Γεννημένη δίπλα στις όχθες του ποταμού Αλιάκμονα, είναι ποτισμένη από τα δροσερά νερά που ρέουν από τις ψηλές κορυφές και τους πρόποδες του Γράμμου. Ήταν και είναι πάντα ευδιάθετη και καλοσυνάτη. Γεννήθηκε σχεδόν στα τέλη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και μόλις που είχε τελειώσει ο πόλεμος και η Ελλάδα δεχόταν την Μικρασιατική Καταστροφή. Σε πολύ μικρή ηλικία στερείται τον αγαπημένο της πατέρα. Ως μεγαλύτερη της οικογένειας και επειδή προερχόταν από γεωργική οικογένεια παρά τη νεανική της ηλικία επωμίσθηκε αργότερα ορισμένες οικογενειακές υποχρεώσεις και, όπως το λέει η ίδια, τον καιρό αυτό «έτσι ήταν», και έτσι έπρεπε να κάνει. Τα παιδιά των γεωργών ήταν και οι εργάτες για τα κτήματα της οικογενείας. Ευχαριστεί, δε, τον μακεδονομάχο δάσκαλό της, Χαρίση Παπαδόπουλο, ο οποίος πίεσε τον παππού της, λέγοντας επιτακτικά.
«Λιόντο! Κοίταξε… Αν δεν στείλεις την Ζωή στο σχολείο θα σε κάνω μήνυση. Τα’ ακούς Λιόντο!!! Θα σού κάνω μήνυση!!!». Όπως μου το έχει πει πολλές φορές τα γράμματα και η μόρφωση την εποχή αυτή ήταν μόνο για τα αγόρια. Σήμερα η κυρία Ζωή διαβάζει άνετα και παρακολουθεί όλα τα προγράμματα που εκπέμπονται στην παροικία, και θα ζήλευε ο κάθε παπάς όταν λέει το «Πάτερ Υμών» κάθε Κυριακή στο μεσημεριανό τραπέζι. To έχει καμάρι που το σπίτι της βρέχονταν και το χάιδευαν τα κρύα νερά του Αλιάκμονα.
Η ατυχία της ήταν να χάσει τον πατέρα της σε νεανική ηλικία. Την έχω ακούσει να λέει με πόνο ότι έχασε το μόνο στήριγμα που είχε, γιατί η τότε νεαρή της ηλικία δεν την επιτρέπει να σκιαγραφήσει τον πατέρα της με όλες τις πτυχές, παρά να τον θυμάται κατάκοιτο στο κρεβάτι του πόνου. Πολλές φορές μου έχει διηγηθεί το ιστορικό που τον είχαν πάει στην εξοχή γιατί εκεί υπήρχε καθαρός αέρας και πολύ οξυγόνο. Ο οργανισμός του χρειάζονταν καθαρή ατμόσφαιρα για ανάρρωση. Όλα αυτά είχαν συμβεί όταν εγώ ήμουν μικρή και οι Φράγκοι είχαν αρπάξει τον πατέρα μου. Ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι μας, και διηγείται το ιστορικό της ορφάνιας της και το δεύτερο χτύπημα όταν έχασε και την μάνα της σε ηλικία που κάθε κοπελίτσα χρειάζεται την μανούλα της. Ήταν τότε που ακόμα δεν είχε τελειώσει ο πόλεμος και «οι σύμμαχοί μας Φράγκοι» αλώνιζαν το χωριό μας, μας έπαιρναν τα ζώα καταπατούσαν τα σπίτια μας, εξευτέλιζαν τις γυναίκες και το χειρότερο δεν μας φέρνονταν σαν σε συμμάχους, όλα αυτά θα τα περίμεναν μόνο από έναν εχθρό. Όλα αυτά τα ξέρω από την μάνα μου η οποία μου τα είχε διηγηθεί αργότερα, λέει η κυρία Ζωή.
