«Ευφυΐα δεν σημαίνει απαραίτητα αυτογνωσία»

O βρετανός συγγραφέας Αλαν Χόλινγκχερστ που το 2004 κέρδισε το βραβείο Booker μιλάει για τον αργό κύκλο της δημιουργίας, την ανακατασκευή των αναμνήσεων και τη ρευστή σεξουαλικότητα

«Αν διαβάσεις τις εισαγωγές για τις συνεντεύξεις μου είναι σαν να έχουν αντιγράψει ο ένας τον άλλον, κάνουν όλοι μια σχεδόν πανομοιότυπη περιγραφή του καθιστικού μου. Μου έχει τύχει να διαβάσω σε πρόσφατη συνέντευξη κάτι που είχα πει με αφορμή κάποιο άλλο βιβλίο, έξι χρόνια πριν, δεν υπάρχει κανένας κώδικας ηθικής σε σχέση με αυτό ακόμη και στις πιο έγκριτες εφημερίδες. Ισως έχετε διαβάσει αυτή την ιστορία ότι όταν δούλευα στο “TLS” (σ.σ.: “The Times Literary Supplement”), ήμουν γνωστός στα γραφεία ως basso profundo, εξαιτίας της μπάσας φωνής μου, το έγραψε μια φορά κάποιος και από τότε κάθε άρθρο το αναπαράγει. Θα μπορούσε να είναι μια χαριτωμένη πληροφορία, ωστόσο δεν ίσχυε ποτέ και είχε στείλει μάλιστα ο τότε διευθυντής του “TLS” επιστολή σχετικά με το θέμα, την οποία και αγνόησαν όλοι οι δημοσιογράφοι».

Ο Αλαν Χόλινγκχερστ, παρ’ όλη την ευγένεια και την προθυμία του, δεν φαίνεται να τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση για τους δημοσιογράφους. Η αλήθεια είναι πως η φωνή του είναι πιο μπάσα από όσο περιμένει κανείς, ακόμη και όταν έχει όντως διαβάσει για αυτό το θρυλούμενο παρατσούκλι. Ο 59χρονος συγγραφέας ζει επίσης σε ένα σπίτι που σχεδόν σε προκαλεί να το περιγράψεις, όχι επειδή είναι τόσο εντυπωσιακό, αλλά διότι νιώθεις ότι φανερώνει πολλά για τον ένοικό του. Ας μην υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες, ας πούμε απλώς ότι μοιάζει με την πρόζα του, τίποτα δεν βρίσκεται τυχαία στη θέση του. Ο πολυβραβευμένος Βρετανός (μεταξύ άλλων, έχει τιμηθεί με το Μπούκερ το 2004), του οποίου το πέμπτο μυθιστόρημα κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά («Το παιδί του ξένου», εκδ. Καστανιώτη) και αφορά μια αφήγηση που ξεκινά το 1913 και τελειώνει το 2008, μιλάει για τα τερτίπια της ανθρώπινης μνήμης.

Μου έκανε εντύπωση, κύριε Χόλινγκχερστ, όταν ανταλλάσσαμε e-mail για να κανονίσουμε αυτή τη συνέντευξη, η αναφορά σας στις προσκλήσεις για πάρτι που σας περίμεναν, επειδή στην Αγγλία θα ήταν αργία. Για τους συγγραφείς, έχουμε συνήθως την εντύπωση ότι ζουν μέσα από τα βιβλία τους. 

