Όλο και περισσότερα μαύρα σύννεφα συγκεντρώνονται στον οικονομικό ορίζοντα της Αυστραλίας, καθώς οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται με ρυθμό ρεκόρ, ενώ ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών, Jim Chalmers, προειδοποιεί γι ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια, ή πιο απλά, ότι θα χρειαστεί να σφίξουμε κι άλλο το ζωνάρι.

Πιο συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός, όπως ανακοίνωσε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ABS) ανήλθε πλέον στο 6,1% σε ετήσια βάση, νέο ρεκόρ από την εισαγωγή του GST και έπειτα το 2001. Προ GST, η τελευταία φορά που υπήρξε μεγαλύτερη αύξηση ήταν τον Δεκέμβριο του 1990 (6,9%), ένα χρόνο πριν την ύφεση.

Σε τριμηναία βάση, από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο η άνοδος του πληθωρισμού ήταν 1,8%, μετά από την άνοδο 2,1% τους τρεις πρώτους μήνες του έτους. Οι τιμές καυσίμων (+4,2% στο τρίμηνο, παρά τη μείωση του φόρου στο μισό) και το κόστος κατασκευών (+5,6% αντίστοιχα) «πρωταγωνίστησαν».

Για το 12μηνο, όπως επεσήμανε η υπεύθυνη της ABS για τις τιμές, Michelle Marquardt, το κόστος μία νέας κατοικίας ήταν κατά 20,3% υψηλότερο, ενώ τα καύσιμα αυξήθηκαν κατά 31,1%. Επίσης, αυξήθηκαν σημαντικά οι τιμές τροφίμων, ειδικά στα λαχανικά (7,3%) και τα φρούτα (3,7%), τα έπιπλα (+7%).

Μία σειρά από παράγοντες, από τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η πανδημία, με ελλείψεις σε υλικά, προϊόντα, εργατικό δυναμικό, στην αλυσίδα παραγωγής και προμήθειας εν γένει, έως την κακοκαιρία σε περιοχές ανά την Αυστραλία, αλλά και οι διεθνείς εξελίξεις, όπως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχουν επηρεάσει την οικονομία, εντός και εκτός συνόρων.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μάλιστα αναθεώρησε ξανά προς τα κάτω τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ανάπτυξη, προειδοποιώντας ότι οι καθοδικοί κίνδυνοι από τον υψηλό πληθωρισμό και τον πόλεμο στην Ουκρανία, υλοποιούνται και μπορούν να ωθήσουν τη διεθνή οικονομία στο χείλος της ύφεσης, αν δεν ελεγχθούν.

Μία ύφεση σε παγκόσμιo επίπεδο δε θα αφήσει ανεπηρέαστη την αυστραλιανή οικονομία, προειδοποιούν οι οικονομολόγοι.

Ο πληθωρισμός επίσης, ως γνωστόν, συνδέεται με το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας της Αυστραλίας (Reserve Bank of Australia), το οποίο αναμένεται να συνεχίσει την «ανηφόρα», προσθέτοντας επιπλέον πίεση στους δανειολήπτες (αλλά και προκαλώντας χαμόγελα σε όσους έχουν καταθέσεις).

Ο υπουργός Οικονομικών της Αυστραλίας, σχολιάζοντας τις εξελίξεις, ανέφερε ότι η κυβέρνηση δεν εκπλήσσεται με τα στοιχεία για τον πληθωρισμό, όπως άλλωστε και εκατομμύρια άνθρωποι που νιώθουν την πίεση του κόστους ζωής «κάθε φορά που πάνε στο σούπερμαρκετ, ή όποτε έρχονται οι λογαριασμοί», όπως είπε.

Το υψηλό αυτό ποσοστό, πρόσθεσε, «αντανακλά» το τι βιώνουν οι πολίτες, που βγάζουν πέρα δύσκολα.

Ο κ. Chalmers, προανήγγειλε μάλιστα μία δήλωση αύριο Πέμπτη, από το κοινοβούλιο, με προβλέψεις για την οικονομία διαφορετικές από αυτές στον προϋπολογισμό.

Αυτές, διευκρίνισε, θα περιλαμβάνουν εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό (αναμένεται σημαντική αναθεώρηση προς τα πάνω), τους μισθούς, την ανάπτυξη (με αναθεώρηση προς τα κάτω) και την ανεργία. Και βεβαίως, τι αυτό συνεπάγεται για τους πολίτες.

«Θέλω να διαβεβαιώσω ότι οι Αυστραλοί κατανοούν τις συνθήκες (που επικρατούν πλέον) … ώστε να καταλάβουν τι είδους αποφάσεις μπορεί να είναι απαραίτητες υπό αυτές».

Για τον πληθωρισμό, σημείωσε, ότι προβλέπεται να κορυφωθεί προς το τέλος του χρόνου και να εξομαλυνθεί το 2023, αλλά από πολύ υψηλή αφετηρία.

«Θα πάρει κάποιο καιρό να επιστρέψουμε σε πιο κανονικά επίπεδα», είπε, σημειώνοντας ότι η ενέργεια, η ασφάλεια και οι τιμές καυσίμων παίζουν ρόλο στη διατήρηση του πληθωρισμού υψηλά ανά τον Κόσμο.