Εγώ ήμουν τότε νήπιο και δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει. Άρχισα να το αισθάνομαι όταν μου έλειψε από το σπίτι ο πατέρας μου. Η μάνα μου είχε πει. «Τον είχαν αρπάξει ένα βράδυ από το σπίτι χωρίς να δώσουν λόγο σε κανέναν γιατί και που θα τον πήγαιναν», ήταν επιστρατευμένος από του Φράγκους. Έτσι τους έλεγαν.
Ο πατέρας μου ήταν λεβέντης και γερός στην κράση του. Μας ήρθε μετά από πολλούς μήνες κατάκοπος και εξαντλημένος από τις κακουχίες και την απρεπή συμπεριφορά των συμμάχων μας φράγκων. Οι γιατροί είπαν της μάνας μου ότι πρέπει να πάει σε απομόνωση έως ότου γίνει καλά και αυτό δεν έδινε ελπίδες για την ζωή του. Η μητέρα μου τον πήγε σε ένα πολύ απομακρυσμένο χωράφι όπου εκεί υπήρχε σπιτάκι που όπως μας είχε πει ο παππούς μου ήταν όταν οι πρόγονοί του ζούσαν αρμονικά με έναν άλλο εχθρό τον τούρκο και για να προφυλαχτούν από τον τότε εχθρό συμπτύχτηκαν με άλλους και έκαναν το μεγάλο χωριό Νεστόριο .Μέχρι τα τελευταία χρόνια το κατώφλι του σπιτιού υπήρχε ακόμα εκεί. Η ιστορία του πατέρα μου ήταν τραγική και η μάνα μου ηρωίδα για να μας μεγαλώσει. Οι γιατροί όπως προείπα είχαν δώσει εντολή της μάνας μου να μην έρχεται σε επαφή μαζί του γιατί ήταν επικίνδυνο, αυτή όμως ήταν ηρωίδα και παρά τις συμβουλές, δεν τον εγκατέλειψε και τακτικά του πήγαινε το φαγητό του και τον πρόσεχε. Δεν άργησε να τον χάσουμε και να μείνω στους πέντε δρόμους έχοντας τον παππού μου κοντά μας και μετά από λίγα χρόνια έχασα και την μάνα μου. Αναλαμβάνοντας όλες τις υποχρεώσεις ο παππούς μου αν και μικρή εγώ έπεσε αρκετό βάρος επάνω μου. Η ζωή πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είχε αρχίσει να καλυτερεύει και η τύχη μου άρχισε να χαμογελάει. Οι ταλαιπωρίες και τα κακά που ακολούθησαν τα ξεπεράσαμε, αλλά μας περίμενε το 1940.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου παντρεύτηκα τον Σωτήρη ο οποίος είχε έρθει στην Αυστραλία τα χρόνια του είκοσι και το 1938 επιστέψει να δει τους γονείς του γιατί τους είχε υποσχεθεί ότι και «αν του συνέβαινε» θα επέστρεφε για να πάρει την ευχή τους. Αποκλείστηκε στο χωριό λόγο του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου 1940 και η τύχη μου ήταν το 1942 μου προτείνει να με παντρευτεί. Δεν ήταν αρκετή η κατοχή από τους γερμανο-ιταλούς, μας κάψανε το σπίτι μας και ολόκληρο το χωριό. Αφού μας πήραν τα ζώα και μας κατακλέψανε ότι είχαμε και δεν είχαμε, μείναμε στους πέντε δρόμους μόνο με τα ρούχα που φορούσαμε.
Αποκτήσαμε δύο χαριτωμένα κοριτσάκια την Κατίνα και την Ειρήνη. Οι κατακτητές του 1941-1945 και ο εμφύλιος που ακολούθησε ήταν που ισοπέδωσαν τα πάντα και μη έχοντας άλλη επιλογή ο άντρας μου μία μέρα στα καλά καθούμενα μου είπε. «Γυναίκα, το σκέφτηκα καλά. Εγώ προσωπικά είμαι British suspect και έχω κάθε δικαίωμα, και για το μέλλον των παιδιών μας θα ξαναξενιτευτώ στην Αυστραλία».