«Περνάω φάσεις. Εχω αργό κύκλο δημιουργίας. Οταν τελειώνω ένα βιβλίο, ξαναγίνομαι κοινωνικός και χρειάζομαι συνήθως δύο χρόνια για να μπω πάλι στη διαδικασία του γραψίματος. Τότε πειθαρχώ, απομονώνομαι και αρχίζω να γράφω. Μακάρι να μπορούσα να ενσωματώσω το γράψιμο στην υπόλοιπη ζωή μου. Είμαι φύσει τεμπέλης και πρέπει να επιβληθώ στον εαυτό μου για να δουλέψω. Χρειάζομαι, βέβαια, τις παύσεις. Κάτι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της διετούς περιόδου, κάποιος πεθαίνει, ή ζω μια ερωτική ιστορία, μια έντονη έκθεση στη ζωή. Σας περιέγραψα μια απλοποιημένη εκδοχή της διαδικασίας, αρκετά ακριβή ωστόσο».

Σε ποια φάση του κύκλου αυτού είστε περισσότερο ο εαυτός σας; 

«Ειμαι εκ φύσεως ντροπαλός και συγκρατημένος, ίσως γι’ αυτό προτιμώ το στάδιο της απόσυρσης. Οταν βγήκε το πρώτο μου βιβλίο ήρθε μια γυναίκα να μου πάρει συνέντευξη και ξεκίνησε το κείμενό της περιγράφοντάς με, μάλιστα, εντελώς λάθος, ισχυριζόταν ότι φορούσα κάποια ρούχα που δεν υπάρχουν καν στην ντουλάπα μου. Τώρα το έχω συνηθίσει αλλά στην αρχή θεωρούσα ότι μοιάζει με εισβολή αυτή η ανάγκη περιγραφής ενός ανθρώπου για το κοινό».

Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα, «Το παιδί του ξένου», ασχολείστε αρκετά με την υστεροφημία ενός λογοτέχνη. Ξορκίσατε έτσι καθόλου τη δική σας αγωνία για τη μετά θάνατον φήμη σας; 

«Δεν σχετίζεται αυτό το σκέλος της ιστορίας με κανέναν τρόπο με τη δική μου αγωνία σχετικά με το αν θα ξεχαστώ ή όχι. Η γενική μου άποψη, καθώς μεγαλώνω, είναι ότι δεν θα έπρεπε κανείς να ενδιαφέρεται για κάτι για το οποίο δεν θα μπορεί να κάνει τίποτε, αλλά ούτε και θα το μάθει ποτέ. Πιο χρήσιμο είναι να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς σε κάθε δεδομένη στιγμή. Σε αυτό το βιβλίο περισσότερο με ενδιέφερε να ερευνήσω τις παραδοξότητες της μνήμης. Συναντάς, για παράδειγμα, έναν άνθρωπο που είχες να δεις χρόνια και μιλάτε για κάτι που συνέβη πριν από καιρό παραθέτοντας δύο εντελώς διαφορετικές εκδοχές του ίδιου συμβάντος. Αλλες φορές, κάποιος μας μιλάει για κάτι που κάναμε ή είπαμε, για κάτι που εμείς θα ορκιζόμασταν ότι δεν έγινε ποτέ. Ηθελα, λοιπόν, να εστιάσω στην αναπόδραστα μυθιστορηματική πλευρά της μνήμης μας, σε όσες αναμνήσεις απλοποιούμε προκειμένου να βρούμε κάποιο νόημα. Ετσι  είναι η ζωή. Πόσα δεν ξέρουμε ακόμη και για τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους; Για το παρόν τους, πόσω μάλλον για το παρελθόν. Ηθελα να μοιάζει η λογοτεχνία με την πραγματική ζωή, ήθελα να αποφύγω το να εξηγούνται όλα».

