ΔΕΝ ΞΕΡΩ γιατί το λέμε «πόλιπιφ», αφού πρόκειται για -τάχατες,- χοιρινή κονσέρβα «σπάμ». Το «πιφ», δηλαδή βοδινό, δεν κολλάει πουθενά. Ακόμη ένας αγγλικός αποικιακός νεωτερισμός που βρίσκει πρόσβαση στην Κύπρο και αναδύεται, παρακαλώ, σε… νεοκυπριακή «παράδοση».

Πάντως, αν πήγες ποτέ στην Κύπρο εκδρομή, για θαλασσινό μπάνιο, στο κυνήγι (απολογία για την κάπως οπισθοδρομική ανδροκρατoύμενη απασχόληση), ή στο σχολικό φαΐ… θα έτυχε σ’ ένα απ΄τα σάντουϊτς νά χουν γέμισμα «σπαμ». Του αδελφού μου, Χριστόδουλου Ζαβρού, του άρεσε τηγανισμένο, με κανένα-δυο αυγά, καμιά φέτα χαλούμι και λίγες πατάτες. Το Κυπριακό φράι-απ που λέμε! Εξ ου και η αναφορά ότι ήταν «παιδί του πόλιπιφ».

Στην εποχή του «εγώ», της καύχησης, του… προσωποβιβλίου (Facebook), του ναρκισσισμού, της αυταρέσκειας και του εγωκεντρισμού, ο Χριστόδουλος ήταν η εξαίρεση. Μεγαλώσαμε μαζί σε μια εποχή και σε έναν τόπο, όπου το να καυχιέσαι (το νά ‘σαι «χουμισιάρης» που λέμε στα κυπριακά και που ετυμολογικά βγαίνει από το «φουμίζω», δηλαδή δημιουργώ φήμη), ήταν όχι μόνο άπρεπο αλλά παράδειγμα αδυναμίας χαρακτήρα.

Τέλος πάντων, στις 3 Νοεμβρίου 2021, επιστρέφοντας από το κυνήγι, μεσοβδόμαδα Τετάρτη, καθισμένος στον καναπέ του στην Πάνω Δευτερά, έτσι αναπάντεχα έφυγε ο αδελφός μου ο Χριστόδουλος. Για την ακρίβεια, ο Χριστόδουλος Ζαβρός ήταν γαμπρός μου…είμαστε και κουμπάροι. Αλλά εγώ τον είχα αδελφό μου. Δεδομένου ότι δεν είχα ούτε εγώ ούτε αυτός αδελφό. Μεγαλώσαμε μαζί στο Σίδνεϊ στη δεκαετία του 1980 και βάλε.

Από τους τελευταίους ωραίους Κυπραίους ο Χριστόδουλος. Το λέω και θα παρεξηγηθώ, το ξέρω, αλλά δεν πειράζει. «Παλαιάς κοπής» ο κουμπάρος . Παιδί της αγροτιάς, της εργατιάς, του κυνηγιού, του μανιταριού, του αγρελιού, του βουνού, του περβολιού, οικογενειάρχης, με τέσσερις λεβέντες. Λιγομίλητος, δουλευταράς, έντιμος, πεισματάρης… καπνιστής… και χορευτής. Οι ζεϊμπεκιές μας έχουν αφήσει εποχή.

Και παρ’ ότι είμαστε ιδεολογικά αντίθετοι… με την πάροδο του χρόνου ο κυνισμός της ωριμότητας παραγκώνισε την ιδεαλιστική έξαψη της νιότης μας … και καταλήξαμε, προ καιρού, σε κοινή διαπίστωση. Στην ταξική επίγνωση ότι η κοινωνία κινείται πάνω στον άξονα δύο ταχυτήτων: τους βολεμένους του κατεστημένου και σε εμάς τους υπόλοιπους!

Ήταν από τις χιλιάδες ιστορίες μεταναστών που πέρασαν από την Αυστραλία χωρίς πολλά παράπονα και απαιτήσεις. Είπαμε, των χαμηλών τόνων ο Χριστόδουλος –παρ’ ότι, η αλήθεια να λέγεται- δεν την πήγαινε και πολύ την Αυστραλία ο κουμπάρος.

Συμμεριστήκαμε άπειρες εμπειρίες μαζί. Και εύθυμες και δύσκολες. Πάντως, πηγαίναμε πακέτο στις ζαβολιές — αθώα πράγματα για να εξηγούμαστε! Για παράδειγμα, θυμάμαι μια φορά με τη γέννηση του πρωτότοκου του γιού, Κωσταντίνου, πήγαμε μια Κυριακή απόγευμα να αγοράσουμε οικογενειακό αυτοκίνητο από δημοπρασία. Αφού καταναλώσαμε τρεις άκαρπες ώρες αναζήτησης, πήρε το μάτι μου ένα πράσινο Χόλτεν Τοράνα, οκτακύλινδρο, με ανεβασμένες χονδρές ρόδες, πέντε ταχύτητες, μπάλα μπιλιάρδου στο μοχλό ταχυτήτων, ενισχυμένο εσωτερικά με σωλήνες – επρόκειτο για αυτοκίνητο ελεύθερης κούρσας.

