την αίθουσα για να με συστήσει σε όλους σχεδόν που ήταν εκεί.
Κάθε ένας είχε ιδιαίτερη σημασία γι’ αυτόν και κάθε ένας είχε μία ιστορία.
Στην τελευταία εκδήλωση στην οποία παραβρέθηκα, με ένα μεγάλο πονηρό χαμόγελο έδειξε προς τον αδερφό του και μου είπε «ποιος είναι πιο μεγάλος από τους δυο μας;». Αγαπούσε πολύ τον αδερφό του.
Ήταν περήφανος για την Κοινότητά μας, την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης. Θα έλεγε σε όλους για τα επιτεύγματά μας, μεγάλα και μικρά. Ήταν ικανοποιημένος με την ενότητα που είδε και πίστευε ότι προχωράμε εμπρός.
Μπορεί να μην το είχε καταλάβει αυτό, αλλά η υποστήριξή του μας έδινε δύναμη. Μπορεί επίσης να μην το είχε συνειδητοποιήσει αλλά οι ευγενικές του συζητήσεις ήταν το όπλο του να σε πείθει.
Αγαπητό και γενναιόδωρος, ήθελα πάντα να μπορώ να του προσφέρω αυτό που του άξιζε.
Θα μου λείψει ο Κοσμάς. Είναι σημαντικό πως η Καστοριά και η Αυστραλία είναι καλύτερες χάρη και στη δική του συνεισφορά.