Οι εργαζόμενοι, πρόσθεσε ο κ. Chalmers, μπορούν να αναμένουν μία αύξηση στον πραγματικό μισθό κατά τη θητεία αυτής της κυβέρνησης, αλλά δεν πρέπει να αναμένουν οι αυξήσεις να είναι ίδιες με τον πληθωρισμό τους επόμενους λίγους μήνες.

«Έχουμε τον πληθωρισμό ήδη επάνω 6%. Αναμένουμε να αυξηθεί περαιτέρω», υπογράμμισε. «Η ιδέα ότι θα προβλέπουμε αύξηση των μισθών αντίστοιχη με αυτό, νομίζω δεν είναι αξιόπιστη βραχυπρόθεσμα».

Όσον αφορά στην ελάφρυνση του κόστους ζωής η κυβέρνηση, είπε, έχει δύσκολο δρόμο εμπρός, καθώς υπάρχουν οι περιορισμοί του προϋπολογισμού, με το υψηλό χρέος «κληρονομιά» από τον Συνασπισμό.

Από την πλευρά του, ο «σκιώδης υπουργός» Οικονομικών, Angus Taylor, δήλωσε ότι η κυβέρνηση δεν έχει σχέδιο για την οικονομία.

«Οι Εργατικοί κατέβηκαν στις εκλογές υποσχόμενοι να ελαφρύνουν το κόστος ζωής, να μειώσουν την τιμή ηλεκτρικού, να αυξήσουν τους πραγματικούς μισθούς, αλλά η κατάσταση μόνο χειρότερη γίνεται για τα νοικοκυριά στην Αυστραλία και η κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει κανένα πραγματικό σχέδιο για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις», είπε ο κ. Taylor.

Η κυβέρνηση πρέπει να δράσει άμεσα, τόνισε και η «σκιώδης υπουργός» Οικονομίας, Jane Hume, σχολιάζοντας και την έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τους κινδύνους επιβράδυνσης της διεθνούς οικονομίας.

ΟΙ ΔΥΣΟΙΩΝΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΝΤ

Στις αναθεωρημένες προβλέψεις του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, το ΔΝΤ αναφέρει ότι ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί φέτος στο 3,2% έναντι 3,6% που προέβλεπε τον Απρίλιο, ενώ αναθεώρησε προς τα κάτω και την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη το 2023 στο 2,9% έναντι 3,6% στην προηγούμενη έκθεσή του.

Η παγκόσμια οικονομία ανέκαμψε 6,1% το 2021 μετά την ύφεση 3,1% που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού το 2019.

«Οι προοπτικές έχουν ‘σκοτεινιάσει’ σημαντικά μετά τον Απρίλιο. Ο κόσμος μπορεί σύντομα να κινηθεί στο χείλος μίας παγκόσμιας ύφεση, μόλις δύο χρόνια μετά από την τελευταία», τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, Πιερ-Ολιβιέ Γκουρίντσας.

Το Ταμείο σημειώνει ότι οι προβλέψεις τους είναι «εξαιρετικά αβέβαιες» και υπόκεινται σε καθοδικούς κινδύνους λόγω της αύξησης των τιμών ενέργειας και τροφίμων από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Αυτό θα ενίσχυε τον πληθωρισμό και θα εμπέδωνε τις μακροπρόθεσμες πληθωριστικές προσδοκίες, προκαλώντας περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, αναφέρει το Ταμείο.

Με βάση ένα εναλλακτικό σενάριο – το οποίο χαρακτηρίζεται «εύλογο» – που προβλέπει την πλήρη διακοπή των ρωσικών προμηθειών αερίου στην Ευρώπη έως το τέλος του έτους και μία περαιτέρω μείωση των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου κατά 30%, το ΔΝΤ αναφέρει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνόταν στο 2,6% το 2022 και στο 2% το 2023, με την ανάπτυξη όμως να είναι ουσιαστικά μηδενική στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ το επόμενο έτος.

Το Ταμείο σημειώνει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη έχει μειωθεί κάτω από το 2% μόνο πέντε φορές από το 1970, περιλαμβανομένης της ύφεσης του 2020.

Για τον πληθωρισμό στις αναπτυγμένες οικονομίες, το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα είναι πολύ υψηλότερος φέτος από ότι προέβλεπε τον Απρίλιο και συγκεκριμένα θα διαμορφωθεί 6,6% έναντι 5,7%, προσθέτοντας ότι θα παραμείνει υψηλός για μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που προβλεπόταν προηγουμένως. Στις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ο πληθωρισμός αναμένεται τώρα να φθάσει στο 9,5% από 8,7% τον Απρίλιο.

«Ο πληθωρισμός στα σημερινά επίπεδα αποτελεί έναν ξεκάθαρο κίνδυνο για την τρέχουσα και τη μελλοντική μακροοικονομική σταθερότητα και η επαναφορά του στους στόχους των κεντρικών τραπεζών πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα για τους υπεύθυνους για την άσκηση πολιτικής», τόνισε ο Γκουρίντσας.

Σημειώνει ότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα «δαγκώσει» το επόμενο έτος, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη και πιέζοντας τις αναδυόμενες αγορές, αλλά αναφέρει ότι η καθυστέρηση της διαδικασίας αυτής «το μόνο που θα κάνει είναι να διογκώσει τα προβλήματα», προσθέτοντας ότι οι κεντρικές τράπεζες «θα πρέπει να συνεχίσουν αυτή την πορεία μέχρι να μειωθεί ο πληθωρισμός».