Αυτό το πράμα με τα Φώτα μόνο γιορτή δεν το λες. Ενδιάμεσο το λες. Ντεμί σεζόν το λες. Ντεμί πανσιόν το λες. Ντεμί Μουρ το λες. Γιορτή δεν το λες. Χώρια που αρχίζει να με πιάνει και το μεθεόρτιο στρες. Σαν μουρτζούφλα, σαν καντίφλα, σαν μια μούρη μέχρι τη μοκέτα να το πω; Να ρημαδοξεστολίσω το δέντρο να το πω; Πίσω στην καθημερινότητα να το πω; Και μες στη σύγχυση, ένας κουραμπιές κάνει σόλο καριέρα στην πιατέλα. 

(Θινκ πόζιτιβ, ξανθιά. Τουλάχιστον δεν έχεις σχολείο) 

Αλλά σοβαρά τώρα. Μόνο εγώ το παθαίνω αυτό; Αυτό το χάλι να μπαίνει ο χρόνος και να θέλω ένα μισόκιλο μαγνήσιο στην καθισιά μου για να στανιάρω από το στρες; Βλέπεις, είναι αυτή η ρημάδα η φράση που με παίρνει στον λαιμό της:

– Ασ’ το, μωρέ, για μετά τις γιορτές!

Κάθε χρόνο «άσ’ το, μωρέ, για μετά τις γιορτές». Ολες οι άχαρες εκκρεμότητες; Μια επίσκεψη στον οδοντίατρο. Ο μαραγκός γιατί πιτσικάρει το ντουλάπι της κουζίνας. Τα τηλεφωνήματα που δεν έγιναν. Τα σου ‘πα – μου ‘πες, τα σούρτα φέρτα, τα πηγαινέλα και – πάνω απ’ όλα – τα χαρτιά! Τα χαρτιά που πρέπει να συγκεντρώσω, να υπογράψω, να μονογράψω. Να ζητήσω, να αρχειοθετήσω, να εξοφλήσω. Να καταθέσω, να παραθέσω. Να ταραχτώ, να συγχυστώ, να αγχωθώ.

(Θινκ πόζιτιβ, ξανθιά. Τουλάχιστον δεν έχεις σχολείο) 

Ασ’ το, μωρέ, για μετά τις γιορτές! Στοιβαγμένοι φάκελοι στο γραφείο πάνω. Κλειστοί ακόμα. Δε χρειάζεται να τους ανοίξεις για να καταλάβεις τι σε περιμένει. Από τις στάμπες και τα λογότυπα τη μυρίζεσαι τη δουλειά. Η κακή ημέρα από το πρωί φαίνεται. Λογαριασμοί, εισφορές, φόροι, χαράτσια – άσ’ το, μωρέ, μετά τις γιορτές! 

(Θινκ πόζιτιβ, ξανθιά. Τουλάχιστον δεν έχεις σχολείο) 

Όοολη αυτή την αναίτια γραφειοκρατία, όοοοολο αυτό το χαρτομάνι, όοοολη αυτή τη λογική που διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο. Τελικά, αυτή τη χώρα δεν τη βούλιαξαν οι μίζες του Άκη, του Μάκη, του Σάκη. Δεν τη βούλιαξαν οι λαμογιές των παρακυκλωμάτων. Δεν τη βούλιαξε η Siemens. Δεν τη βούλιαξε το σκάνδαλο του Ταμιευτηρίου. Δεν τη βούλιαξε το αίσχος του Χρηματιστηρίου. 

Όχι, αγάπη μου. Αυτή τη χώρα τη βούλιαξε η μπουγάτσα χωρίς απόδειξη. Όχι αυτοί που έκαναν τα τέρατα – αλλά τα εγκλήματά τους έχουν πλέον παραγραφεί. Όχι αυτοί που έφαγαν με χρυσά κουτάλια, αλλά κάποια εξεταστική των… τραυμάτων επιτροπή τούς έβγαλε λάδι. Όχι αυτοί που συνελήφθησαν κι αφέθηκαν ελεύθεροι πέντε λεπτά αργότερα. Όχι αυτοί που -μόλις βρίσκονται στο κατώφλι του ανακριτή – όλως τυχαίως η υγεία τους παρουσιάζει μια υποτροπή και νοσηλεύονται «φρουρούμενοι», αλλά όχι… «φορολογούμενοι»! Όχι αυτοί που εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να επιδεικνύουν τα πλούτη τους σε έναν οικονομικά και ψυχικά αποστεωμένο λαό. Όχι, δεν φταίνε αυτοί. Φταίει η μπουγάτσα χωρίς απόδειξη. 

(Θινκ πόζιτιβ, ξανθιά. Τουλάχιστον δεν έχεις σχολείο) 

Όχι, δεν φταίνε αυτοί που χρωστάνε εκατομμύρια, κηρύσσουν πτώχευση, αφήνουν εργαζομένους στον δρόμο, αλλά – με έναν εντελώς σουρεάλ τρόπο – οι ίδιοι εξακολουθούν να ζουν σαν κροίσοι. 

Και δεν με νοιάζει που είναι κροίσοι. Με νοιάζει πώς έγιναν κροίσοι. Γιατί αν τα βρήκαν από τον μπαμπά τους, αν τους έπεσε το λαχείο, αν πιάσανε τζάκποτ στο Λόττο, αν κληρονομήσανε τη «Θεία απ’ το Σικάγο», αν είναι αυτοδημιούργητοι, αν έφτιαξαν μια περιουσία τίμια και καθαρά – γούστο τους καπέλο τους και καουμποϊλίκι τους. Δεν θα πέσουμε στο ξεφτιλισμένο εκείνο επίπεδο του λαϊκισμού όπου όποιος έχει ένα φράγκο παραπάνω είναι, καλά και ντε, λαμόγιο και πρέπει να λιθοβολιστεί δημόσια στο Σύνταγμα. Μακριά από μας τέτοια επικίνδυνα ΚΑΙ καθοδηγούμενα παιχνιδάκια. 

(Θινκ πόζιτιβ, ξανθιά. Τουλάχιστον δεν έχεις σχολείο) 

Σταματάω εδώ. Παίρνω βαθιές ανάσες και τσακίζω και λίγο μαγνήσιο να μου βρίσκεται… Τελείωσαν οι γιορτές, πέρασαν τα Φώτα. Τα στερνά τιμούν τα Φώτα. Αλλά εμείς Φωτισμό δεν είδαμε. Κι ούτε προβλέπεται να δούμε στο μέλλον. 

Αλλά, καλού κακού, εγώ μπουγάτσα δεν ξανατρώω!