Η Επισκοπή, το σημαντικότερο μνημείο της Σικίνου κι ένα από τα σπουδαιότερα του αρχιπελάγους, αποδόθηκε στο κοινό κατά τη διάρκεια τελετής παρουσία της προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, της υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνας Μενδώνη και του περιφερειάρχη Νοτίου Αιγαίου, Γιώργου Χατζημάρκου.

Πραγματοποιήθηκε επίσης η βράβευση του έργου αναστήλωσης του μνημείου από την Εφορεία Αρχαιοτήτων (ΕΦΑ) Κυκλάδων με το Βραβείο Ευρωπαϊκής Πολιτισμικής Κληρονομιάς/ Europa Nostra Award 2022.

Το μνημείο της Επισκοπής Σικίνου, ενός από τα μικρότερα νησιά των Κυκλάδων, είναι ένα μαυσωλείο των ρωμαϊκών χρόνων που ανοικοδομήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα σχεδόν ακέραιο λόγω της μετατροπής του σε βυζαντινό ναό με αδιάλειπτη χρήση.

Το αρχαίο οικοδόμημα συνδυάζεται με διαδοχικές επεμβάσεις κατά τον μεσαίωνα και τα νεότερα χρόνια, προσφέροντας ένα μοναδικό παλίμψηστο ιστορικών περιόδων που σπάνια διασώζεται σε άλλες περιπτώσεις αρχαίων μνημείων.

Η αρχαιολογική έρευνα που έλαβε χώρα κατά την αναστήλωση του μνημείου εμπλούτισε τις γνώσεις μας για τα ταφικά μνημεία της ρωμαϊκής περιόδου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και για τη βυζαντινή ναοδομία στις Κυκλάδες.

Κατά τις εργασίες αποκατάστασης της Επισκοπής αποκαλύφθηκαν πολύτιμα τεκμήρια του παρελθόντος, όπως επιγραφές και σπαράγματα ρωμαϊκών και βυζαντινών τοιχογραφιών, για τη διατήρηση των οποίων εγκαταστάθηκε σύστημα παρακολούθησης μικροκλίματος.

Το σημαντικότερο εύρημα ήταν η ερμητικά σφραγισμένη, ασύλητη ταφή μιας γυναίκας της ανώτερης τάξης, με το όνομα «Νεικώ», με ευρήματα που πρόδιδαν δεισιδαιμονίες και νεκροφοβικές αντιλήψεις.

Σοβαρά πληγωμένο από καταστροφικούς σεισμούς και ανθρώπινες παρεμβάσεις ανά τους αιώνες, το μνημείο εγκαταλείφθηκε τον 20ό αιώνα.

Τη μελέτη αποκατάστασης του μνημείου ανέλαβε το επιστημονικό προσωπικό της ΕΦΑ Κυκλάδων, εγχείρημα που υποστηρίχθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, καθώς και από το Ίδρυμα Α. & Μ. Μαρτίνου με τη χρηματοδότηση της στατικής και γεωτεχνικής μελέτης.

Το συνολικό έργο αποκατάστασης χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.

Ο Δημήτρης Αθανασούλης, διευθυντής της ΕΦΑ Κυκλάδων, που είχε την ιδέα της αποκατάστασης και ο οποίος, μαζί με το προσωπικό της Εφορείας, έφεραν σε πέρας ένα ιδιαίτερα απαιτητικό έργο σε ένα μνημείο το οποίο παρέμενε κλειστό επί δεκαετίες, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Ελένη Μάρκου.

«Τα τελευταία 60 χρόνια το μνημείο ήταν κλειστό λόγω ετοιμορροπίας με αποτέλεσμα όχι μόνο ένα σπουδαίο μνημείο να μην είναι προσιτό στο κοινό, αλλά και η κοινότητα της Σικίνου να έχει απολέσει το σημείο αναφοράς της, το έμβλημα της ταυτότητάς της. Τα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου δεν γίνονταν πια εκεί για σχεδόν 60 χρόνια! Για μένα το πιο σημαντικό είναι ότι η ΕΦΑ Κυκλάδων κατάφερε να αποδώσει σε ένα νησί της άγονης γραμμής ένα μνημείο με τεράστιο συμβολικό φορτίο για τους κατοίκους του», ανέφερε, μεταξύ άλλων.

