Ήρεμο πάθος σήμερα

Η σχέση μίσους - έρωτα του Δημήτρη Αποστολόπουλου με την αγροτική ζωή

Κοίταζε τα αμπέλια που ήταν απλωμένα μπροστά του με τα ροζ, κόκκινα, κίτρινα και μαύρα τσαμπιά τους, προκαλώντας τον ν’ ασχοληθεί μαζί τους, ο έφηβος Δημήτρης Αποστολόπουλος και έστρεφε πεισματικά το βλέμμα του στο πέλαγος που ανοιγόταν μπροστά του. Αυτό τον γαλήνευε, του υποσχόταν και τον μάγευε, παίρνοντας απαλά τα όνειρά του και φέρνοντάς τα εκεί που ο ίδιος ήθελε. Σε χώρες μακρινές, περίεργες, αλλά και γενναιόδωρες, όπου η φτώχεια δεν έχει πού να σταθεί και την έχει διώξει κακήν κακώς, ο πλούτος. Εκεί που ο ουρανός θα πρέπει να είναι το ίδιο γαλάζιος, αλλά η γη, κρυμμένη, κάπου μακριά, δεν σε κοιτάζει μόλις ανοίξεις τα μάτια σου απαιτητικά ζητώντας όλη σου την ενέργεια, το σφρίγος της νιότης σου, δεσμεύοντας εγωϊστικά τα όνειρά σου.

ΔΕΣΜΙΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ

«Ένοιωθα δέσμιός της και η ανάγκη να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο επιτακτική», θα πει ο εξηντάχρονος σήμερα Δημήτρης Αποστολόπουλος που στα 17 του, αποφάσισε να φύγει μακριά από την αγροτική ζωή στη Κορώνη και να έλθει στην Αυστραλία, «αγκαλιά» με τα όνειρά  του.
«Η γη δεν μου έφταιγε βέβαια. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες που όσα και να σου έδινε, στο τέλος έμενες να χρωστάς στον μπακάλη και στον έμπορα.
Μια ζωή με το βερεσέ. Έβλεπα τη γη σαν τύραννο.
Δεν σου έδινε το δικαίωμα να κάνεις όνειρα. Και ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς όνειρα;» θα πει ο ηλιοκαμένος άντρας που κάθεται απέναντί μου σήμερα, έχοντας ζήσει για μήνες την καινούρια ερωτική του σχέση με τη γη της Ασίνης και τα λιόδεντρα που ο ίδιος, με τα χέρια του, χρόνια αργότερα, ένα – ένα  φύτεψε.
«Μετά, ήταν κι’ εκείνοι που έφευγαν, ο τόπος άδειαζε, γύρω μου, ο μεγάλος μου αδελφός, ο Σωτήρης στη Μελβούρνη με βομβάρδιζε με γράμματα να αφήσω τη φτώχεια πίσω μου και να πάρω την απόφαση για το μεγάλο ταξίδι σε μια χώρα που δεν υπάρχουν φτωχοί! Ποιος αντέχει σε τέτοιες προκλήσεις;»
Ως φαίνεται, από πριν, τώρα, σήμερα, όχι πολλοί!

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ;

