Ήταν 2 Σεπτεμβρίου του 2021 όταν ο μέγιστος Μίκης Θεοδωράκης άφησε την τελευταία του πνοή. Θρήνος για τον Ελληνισμό απανταχού και τους λάτρεις του έργου του ανά τον Κόσμο.

Πέρασε ένας χρόνος από τότε που «έφυγε» ο άνθρωπος που συνδέθηκε με τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της, ο αστείρευτος μουσικοσυνθέτης και ακατάβλητος αγωνιστής.

Ο Μίκης Θεοδωράκης απεβίωσε σε ηλικία 96 ετών. «Κίνησε» για τη συνοικία των αγγέλων αφήνοντας πίσω του ανεκτίμητη παρακαταθήκη.

Έχει γράψει όλων των ειδών μουσικής, από όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα και χορωδιακή εκκλησιαστική, έως μουσική για αρχαίο δράμα, θέατρο, κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι και μετασυμφωνικά έργα.

Το έργο του μπορεί να διακριθεί σε τρεις κύριες περιόδους: Στην πρώτη περίοδο (1937-1960) συνθέτει έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου σύμφωνα με δυτικοευρωπαϊκές μορφές και σύγχρονες τεχνικές, στη δεύτερη περίοδο (1960-1980) επιχειρεί σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με λαϊκά όργανα και δημιουργεί νέες φόρμες με βάση τη φωνή, ενώ από το 1981 επιστρέφει στις συμφωνικές μορφές και ασχολείται με την όπερα.

Η μελοποίηση ποιημάτων έχει θεωρηθεί ως ο «κεντρικός πυλώνας της δημιουργικότητάς του», όπως έχει πει η ερμηνεύτρια Νένα Βενετσάνου.

Εκεί οι ποιητές παρελαύνουν: Άγγελος Σικελιανός, Ανδρέας Κάλβος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Μανόλης Αναγνωστάκης, αλλά και Πάμπλο Νερούδα, Λόρκα, Μπέρναρντ Μπίαμ. Οι στίχοι τους γίνονται έτσι προσιτοί στο ευρύ κοινό, πλαισιώνοντας λαϊκά τραγούδια που θέτουν θεμελιώδεις αξίες και σταθερές στη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία.

Ο ίδιος εξάλλου, όταν ήταν κρατούμενος στις φυλακές Ωρωπού, έγραφε: «Εν αρχή ήν ο λόγος….η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία είναι να υπηρετήσω πιστά τη νεοελληνική κυρίως ποίηση. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακούγοντας ένα τραγούδι, να μη μπορείς να φανταστείς τη μουσική σε άλλο κείμενο, ούτε όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική».

Ο Μίκης Θεοδωράκης ουσιαστικά δημιούργησε το κίνημα της Μελοποιημένης Ποίησης, συμβάλλοντας στην ανάδυση μιας πλειάδας ποιητών και στην αναβάθμιση του τραγουδιού. Συγχρόνως, βοήθησε μια ολόκληρη γενιά να αποκτήσει τον δικό της λόγο.

Η φήμη του ξεπέρασε από νωρίς τα σύνορα της Ελλάδας. Συνέθεσε τον πιο αναγνωρίσιμο, ίσως, ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι από την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς» (1964), ενώ τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από διάσημους καλλιτέχνες, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και η Εντίθ Πιάφ.

Επένδυσε μουσικά γνωστές ταινίες, όπως το «Ζ» (1969), που τιμήθηκε με το βραβείο BAFTA πρωτότυπης μουσικής, η «Φαίδρα» (1962), με τραγούδια σε στίχους Νίκου Γκάτσου και «Σέρπικο» (1973), για τη μουσική της οποίας ήταν υποψήφιος για Grammy το 1975 (το ίδιο βραβείο διεκδίκησε και για τη μουσική του «Αλέξη Ζορμπά» το 1966).

Παράλληλα, από πολύ νέος ανέπτυξε πλούσια αντιστασιακή και πολιτική δράση, ενώ με ποικίλες παρεμβάσεις, βιβλία και συνεντεύξεις παρέμεινε ενεργός ως το τέλος της ζωής του.

Ο Μίκης Θεοδωράκης βρέθηκε κοντά στον Ελληνισμό της Αυστραλίας είτε με συναυλίες του, είτε με δηλώσεις και έμμεση βοήθεια στους αγώνες του, όπως στην κινητοποίηση για την ανατροπή της Χούντας στην Ελλάδα.

Το Μάρτιο του 1968, ως εκπρόσωπος της Επιτροπής Αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (ΕΑΔΕ) συναντήθηκε με τον Αυστραλό νομικό Φρανκ Γκάλμπαλι, πετυχαίνοντας τη στήριξή του στον αντιχουντικό αγώνα της Ομογένειας.

Την Αυστραλία επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Μάρτιο του 1972 για σειρά συναυλιών μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή, που άφησαν εποχή.

Το 1995 βρέθηκε κοντά μας και πάλι για σειρά συναυλιών με χορηγία της τότε αυστραλιανής κυβέρνησης. Πολλά μέλη της Κοινότητά μας είχαν συνδεθεί με τις επισκέψεις του στην Αυστραλία.