Η κ. Μενδώνη επεσήμανε ότι «στην αποκατάσταση των μνημείων, εκτός από το να αποκαθιστούμε τη μορφή, την ύλη, το πνεύμα αυτών των μνημείων, συχνά ερχόμαστε μπροστά σε νέα επιστημονικά δεδομένα, τα οποία -όπως στην περίπτωση του τάφου της Νεικούς- αλλάζουν σε μεγάλο βαθμό τις γνώσεις μας για τον αρχαίο κόσμο. Ήρθα για πρώτη φορά στη Σίκινο όταν τελείωσα το πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο. Τότε μαθαίναμε ότι αυτό το μνημείο είναι Ναός του Απόλλωνα. Αυτή τη γνώση, την οποία είχαμε κατ’ εκτίμηση, έρχεται να διαψεύσει η επιστήμη μέσα από το έργο και να ταυτίσει πλέον, με τρόπο απολύτως τεκμηριωμένο, ότι το μνημείο δεν είναι ένας αρχαίος ναός, αλλά ένα μαυσωλείο αφιερωμένο στη Νεικώ, ένα μνημείο, το οποίο παραπέμπει στη Μικρά Ασία. Γιατί όλα αυτά και γιατί στη Σίκινο; Η Σίκινος είναι γνωστή στις αρχαίες πηγές ως μία άνυδρη νήσος των Κυκλάδων, που έδινε τη μικρότερη συμβολή στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Ξαφνικά εδώ έχουμε ένα τέτοιο μνημείο, γιατί η Σίκινος, ακριβώς επειδή ήταν φτωχή, χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ως τόπος εξορίας των πολιτικών τους αντιπάλων».

«Είναι προφανές ότι η Νεικώ, η ίδια πλούσια, και από γενιά σημαντική, βρίσκεται στη Σίκινο μαζί με την οικογένειά της ως εξόριστη, γιατί ο αυτοκράτορας τη στιγμή εκείνη τους θεωρούσε πολιτικούς αντιπάλους. Έτσι λοιπόν, έχουμε μία ώσμωση με την ιστορία, με τα ήθη από έναν χώρο που ήταν πολύ οικείος στους πλούσιους Ρωμαίους, τους εμπόρους, τη Μικρά Ασία. Όλο αυτό δείχνει πολύ απλά, τις τρεις λέξεις του Ελύτη: ‘Αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας’».

Η πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, κατά την ομιλία της. Φώτο: EUROKINISSI/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κατά τον χαιρετισμό της η κα Σακελλαροπούλου έκανε λόγο για «ένα μνημείο στο οποίο εγγράφονται επάλληλα στρώματα της ιστορίας του Ελληνισμού» και συνεχάρη τους συντελεστές αυτής της υποδειγματικής αποκατάστασης που τιμήθηκε με το βραβείο Ευρωπαϊκής Πολιτισμικής Κληρονομιάς, Europa Nostra 2022.

«Με μεγάλη χαρά βρίσκομαι στη μέση του Αιγαίου, στον αμόλυντο τόπο της Σικίνου, μπροστά σ’ αυτό το εξαιρετικό, υποδειγματικό έργο αναστήλωσης και αποκατάστασης. Σ’ ένα από τα πιο όμορφα κυκλαδονήσια μας, ‘σπόνδυλο κάποιανου Δία’, όπως έγραψε στο ‘Αξιον Εστί ο Οδυσσέας Ελύτης, και μαζί παιδί της Παναγιάς που το ‘κρατάει στην ποδιά της’, όπως και τα άλλα θαλασσοπερίβλητα αδέλφια του. Μπροστά σ’ ένα μνημείο όπως η Επισκοπή, οι στίχοι αυτοί αποκτούν κυριολεκτικό περιεχόμενο …  ο ναός της Επισκοπής είναι ένας πυκνωτής ιστορικού φορτίου. Ένα ρωμαϊκό μαυσωλείο, το οποίο μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό μετά τρούλου στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, αργότερα, κατά τον Μεσαίωνα δέχτηκε υποστηλωτικές επεμβάσεις και παρέμεινε σε χρήση ως εκκλησία μέχρι και πριν από εξήντα χρόνια. Ένα μνημείο στο οποίο εγγράφονται επάλληλα στρώματα της ιστορίας του Ελληνισμού».

«Μαθαίνουμε ότι ο ανώνυμος κυκλαδίτης μάστορας, που ανέλαβε τη μετατροπή του μαυσωλείου σε εκκλησιά, δεν διατήρησε μόνο το ναόμορφο κτίσμα της ρωμαϊκής περιόδου αλλά και το αναστήλωσε ανατοποθετώντας ακόμα και τμήματα του αρχαίου θριγκού στη θέση τους. Σε μια πρώτη, βιαστική αποτίμηση, τείνει κανείς να σκεφτεί ότι αυτή η σύνθεση ήταν προϊόν της ανάγκης, ή ακόμα και κατασκευαστική ευκολία. Αλλά δεν είναι έτσι. Είναι αποτέλεσμα της επιθυμίας να συνδεθεί το βυζαντινό παρόν με το αρχαίο παρελθόν. Να μνημειωθεί η συνέχεια. Και έτσι να φωτιστεί η μυστηριακή και δυσερμήνευτη λειτουργία του ιερού ως θεμελιώδους ανθρώπινου βιώματος, που εκφράστηκε με διάφορες μορφές στη μακρά, αδιάσπαστη πορεία του Ελληνικού πολιτισμού».