Προσπάθησα να τον μεταπείσω, αλλά ήταν ανένδοτος αν και αναφέρθηκα στην ηλικία μας και ότι τα περιθώρια μας για την τόσο μακρινή μετακίνηση δεν ήταν για εμάς. Ήταν θαρραλέος και ήξερε όλους του παλιούς, «Λεκατσάδες, Μαρμαρά, Πολίτη Ελεφάντη, Νικάκη, Ζήση Νόλη και πολλούς άλλους, Και το ξανά είπε. «Για τα παιδιά γυναίκα θα το κάνω».
Ήταν γνώστης των πραγμάτων της Αυστραλίας γιατί για πολλά χρόνια είχε σε κεντρικό δρόμο του Geelong, εστιατόριο, τότε με έξι σερβιτόρες. Έχοντας πεποίθηση στον εαυτό του. Μετά τον πόλεμο είχε τις επαφές του με ανθρώπους που είχε συνεργαστεί πριν την επιστροφή του στην πατρίδα. Το έκανε για το μέλλον των παιδιών μας. Θα τα καταφέρω, μου είχε πει, ήταν θαρραλέος και δεν απελπιζόταν εύκολα.
Έφθασε στην Μελβούρνη τα Χριστούγεννα 1954 και τον ακολουθήσαμε και εμείς το 1956.
Αφού ξεπούλησα ότι είχαμε και δεν είχαμε με τις δύο κορούλες αποβιβαστήκαμε στην Πέρθη όπου μας περίμεναν συμπατριώτες και φίλοι και στη συνέχεια στην Μελβούρνη μας καλοδέχτηκαν ο άντρας μου με πολλούς συγχωριανούς και φίλους μας
Στη συνέχεια μας πήγε στο σπίτι όπου το είχε νοικιάσει με άλλες δύο τρεις οικογένειες.
Νόμισα ότι είχα χάσει την ελευθερία μου και ζω με τόσο άγνωστο κόσμο. Αν και του είχα εμπιστοσύνη για αρκετό καιρό του τα έψελνα γιατί μας έφερε στο άγνωστο και μέσα σε αγνώστους.
Με τα παιδιά μου στην αρχή νομίσαμε ότι είχαμε χάσει την ελευθερία μας. και αυτός μου έλεγε: «Γυναίκα έχε μου εμπιστοσύνη και δεν θα πάρει πολύς καιρός θα σου αγοράσω σπίτι και θα είσαι μόνη σου νοικοκυρά, όπως και έγινε δεν άργησε να αγοράσουμε το δικό μας σπίτι το 1958 γιατί και εγώ είχα αρχίσει να εργάζομαι, οι κόρες μου πήγαιναν καλά στο σχολείο».
Σήμερα να είναι καλά τα παιδιά μου ήρθαν στο σπίτι μου να με θυμίσουν ότι είναι τα γενέθλιά μου και ότι γεννήθηκα το 1917. Τα ευχαριστώ πολύ και ο θεός να τους προστατεύει.
Να σας πω για την ζωή εδώ; Τα πρώτα χρόνια ήμασταν χαρούμενοι και για να κάνουμε και άλλους ευτυχισμένους φέραμε με προσκλήσεις πολλούς συγγενείς και φίλους, αλλά τώρα δεν ξέρουν αν ζω η που βρίσκομαι. Τους εύχομαι όλοι τους να είναι καλά και ο θεός να τους δίνει υγεία. Εμείς όλα αυτά τα χρόνια περάσαμε ωραία και αν κρίνω τα όσα γίνονται στην Ελλάδα μας είμαστε πολύ καλά εδώ και το χωριό μου και η Ελλάδα μας είναι πάντα μαζί μου.