Σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Αυστραλίας -18 ετών και άνω- μολύνθηκε με COVID-19 από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο φέτος, ειδικά το τελευταίο τρίμηνο, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο μήνα στα αιματολογικά στοιχεία που διεξήγαγε το Kirby Institute και το National Centre for Immunisation Research and Surveillance (NCIRS).

Οι ερευνητές εξέτασαν  αίμα από 5.139 ενήλικες δωρητές (Australian Red Cross Lifeblood) ειδικά για τα αντισώματα που δημιουργούνται μετά από πρόσφατη μόλυνση, αλλά κι αυτά που υπάρχουν μετά από εμβολιασμό.

Δεδομένα προηγούμενης μόλυνσης βρέθηκαν στο 46,2% των δειγμάτων.

Συγκριτικά, σε παλαιότερη έρευνα προ μηνών, το ποσοστό αυτό ήταν 17%.

Αντισώματα από εμβόλια βρέθηκαν επίσης στο 99%, κάτι που «αντανακλά» το υψηλό ποσοστό εμβολιασμού στην Αυστραλία.

Ο επικεφαλής των ομοσπονδιακών Υπηρεσιών Υγείας, καθηγητής Paul Kelly, επεσήμανε ότι τα στοιχεία αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Το υψηλότερο ποσοστό μόλυνσης ήταν στις ηλικίες 18-29 ετών (61,7%) και παρόμοιο ανά τη χώρα.

ΝΕΟ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΡΕΚΟΡ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΟΜΕΝΟΥΣ

Αυτήν την εβδομάδα, η Αυστραλία κατέγραψε διαδοχικά αρνητικά ρεκόρ στον αριθμό νοσηλευόμενων με COVID-19 από την απαρχή της πανδημίας, με την ιατρική κοινότητα της χώρας να επικρίνει τη στάση των πολιτικών ηγετών.

Πιο αναλυτικά, τη Δευτέρα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ομοσπονδιακού Υπουργείου Υγείας, 5.433 ασθενείς ήταν στα αυστραλιανά νοσοκομεία με κορονοϊό, ξεπερνώντας τους 5.391 που είχαν φτάσει στις αρχές του έτους, όταν το κύμα της «Όμικρον» τότε έφτανε στην κορύφωσή του.

Την Τρίτη ο αριθμός ήταν ακόμη υψηλότερος, φτάνοντας τους 5.571, ενώ την Τετάρτη μειώθηκαν λίγο σε 5.359.

Οι θάνατοι στις 23 Ιουλίου έφτασαν 102, ξεπερνώντας το χειρότερο επίπεδο από τα τέλη Ιανουαρίου (97), ενώ την Τρίτη ήταν εκ νέου 100 και την Τετάρτη 82, με τον μέσο όρο ανά εβδομάδα να ξεπερνά τους 70.

Μάλιστα, οι αρχές του Κουίνσλαντ επιβεβαίωσαν ότι ένα μικρό παιδί, 23 μηνών, απεβίωσε από COVID-19.

Οι νέες υπό-παραλλαγές της «Όμικρον», που είναι πολύ πιο μεταδοτικές, βάζουν για ακόμη μία φορά δύσκολα στις Αρχές.

Θετικό είναι πάντως ότι οι νοσηλευόμενοι στην Eντατική (ICU) είναι περί τους 150, σε σχέση με 425 στις 19 Ιανουαρίου.

Ο αντιπρόεδρος της Australian Medical Association (AMA), Chris Moy, ανέφερε ότι υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που οι Εντατικές έχουν λιγότερους νοσούντες από ό,τι στις αρχές το χρόνου.

«Η φύση του ιού, το πολύ υψηλό ποσοστό εμβολιασμών και η θεραπεία, με αντιϊκά, αλλά και το πώς γίνεται η αντιμετώπιση (της COVID-19) στα νοσοκομεία πλέον», δήλωσε στο ABC.

Ο ίδιος ωστόσο προειδοποίησε ότι ο αριθμός των νοσηλευόμενων στην Εντατική δεν είναι τόσο καλός δείκτης. «Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχουμε μία απόλυτη καταστροφή όταν αφορά στο πόσοι νοσηλεύονται», είπε.

«Οι άνθρωποι νοσούν αρκετά σοβαρά ώστε να εισαχθούν στα νοσοκομεία, τα οποία είναι ασφυχτικά γεμάτα αυτήν την στιγμή, κάτι που αποτελεί πολύ μεγάλο κίνδυνο για τους ασθενείς».

Το σύστημα Υγείας, είπε ο Δρ Moy, βρίσκεται σε χειρότερη θέση «εκκίνησης» από τον Ιανουάριο καθώς ο χειμώνας έως τώρα ήταν ήδη δύσκολος για το σύστημα υγείας.

Σε σχέση με τις συστάσεις από τις κυβερνήσεις προς τους πολίτες έκανε λόγο για «ανούσια» μηνύματα έως τώρα που δείχνουν έλλειψη κατεύθυνσης, δεδομένης της άσχημης κατάστασης στα νοσοκομεία.

«Αυτό που περνούν οι συνάδελφοί μου σε αυτήν τη συγκυρία δεν αντανακλάται στην ηγεσία που απαιτείται, σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο».

«Υπήρχε πολύ καλύτερη ανταπόκριση της δημόσιας υγείας τον Ιανουάριο, τόσο σε αυτά που λέγονταν, όσο κι αυτά που γίνονταν, και πλέον είμαστε σε χειρότερη θέση».

Ο επικεφαλής των ομοσπονδιακών Υπηρεσιών Υγείας, Paul Kelly, υπογράμμισε στο SBS ότι η συμβουλή της κορυφαίας υγειονομικής ομάδας (AHPPC) ήταν σαφής, με τη χρήση μάσκας να συστήνεται όταν βρίσκεται κάποιος σε κλειστούς χώρους, με πλήθος.

«Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η Αυστραλία έχει ακόμη υποχρεωτικότητα για τις μάσκες σε μία σειρά από εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου, όπως οίκους ευγηρίας και νοσοκομεία, και σε μέσα μαζικής μεταφοράς και αεροπλάνα», είπε.

«Γνωρίζουμε ότι η μάσκα σε εσωτερικό χώρο έχει αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι θα πρέπει να λάβουν αυτό το μήνυμα σοβαρά, όπως έχουν πράξει παλαιότερα, ως μέρος της προσπάθειας που πρέπει να κάνουμε ως κοινωνία για να επιβραδύνουμε τη μετάδοση».

Ο Δρ Moy πιστεύει πάντως ότι πρέπει να δοθεί προσοχή σε εντολές υποχρεωτικότητας για τις μάσκες και στην εργασία από το σπίτι, αλλά και να γίνει πιο σαφές στους πολίτες πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση.

«Εκτιμούμε ότι αυτό που έγινε, είναι ότι οι κυβερνήσεις για οποιοδήποτε λόγο, έλαβαν την απόφαση ότι δε θέλουν να περάσουν αυτήν την ‘γραμμή’».