Θεωρείτε πως ο χρόνος δικαιώνει πάντα τους πραγματικά άξιους; 

«Κοιτάξτε, υπάρχουν ελάσσονες συγγραφείς που χαράσσονται στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού για λόγους που ουδεμία σχέση έχουν με την καλλιτεχνική αξία τους. Ο Ρούπερτ Μπρουκ, για παράδειγμα, πάνω στον οποίο βασίζεται ο χαρακτήρας του Σεσίλ Βάλανς, ένας ποιητής τον οποίο δεν θεωρώ κάτι σπουδαίο, όμως η μητέρα μου τον λάτρευε και μεγάλωσα ακούγοντας στίχους του. Παρεμπιπτόντως, βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα την εικόνα ενός αναγνώστη που δεν έχει διαβάσει ολόκληρο ούτε ένα ποίημα κάποιου ποιητή και ταυτόχρονα ξέρει καλά σκόρπιες φράσεις από το έργο του. Κάπως έτσι έγινε ο Μπρουκ πιο γνωστός από πολλούς καλύτερους από αυτόν ποιητές».

Εχετε βάλει και μια ηρωίδα σας, τη Δάφνη, να λέει σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος: «Λέμε ότι ξέρουμε ένα βιβλίο, όμως τι ξέρουμε στ’ αλήθεια από αυτό;». 

«Είναι αλήθεια. Δυστυχώς πια με το Internet δεν το κάνω τόσο συχνά, αλλά έχοντας περάσει μεγάλο μέρος της ζωής μου σε παλαιοβιβλιοπωλεία, έχω δει πολλούς συγγραφείς που κάποτε όλοι τούς θεωρούσαν υπέροχους να ξεχνιούνται. Υπάρχει πάθος και κωμωδία στην όλη αυτή ιστορία. Τι θυμόμαστε, ούτως ή άλλως, όταν λέμε ότι γνωρίζουμε ένα βιβλίο που διαβάσαμε πριν από 30 χρόνια; Tο πολύ να έχουμε στο μυαλό μας δυο-τρεις εικόνες από αυτό. Πριν από κάποια χρόνια παθιάστηκα με τον Τουργκένιεφ και διάβασα όλο το έργο του, κάτι μάλλον ανόητο, αφού όλα τα βιβλία του μοιάζουν μεταξύ τους, και τώρα δεν μπορώ να ξεχωρίσω στο μυαλό μου το ένα από το άλλο. Μου άρεσαν πολύ, αλλά έχουν γίνει ένας πολτός στο κεφάλι μου».

Θα μου μιλήσετε για κάποιον κλασικό συγγραφέα που θεωρείτε υπερτιμημένο;

«Υπάρχουν συγγραφείς σαν τον Λόρενς Ντάρελ. Οταν πήγαινα σχολείο το “Κουαρτέτο” του θεωρούνταν αριστούργημα, με είχε υποβάλει και εμένα με τους μυστηριώδεις, πλούσιους, εξωτικούς χαρακτήρες του. Δοκίμασα να το ξαναδιαβάσω πρόσφατα και θεωρώ ότι δεν διαβάζεται. Καμιά φορά είναι η αίγλη ενός βιβλίου που μας επηρεάζει. Και παράγοντες όπως το πόσο νέος και όμορφος είναι ένας συγγραφέας παίζουν τον ρόλο τους στις μέρες μας. Θα ήθελα να σας μιλήσω για μια περίπτωση που αδικήθηκε. Ο Ρόναλντ Φέρμπανκ, ένας υπέροχος, αυθεντικός συγγραφέας, έγραψε μερικά πολύ περιεκτικά μυθιστορήματα, επαναστατικά όσον αφορά τη χρήση της φόρμας, πολύ αστεία, και πολύ γκέι – μέρος της έλλειψης επιτυχίας τους οφείλεται και σε αυτό, τα οποία αποτελούν ατέλειωτη πηγή έμπνευσης και ευχαρίστησης για μένα. Κατά καιρούς γίνονται διάφορες προσπάθειες επανεκτίμησης του έργου αλλά δεν πιστεύω ότι θα γίνει ποτέ μαζικά δημοφιλής, είναι ίσως πολύ δύσκολος. Είχε βέβαια πολλούς φανατικούς θαυμαστές. Τα τρία πρώτα βιβλία του κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα γεγονός στο οποίο δεν έδιναν καμία σημασία, και οι περισσότεροι τον βρήκαν παράξενο και ρηχό, δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κάποιος εκείνα τα χρόνια θα έτρωγε ένα εξωτικό σουφλέ και όχι ροζμπιφ».