Δεν χρειάστηκα να τον πείσω. «Θα μας σφάξει η αδελφή σου!» και «ποιος ακούει τον πεθερό» μου έλεγε με ζαβό χαμόγελο, σαν πλήρωνε τον Αυστραλό ιδιοκτήτη με το κουτσό περπάτημα. Με το που το φέραμε σπίτι ποιος άκουε τον τζίυρη μου τον Σκαλιώτη (δηλ, τον πατέρα μου τον Σταυρή)! «Εστείλαμε τα κομπελιούστια να αγοράσουν παιχνίστια»—εδώ δεν νομίζω να χρειάζεται μετάφραση στην κοινή ελληνική. Ήδη θα έχετε πιάσει το νόημα! Σκασμός και πονηρό γέλιο πάντως οι δύο μας!

Δούλεψε σκληρά, εργολάβος. Στις οικοδομές από τα 14 του. Σκληρή δουλειά. Τού ‘τύχαν και κάτι ατυχήματα. Παιδιά της εισβολής και της κατοχής, 16χρονος ο Χριστόδουλος θα δει τον πόλεμο στον αγαπημένο του Λάρνακα της Λαπήθου. Δεν μιλούσε για τις εμπειρίες του, τι είδε, τι άκουσε… Θά ‘ρθουν πολύ αργότερα οι εφιάλτες! Και επειδή συνέπεσε το χρονογράφημα με τα επετειακά, το κλείνω με μια εικαστική μνεία.

Δανειζόμενος τη «στιγμή» του ποιητή, σε μια απομακρυσμένη μαυρόασπρη φωτογραφία όπου είναι κάποιοι που μας μοιάζουν, ήσουν ένα αμούστακο παιδί, δεύτερο από δεξιά, με τα ποδοσφαιρικά παπούτσια, το παντελόνι καμπάνα, το στρατιωτικό μπερέ, να ποζάρεις απρομελέτητα μπροστά από το… συλληφθέν τουρκικό τεθωρακισμένο.

Σε εκείνες τις πρώιμες ημέρες της εισβολής, όπου ο πόλεμος μας φαίνονταν σαν «γιορτή», αυτή η αυτοσυντασσόμενη πολιτοφυλακή αποτελούμενοι από στρατεύσιμους και μη, «δεξιούς και αριστερούς», συγχωριανούς και συντοπίτες, καταβάλλαν μια ύστατη υπεράσπιση του τόπου τους (Λάρνακα της Λαπήθου). Έμελλε εκείνο το «ελαττωματικό» καλοκαίρι του 1974 να στιγματίσει για πάντα τις ζωές μας.

Το υστερινό μαράζι θα μας συνεπάρει τον επόμενο μήνα και, συγκεκριμένα, την επαύριον του Σταυρού, όταν επιστρέφαμε από τις σχολικές μας διακοπές. Η οικειότητα της σχολικής μας κοινότητας έχει εκλείψει και βρεθήκαμε σε ξένα σχολεία, σε ξένες συνοικίες, σε ξένες πατρίδες. Ωριμάσαμε απότομα εκείνο το καλοκαίρι. Και ήδη έχει μεσολαβήσει σχεδόν μισός αιώνας από τότε! Άρχισαν να φαινόμαστε ξένοι σε εκείνες τις φωτογραφίες. Και από τότε μια μελαγχολία σημαδεύει το χαμόγελό μας.

Χάτε κουμπάρε…και ζεϊμπεκιά στον άλλο κόσμο πλέον!

Υστερόγραφο: Η ιδιότυπη αυτή φωτογραφία, που προφανώς δημοσιεύεται για πρώτη φορά, έχει τη δική της ασαφής πορεία. Με αφετηρία τη διερεύνηση της πνευματικής της ιδιοκτησίας, σε εμμονή του φίλτατου Σωτήρη, η φωτογραφία φαίνεται να ανήκει στη συλλογή φωτογραφιών που συγκέντρωσαν οι φωτοδημοσιογράφοι Χαράλαμπος (Μπάμπης) Δ. Αβδελόπουλος και Ανδρέας Κούτας, για το βιβλίο τους «Κύπρος, Μέρες Οργής: σε 555 φωτογραφίες» (Λευκωσία, εκδ. Μορφωτική, Ιούλιος 1975). Ο ελλαδικής καταγωγής Αβδελόπουλος (1934-2004), που γεννήθηκε στην Αλγερία από Πελοποννήσιο πατέρα και Γαλλοϊσπανίδα μητέρα, ζούσε και εργαζόταν στην Κύπρο από το 1960, και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της κυπριακής φωτοειδησεογραφίας. Επιστρέφοντας στην Κύπρο, μετά την απέλασή του, το 1973, ίδρυσε δικό του γραφείο.

Κατά τα χρόνια που κάλυψε την -και εργάστηκε στην- Κύπρο, δημιούργησε ένα πλούσιο αρχείο ασπρόμαυρων φωτογραφιών που αποκομίζουν τις κυριότερες και πιο τραγικές στιγμές της νεότερης κυπριακής ιστορίας.

Το 2006 η κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης» απέκτησε το φωτογραφικό αρχείο του Αβδελόπουλου. Δεν είναι ξεκάθαρο, όμως, αν αυτή η συγκεκριμένη φωτογραφία —η οποία τελικά δεν συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του βιβλίου— φωτογραφήθηκε από τους Αβδελόπουλο-Κούτα ή τη συνέλεξαν από ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Πάντως, αν κάποιοι έχουν περισσότερα στοιχεία για την επικείμενη φωτογραφία ας επικοινωνήσουν μαζί μου διαμέσου του «Νέου Κόσμου».