Η Ελένη (όχι το πραγματικό της όνομα) μοίραζε τρόφιμα έξω από μια ελληνορθόδοξη εκκλησία πριν λίγο καιρό, όπως κάνει συχνά για να βοηθήσει Έλληνες της Μελβούρνης που έχουν ανάγκη.
Εκείνη την ώρα την πλησίασε μια γυναίκα που ζητούσε βοήθεια.
“Φαινόταν απελπισμένη”, είπε η Ελένη στον “Νέο Κόσμο”.
Η Ελένη είναι εθελόντρια στην PRONIA, την κορυφαία υπηρεσία παροχής φροντίδας στους ομογενείς της Βικτώριας, που εδρεύει στο Brunswick και στο Oakleigh.
Η PRONIA βοηθάει στην φροντίδα ηλικιωμένων, ανάπηρων, στον εθισμού στον τζόγο, στην ενδοοικογενειακή βία, μεταξύ άλλων.
Συχνά ακούμε και μεταδίδουμε ιστορίες για εκείνους στην παροικία μας που αποτελούν την επιτομή της “επιτυχίας των μεταναστών”, αλλά αυτή η αφήγηση πολύ συχνά αποκρύπτει τις δύσκολες στιγμές που περνάνε εκείνοι που δεν τα έχουν καταφέρει. Και είναι περισσότεροι απ’ ότι συνειδητοποιούμε.
“Πολλοί Έλληνες χρειάζονται βοήθεια και πολλοί την λαμβάνουν. Ζούμε σε μια χώρα που ενδιαφέρεται για την κοινωνία και πολλοί από εμάς είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε όσους αγωνίζονται”, δήλωσε η Ελένη.
Η Ελένη μίλησε στον “Νέο Κόσμο” για τη γυναίκα που την είχε πλησιάσει.
“Ήταν ανήσυχη και αγχωμένη και μιλούσε γρήγορα και ασυνάρτητα”.
“Προσπάθησα να την ηρεμήσω, καθώς ήθελα να καταλάβω πώς θα μπορούσα να βοηθήσω”.
Τη ρώτησε αν χρειαζόταν γεύματα και τρόφιμα. Χρειαζόταν.
Η ταραγμένη γυναίκα, ανύπαντρη μητέρα τριών παιδιών, υπέφερε από σοβαρή οικονομική πίεση και ετοιμαζόταν να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Και δεν είχε κανέναν στον οποίον να απευθυνθεί.
Δυστυχώς, αυτό είναι πιο συνηθισμένο από όσο θέλουμε να αναγνωρίσουμε. Πολλοί Ελληνοαυστραλοί υποφέρουν από οικονομικές πιέσεις που συχνά γίνονται ακόμη πιο έντονες λόγω προβλημάτων υγείας. Όσοι έχουν παιδιά, αισθάνονται την πίεση ακόμα περισσότερο.
Και οι δύο πήγαν να δουν έναν ιερέα, που ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο η ταλαιπωρημένη γυναίκα είχε έρθει στην εκκλησία.
“Αυτή η γυναίκα με συγκίνησε. Δεν έχω ιδέα γιατί, αλλά ήθελα να την ακολουθήσω”.
“Καθώς πήγαινε στο αυτοκίνητό της, τη σταμάτησα και τη ρώτησα αν πήρε τη βοήθεια που χρειαζόταν”.
Η γυναίκα είπε ότι ο ιερέας “ήταν πολύ απασχολημένος” και την είχε παραπέμψει σε άλλον. Η Ελένη τη ρώτησε: “Με εμπιστεύεσαι να μου δώσεις τον αριθμό του τηλεφώνου σου;”.
Μετά από ένα τηλεφώνημα για να δει πώς πάει, η Ελένη προσφέρθηκε να κάνει τα ψώνια της.
Από τότε, κάθε εβδομάδα, η Ελένη της πηγαίνει τρόφιμα. Άρχισαν να μιλούν και να γίνονται φίλοι.
Η Ελένη βοηθάει εδώ και καιρό τους πιο ευάλωτους της κοινότητάς μας. Στο παρελθόν είχε εργαστεί στη φροντίδα ηλικιωμένων στην Fronditha Care, όπου συνόδευε τους ανθρώπους σε ιατρικά ραντεβού, έκανε τις δουλειές του σπιτιού και τους έβγαζε για ψώνια και καφέ. Συχνά το μόνο που θέλουν, εξηγεί, είναι παρέα στη μοναξιά τους, μια φίλη, κάποιον να κάτσει και να συζητήσει μαζί τους.
“Τους γνώρισα καλά και με αγάπησαν. Κι εγώ τους αγάπησα”.
Ήταν κάτι που έκανε γιατί την γέμιζε. “Δεν το έβλεπα ως δουλειά και γνώρισα όμορφους ανθρώπους”.
Φαίνεται ότι η εστίαση στην επιτυχία και στην ανάδειξη των συμπατριωτών μας που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις προκλήσεις, μπορεί να κρύψει τη φτώχεια, τη μοναξιά, τα προβλήματα ψυχικής και σωματικής υγείας που εξακολουθούν να επηρεάζουν την παροικία μας.
Η ντροπή της φτώχειας είναι πιο έντονη στο περιβάλλον της κλειστής ελληνικής κοινωνίας της Αυστραλίας.
Η αφήγηση της μεταναστευτικής επιτυχίας πρωταγωνιστεί, και μαζί τα κουτσομπολιό, αποτρέπει εκείνους που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, να ζητήσουν βοήθεια.
Η Ελένη δεν ζητά την αναγνώριση, βοηθάει για την αγάπη. Είναι η ενσάρκωση του καλού Σαμαρείτη.
Όλοι μπορούμε να διαθέσουμε χρόνο και να βοηθήσουμε, ή τουλάχιστον να έχουμε επίγνωση των ανθρώπων της παροικίας μας που αγωνίζονται, έτσι ώστε να έρθουν πιο κοντά στην “αγκαλιά” της ελληνικής παροικίας.