Η τωρινή νοσταλγία για εκείνα τα χρόνια σας προβληματίζει; Αναφέρομαι κυρίως στην επιτυχία που γνωρίζουν τηλεοπτικές σειρές σαν το «Downton Abbey».

 «Εχουν επιτελεστεί τόσες κοινωνικές αλλαγές. Το ταξικό ζήτημα είναι πολύ λιγότερο σημαντικό σήμερα σε σχέση με παλαιότερα, η αριστοκρατία δεν έχει την ίδια ισχύ, και όμως υπάρχει μια πείνα για την περίοδο που οι άνθρωποι είχαν λιγότερα χρήματα αλλά περισσότερο σεβασμό στην κοινωνική κατάταξη. Ας πούμε πως είμαι αρκετά καχύποπτος απέναντί της».

Εχετε πει για την Τζέιν Οστεν ότι γνώριζε τα πάντα. 

«Αλλη μια δημοσιογραφική αστοχία ή ατόπημα της δικής μου μνήμης. Δεν θυμάμαι να έχω πει κάτι τέτοιο για την Τζέιν Οστεν. Αν έλεγα κάτι τέτοιο, θα το έλεγα για τον Τολστόι. Ο θαυμασμός μου για την Οστεν είναι περισσότερο θεωρητικός. Εχω τοσο καιρό να διαβάσω βιβλίο της, όμως λίγο να χαζέψω κάποιες σελίδες, σκέφτομαι πόσο υπέροχη είναι, θαυμάζω την οικονομία, την ειρωνεία και τη διεισδυτικότητα της γραφής της, επιδεικτικά, εκούσια δείχνει ότι έχει τον έλεγχο της πένας της».

Ο αγαπημένος σας είναι δηλαδή ο Τολστόι; 

«Περισσότερο από όλους. Κανείς δεν έχει τόσο διεισδυτική ματιά στη ζωή, δεν έχει περιγράψει την εμπειρία τόσο άγρια διαφορετικών ανθρώπων. Το “Πόλεμος και Ειρήνη” είναι ένα τόσο σαρωτικά καταπληκτικό έργο. Αγαπώ πολύ και τον Προυστ αλλά το εύρος της ανθρωπιάς στον Τολστόι είναι ασύγκριτο».

Είστε εδώ και αρκετά χρόνια χορτοφάγος. Στα βιβλία σας το σεξ έπαιζε πάντα πολύ σημαντικό ρόλο. Πώς απαρνείται το κρέας κάποιος που φαίνεται να έχει – σχεδόν – εμμονή με τις απολαύσεις της σάρκας; 

«Εγινα χορτοφάγος πριν από 30 χρόνια. Δεν έχει σχέση με την όρεξή μου, τρώω όσο τρώει και το πιο φανατικό σαρκοβόρο. Αρχισα, αρκετά νέος, να αισθάνομαι αυξανόμενη αμηχανία σχετικά με το γεγονός ότι ζώα έχαναν τη ζωή τους για να διατηρώ εγώ τη δική μου. Υπήρχε και μια συγγραφέας, η Μπρίγκιντ Μπρόφι, ακτιβίστρια και vegan, που κάποτε με επηρέαζε βαθιά. Νομίζω ότι την τελευταία φορά που ήρθα στην Ελλάδα με είχαν πάει σε ένα εστιατόριο vegetarian κοντά στην Ακρόπολη. Εχω ακόμη την αίσθηση μιας κάποιας υπομονετικής ανοχής από πλευράς εκείνων που με φιλοξενούσαν. Γενικά δεν απολαμβάνω πολύ το φαγητό στην Ελλάδα, ακόμη και τη χωριάτικη πρέπει να την τρώω χωρίς τη φέτα, είμαι αλλεργικός στο τυρί».

