Μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσαν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου με περισσότερους από 14.000 θεατές, οι «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά έρχονται στο Ανοιχτό Θέατρο Παλαιού Ελαιουργείου, με τη συμμετοχή 40 εθελοντών από την Ελευσίνα και τη γύρω περιοχή, το Σάββατο, 30 και την Κυριακή, 31 Ιουλίου. Πρόκειται για μια συμπαραγωγή της «2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και της Εταιρείας «Το Θέατρο».

Στελεχωμένη από μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών (Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Πούλιος), προεξάρχουσας της Ρένης Πιττακή, η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το τι συνιστά «κοινωνία», τι σημαίνει η επίμονη προσκόλληση στην εξουσία και η ανάγκη της πίστης σ’ έναν οδηγό, άνθρωπο ή θεό, μέσα σε έναν συντετριμμένο κόσμο.

Το κοίλον και η ορχήστρα ενώνονται για να «συμμετάσχουν» σε μια κοινή συζήτηση για την ήττα, τη δυσκολία της παραδοχής της και την αμηχανία της συνέχειας, με τη συμμετοχή εθελοντών που εισέρχονται σταδιακά στον χώρο, συνθέτοντας μια «κοινωνία» που αναζητά το νήμα της ύπαρξης μετά την καταστροφή, σαν αντικατοπτρισμός της παρούσας ιστορικής συγκυρίας.

«Οι Πέρσες είναι μια οποιαδήποτε κοινωνία: Είναι σαν να κάνεις μια ακτινογραφία της πλευράς του ηττημένου και μιας κοινωνίας που δεν ξέρει πώς μπορεί να συνεχίσει μετά από μια πανωλεθρία. Η δε Επίδαυρος λειτουργεί σαν ένα δημόσιο βήμα. Όπως σε μια πλατεία που βρίσκεται πιθανώς πολύ κοντά μας ή και σε κάποια άλλη χώρα, οι άνθρωποι συζητάνε για το πώς θα αντισταθούν και πώς θα κρατηθούν όταν έχουν χάσει πια όλα τα σημεία αναφοράς τους. Στους Πέρσες χάνεται η πίστη στον βασιλιά, έπειτα στην έννοια της μοναρχίας, μετά στον θεό και τελικά στην ίδια τους τη δυνατότητα να αντιδράσουν» αναφέρει ο Δ. Καραντζάς.

Την ίδια στιγμή, η Άτοσσα της Περσίας, την οποία υποδύεται η Ρένη Πιττακή, είναι «η ψυχρή ευγενική φωνή της εξουσίας» που με κάθε τρόπο θέλει να συντηρηθεί και να συνεχιστεί σε μια κοινωνία σχεδόν αποδεκατισμένη. «Δυο τελείως διαφορετικές θεάσεις του τι σημαίνει κόσμος», επισημαίνει ο Καραντζάς.

Γραμμένη το 472 π.Χ., η τραγωδία του Αισχύλου αποτελεί ίσως την παλαιότερη καταγραφή γεγονότων της ελληνικής ιστορίας στο θέατρο. Στα Σούσα, την περσική πρωτεύουσα, οι πολίτες που έχουν μείνει πίσω και η βασίλισσά τους, Άτοσσα που βασανίζεται από κακούς οιωνούς, αναμένουν νέα από την πολεμική επιχείρηση του Ξέρξη στην Ελλάδα. Ένας αγγελιαφόρος αναγγέλλει τη φριχτή έκβαση της μάχης της Σαλαμίνας: ο περσικός στρατός και οι επίλεκτοι αρχηγοί του έχουν συντριβεί. Η Άτοσσα και ο Χορός καλούν το φάντασμα του Δαρείου για να τους καθοδηγήσει. Ο ένδοξος βασιλιάς καταδικάζει την ύβρη του Ξέρξη, που θέλησε να δαμάσει φύση και θεία βούληση και προβλέπει περισσότερες ακόμη καταστροφές. Με την άφιξη του Ξέρξη, κορυφώνεται η συντριβή. Η ζυγαριά γέρνει πλέον αποφασιστικά προς τον τρόμο του τέλους.

Οι «Πέρσες» ως τραγωδία της ανθρωπότητας, ως μικροσύστημα που αντανακλά ζητήματα ύπαρξης και συνύπαρξης, άλυτα ανά τους αιώνες, γίνονται, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Καραντζά, κοινός τόπος για μια συνομιλία που φωτίζει εμμέσως τα πολλαπλά παγκόσμια αδιέξοδα του σήμερα. Το θέατρο είναι ο δημόσιος χώρος, η Εκκλησία του Δήμου, η Πόλη. Ο Χορός των Περσών, η «κοινωνία», ξεκινάει με την πίστη και την υπακοή, καταλήγοντας, μετά τον αφανισμό, ένα άναρχο πλήθος χωρίς οδηγό και σημείο αναφοράς.

Η μετάφραση είναι του Παναγιώτη Μουλλά. Τη διασκευή υπογράφουν ο Δημήτρης Καραντζάς και η Γκέλυ Καλαμπάκα. Τα σκηνικά επιμελείται η Κλειώ Μπομπότη, τα κοστούμια η Ιωάννα Τσάμη, την κίνηση ο Τάσος Καραχάλιος, τους φωτισμούς ο Δημήτρης Κασιμάτης, τη μουσική σύνθεση και τη ζωντανή εκτέλεση έχει αναλάβει ο Γιώργος Πούλιος.