O 17χρονος Δημήτρης Αποστολόπουλος έφτασε στη Μελβούρνη μια συννεφιασμένη μέρα του Ιούνη το 1966.
«Μ’ένα τσαντάκι, ούτε καν φτηνή βαλίτσα, όπως άλλοι, μ’ένα πουλόβερ, ένα παντελόνι, κι’ ένα ζευγάρι κάλτσες που κι’ αυτά τα χρωστούσα στον έμπορα και ήταν τα πρώτα που ξεπλήρωσα. Την τελευταία στιγμή έχωσε η μητέρα μου μέσα και μια μπατανία από άγριο μαλλί, λες και πήγαινα στο Βόρειο Πόλο!»
Από κει έφυγε, θα πει στη συνέχεια, στην αρχή του καλοκαιριού, έχοντας ζήσει μια Άνοιξη που λες και έβαλε τα καλά της για να τον βασανίσει και να τον κάνει να μην την ξεχάσει ποτέ: “Δε θυμάμαι ποτέ να είχαν ανθίσει τόσα πολλά λουλούδια στους αγρούς, ο αέρας να είναι τόσο μεθυστικά μυρωμένος, ο ουρανός καταγάλανος χωρίς ούτε ένα μικρό σύννεφο πουθενά».
Μ’ αυτές τις υπέροχες εικόνες και όλη τη συναισθηματική φόρτιση, μετά τον αποχαιρετισμό των γονιών και των αδελφών του, έφτασε σε μια συννεφιασμένη, γκριζόχρωμη Μελβούρνη, χωρίς ήλιο, σκοτεινή, μέρα – μεσημέρι.
«Καλά, πού είναι ο ήλιος;», ήταν το πρώτο που ρώτησα. Μετά είδα τις τσίγκινες σκεπές των σπιτιών στο Port Melbourne και τρελάθηκα. Θέλω να γυρίσω πίσω, είπα στον αδελφό μου. Εκείνος γέλασε και μου είπε ‘θα συνηθίσεις. Μη ξεχνάς ότι είναι χειμώνας, θα ρθεί και το καλοκαίρι’. Πίστευα ότι θα συνέχιζα το σχολείο, γρήγορα όμως κατάλαβα ότι έπρεπε να βρω πρώτα δουλειά και μετά να πάω σε νυχτερινή σχολή αν ήθελα να μάθω αγγλικά. Όπου πήγαινα, όμως, ζητώντας δουλειά, όταν έλεγα ότι είμαι 17, μου έλεγαν ότι δεν παίρνουν ανήλικους. Τελικά, βρήκα μια εταιρία ταξί, όπου δεν τους ενδιέφερε η ηλικία μου, ζητούσαν φτηνά εργατικά χέρια και εκεί έπλυνα αυτοκίνητα τη μέρα και το βράδυ πήγαινα να μάθω αγγλικά σε μια σχολή στο Albion st. Brunswick”.

ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ

Ο Δημήτρης Αποστολόπουλος, θα μιλήσει, στη συνέχεια, για την προσγείωση που ήταν αναγκασμένος να κάνει, για τα χρήματα που μάζευε να στέλνει πίσω στο χωριό, στην αρχή να ξεπληρώσει αυτά που είχε δανειστεί και στη συνέχεια να βοηθά τους δικούς του. Για τις δουλειές που άλλαξε. Δυο χρόνια στο Shepparton, στο κάφε του Αγιασσώτη Λέσβιου, Παναγιώτη Ευαγγελέλη – ‘ενός υπέροχου Έλληνα’- και μετά σε δικά του μαγαζιά, ψαράδικα κυρίως, μέχρι να καταλήξει μεταφορέας κρατικών αρχείων. Θα μιλήσει για το γάμο του με την αγαπημένη του Λαμπρινή, στα είκοσί του χρόνια και την απόκτηση τριών παιδιών, δύο κοριτσιών και ενός αγοριού, που συμπλήρωσαν την ευτυχία του.
Θα σταθεί στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα, μετά 18 ολόκληρα χρόνια, που τον έκανε να μην μπορεί να πιστέψει στα μάτια του: « Είδα τεράστιες αλλαγές. Καινούρια σπίτια, καινούρια αυτοκίνητα, τρακτέρ στα χωράφια. Ανθρώπους που ζούσαν στην άνεση, όχι γιατί κέρδισαν με τον ιδρώτα τους τα υπάρχοντά τους, αλλά γιατί τα βρήκαν έτοιμα από επιχορηγήσεις που έδινε η Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν πήγαιναν πάντοτε εκεί που προοριζόταν. Από κει ξεκίνησε η διαφθορά και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε σήμερα με την κατάντια που βρίσκεται η Ελλάδα».

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο ίδιος όμως θα μιλήσει για τη δική του «ανάσταση» που συντελέστηκε σ’ αυτό το ταξίδι μέσα του, για την έντονη έλξη που ένοιωσε για τη γη που χρόνια πριν του προκαλούσε ένα μίγμα φόβου και απέχθειας – αφού ένοιωθε να τον φυλακίζει – , «μια ακατανίκητη επιθυμία να «τα βρω» με όσα άφησα πίσω μου, τότε, και σήμερα με τραβούσαν ορμητικά κοντά τους. Τα αμπέλια δεν υπήρχαν πλέον, τα λίγα όμως λιόδεντρα που είχε φυτέψει η μητέρα μου εκεί, ήταν σα να άπλωναν τα χέρια τους, σε μια έκκληση να μείνω κοντά τους. Άρχισα να φυτεύω, σχεδόν με μανία καινούρια λιόδεντρα, να γυρίζω πίσω κάθε χρόνο και να τα βλέπω να θεριεύουν να μου μιλάνε, να ζητάνε την προσοχή μου. Εκεί έγινε ένα φοβερό, συναισθηματικό δέσιμο που με κρατά δέσμιο, αλλά μ’ έναν τρόπο, «απελευθερωτικό», μ’ έναν τρόπο που με λυτρώνει».
Σε λίγο θα μου εμπιστευθεί τα «μυστικά» της ελιάς: “Της αρέσει ο απογευματινός ήλιος, το άπλετο, καθάριο φως, η πλαγιά και η αλμύρα της θάλασσας. Οι δικές μου ατενίζουν το πέλαγος. Είναι στο πιο ιδανικό μέρος γι’ αυτό και το λάδι τους είναι μοναδικό. Η γεύση και το άρωμά του δε συγκρίνεται με κανένα άλλο. Το λέω με κάποια έπαρση, ίσως, είναι όμως αληθινό».
Ο Δημήτρης Αποστολόπουλος, θ’ αφήσει για λίγο τον ελαιώνα για να μιλήσει για το άλλο όνειρό του που πραγματοποιήθηκε, το χτίσιμο ενός νέου, καινούριου σπιτιού, με όλες τις σύγχρονες ανέσεις, αλλά τον παραδοσιακό χαρακτήρα, με τη χτιστή βρύση στην αυλή, στην αγαπημένη του Ασίνη: “ Το βλέπω και δεν το πιστεύω. Τόσο όμορφο, τόσο άψογα δεμένο με το περιβάλλον, φαίνεται σα να ήταν πάντα εκεί και με περίμενε. Βέβαια δεν ήταν καθόλου έτσι. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να το χτίσω. Τώρα το απολαμβάνω από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι τέλη του Νοέμβρη που είναι το μάζεμα της ελιάς».

TΑ «ΘΕΛΩ» ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ

Αυξάνοντας τον αριθμό των λιόδεντρων, έφτασε σήμερα στο σημείο ο Δημήτρης Αποστολόπουλος να κάνει εξαγωγή στην Αυστραλία:” Δεν είναι μεγάλες οι ποσότητες, για μένα όμως είναι μεγάλη ικανοποίηση να το απολαμβάνουν άνθρωποι από κάθε άκρη της γης και αυτοί που ξέρουν να λένε ‘δεν έχουμε φάει ποτέ τέτοιο λάδι’. Όχι μόνο Έλληνες, αλλά όλοι οι μεσογειακοί λαοί, ξέρουν ποιο είναι το ποιοτικό λάδι και τώρα αρχίζουν να το μαθαίνουν και οι Αυστραλοί. Πολλοί μάλιστα επιδίδονται στην καλλιέργεια της ελιάς. Αυτή όμως θέλει, όπως σου είπα ήλιο, το κατάλληλο χώμα και αέρα. Δεν δίνει τον καρπό της έτσι εύκολα, χωρίς αντάλλαγμα. Στην Αυστραλία, το πιο κατάλληλο μέρος είναι η Δυτ. Αυστραλία, όπου υπάρχει ηλιοφάνεια και το χώμα είναι κατάλληλο για να τραφεί και να αποδώσει καρπούς».
Το δέσιμό του με την ελιά, συνεχίζεται, θα πει, κι’ εδώ στη Μελβούρνη, όπου στους κήπους που επιμελείται και είναι η απασχόλησή του αυτόν τον καιρό, δημιουργεί μικρά θαύματα. «Γιατί να βάλεις άλλο καλλωπιστικό, όταν η ελιά μπορεί να στολίσει τον κήπο σου όλο το χρόνο με τα ασημοπράσινα φύλλα της και τον μοναδικό καρπό της; Τους δίνω διάφορα σχήματα και είναι χάρμα οφθαλμών», θα πει, δίνοντάς σου την εντύπωση ότι μιλά για μια πανέμορφη γυναίκα με φυσική ομορφιά.
Μα, μήπως δεν είναι έτσι, όταν μιλάμε για την ελιά;