Το σπίτι σας έχει θέα στο πάρκο του Χάμπστεντ, ένα θρυλικό σημείο συνάντησης για ομοφυλόφιλους του Λονδίνου. Πώς σας φαίνεται η αλλαγή του τρόπου με τον οποίο γνωρίζονται οι γκέι σήμερα, όπου όλα συμβαίνουν μέσω Διαδικτύου ή μέσω apps στα κινητά; 

«To Internet έχει αλλάξει τη φύση της γκέι  ζωής. Την έχει κάνει λιγότερο κοινωνική, αλλά έχει μεταλλάξει και τους λόγους για τους οποίους πάει πια κανείς σε γκέι κλαμπ ή μπαρ ή στα πάρκα. Ολα αυτά έχουν αλλάξει με την έλευση των νέων μέσων – την εφαρμογή Grindr, για παράδειγμα, μπορούμε να τη θέσουμε σε λειτουργία και να δούμε πόσοι άνθρωποι είναι διαθέσιμοι για σεξ σε ακτίνα 100 μέτρων – υποπτεύομαι ότι αν το κάνουμε ο αριθμός θα μας εκπλήξει. Πρόκειται για κάτι πολύ αποτελεσματικό, αλλά χωρίς καθόλου ρομαντισμό, δεν εμπλέκει στο φλερτ τη φαντασία με ενδιαφέροντα τρόπο και κατά συνέπεια αποδεικνύεται άκαρπο για έναν συγγραφέα. Υποθέτω ότι για αυτόν τον λόγο ανατρέχω σε παλαιότερες εποχές όπου τα πράγματα ήταν πιο πολύπλοκα, πιο δύσκολα, με φαντασιώσεις και κοινωνικά εμπόδια. Ωστόσο, είναι τόσο εύκολο να γενικολογείς για ζητήματα σαν αυτά όταν ζεις σε μια μεγάλη πόλη όπως το Λονδίνο. Ισως να είχα πολύ διαφορετική άποψη αν ζούσα σε μια απομονωμένη φάρμα στην Ουαλλία».

Στο «Παιδί του ξένου» υπάρχει η αίσθηση μιας σεξουαλικότητας ρευστής.

«Προσωπικά, είμαι αποκλειστικά ομοφυλόφιλος, δεν είμαι καθόλου μπαϊσέξουαλ, έχω συναναστραφεί στο παρελθόν με αμφιφυλόφιλους και έχω νιώσει την ελκυστικότητα ενός κόσμου χωρίς κατηγοριοποιήσεις με βάση τη σεξουαλικότητα. Με ενδιαφέρει αυτή η αίσθηση της αμφιθυμίας, της αβεβαιότητας, γι’ αυτό και θέλησα να την εξερευνήσω στο βιβλίο».

Για να κλείσουμε, ξαναγυρνώντας στο βιβλίο, θα λέγατε ότι αυτή η μυθιστορηματική ανακατασκευή των αναμνήσεων που φτιάχνουμε στο μυαλό μας είναι και μια τραγική ανθρώπινη πλάνη; 

«Η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που ζούμε πραγματικά και σε αυτό που νομίζουμε ότι ζούμε μπορεί να είναι και τεράστια. Είναι πράγματι θλιβερό αυτό. Εκπλήσσομαι ακόμη όποτε συνειδητοποιώ πως οι άνθρωποι έχουν τόσο ευρύ φάσμα βαθμού κατανόησης του εαυτού τους. Πολύ έξυπνοι άνθρωποι δεν έχουν καμιά αυτογνωσία. Πάντα ξαφνιάζομαι από τα άτομα που χρησιμοποιούν εύκολα τη φράση “δεν είμαι ο τύπος που”, “δεν θα με βρεις ποτέ εκεί” – συνήθως είναι εκείνοι που δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι».