Μικρό απόσπασμα από κοσμική στήλη μεγάλης κυριακάτικης εφημερίδας των Αθηνών. Αντιγράφω:
«Μεγιστάνες του πλούτου, εστεμμένοι, jet setters και λιγοστοί έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες και εφοπλιστές έχουν ήδη εξασφαλίσει δωμάτια και σουίτες με θέα τις υπέροχες Γαλλικές Άλπεις. Τα reservations γίνονταν όταν ακόμα το ξενοδοχείο ήταν… στα μπετά.

Έστω αν και σε εποχές έντονης οικονομικής κρίσης οι τιμές μοιάζουν εξωπραγματικές. Μια exclusive σουίτα στο “L’ Apogee” στοιχίζει από πέντε ως πεντέμισι χιλιάδες ευρώ την ημέρα. Ο [μεγαλοβιομήχανος] κ. Δελμούζος-Κασσανδρής θεωρεί ότι έπειτα από μακροχρόνιες διαμονές στα “L’ Hôtel de Charme Les Airelles” και “Cheval Blanc” πρέπει να απολαύσει την απόλυτη χλιδή του νέου και πλέον επιθυμητού χώρου φιλοξενίας στον πλανήτη. Ξαφνικά η τηλεφωνική συσκευή σε σχήμα διαμαντένιας νεκροκεφαλής που δημιούργησε ειδικά για τον golden heir ο σπουδαίος εικαστικός Damien Hirst αρχίζει να χτυπάει δαιμονισμένα. Λίγα μόλις λεπτά αργότερα ένα φωτεινό χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη του κ. Δελμούζου-Κασσανδρή. Μια σουίτα και ένα μόνιμο “σκαμπό” στο exceptional caviar bar του “L’ Apogee Courchevel” τον περιμένουν…» (Σίβυλλα, «Το Βήμα της Κυριακής», 10.11.2013)

Εν συνεχεία αντιπαραθέτω το εξής αδημοσίευτο κείμενο:
«Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013. Οδός Σταδίου. Γύρω στις 4.00 μ.μ.. Μπλάβος, καταθλιπτικός ουρανός. Σε αναντιστοιχία με αυτόν του Ελύτη. Ψιλοβρόχι και κρύο. Όχι. Ούτε παραμονή Πρωτοχρονιάς είναι, ούτε τον ήρωα του διηγήματος «Οδός Σταδίου, παραμονή Πρωτοχρονιάς» υποδύομαι. Απλούστατα περιμένω καρτερικά το τρόλεϊ για το σπίτι μου. Κι όσο ψυχανεμίζομαι ότι δεν θα περάσει (εξαιτίας μιας ακόμα ξαφνικής απεργίας, όπως είναι πια το καθημερινό “μενού” σ’ αυτή τη άμοιρη πόλη) τόσο περισσότερο απελπίζομαι. Αγανακτισμένοι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου δίπλα μου, βαρυγκομούν, αναθεματίζουν και μουρμουρίζουν ακατάληπτα σαν σε παραμιλητό. Αβοήθητοι, απελπισμένοι. Τη διαπίστωση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει πάραυτα (κι εντελώς απροσδόκητα) το εξής περιστατικό που ξεδιπλώνεται τώρα μπροστά μου – σαν σε έργο του Ιονέσκο εν τω γίγνεσθαι. Όχι. Δεν ήταν κανένα «άλογο στη Σταδίου!» σαν εκείνο του διηγήματος του Σαμαράκη (στη συλλογή «Το διαβατήριο»), αλλά κάτι πολύ πιο παράδοξο, ασύλληπτο. Κι, ωστόσο, καθ’ όλα σπαρταριστά αυθεντικό… Ακριβώς απέναντί μου (γωνία Σταδίου και πεζόδρομου Κοραή, μπροστά απ’ το επιβλητικό κτίριο της Τράπεζας Πειραιώς) εξελίσσεται η εξής απίστευτη σκηνή:

Ένας ρακένδυτος κι εξαθλιωμένος άστεγος άνδρας (απροσδιορίστου ηλικίας) που ξεπροβάλλει σαν εφιαλτική φιγούρα-φάντασμα, λες μέσα απ’ τις σελίδες του Καρόλου Ντίκενς, έχει πέσει καταγής στο πεζοδρόμιο. Λες κι έχει καταληφθεί από σπασμούς, χτυπιέται και σπαρταρά σαν λαβωμένος σκύλος ουρλιάζοντας: «Πεινάωωω!… Κρυώνωωω!… Πεινάωωω!… Κρυώνωωω!…» για αρκετή ώρα. Σύντομα τον πλησιάζουν δυο-τρεις αστυνομικοί που από ώρα βρίσκονται ήδη σ’ εκείνο το σημείο με το σταθευμένο περιπολικό τους. Του μιλούν για λίγο. Προφανώς κάτι τους ζητά επειγόντως ή του ζητούν αυτοί, ή και τα δυο. Η συζήτηση μένει ατελέσφορη. Εξ ου και τον εγκαταλείπουν στο έλεος της μοίρας του σαν παιδί ενός κατώτερου Θεού. Κατόπιν απομακρύνονται λίγο παρέκει για να κάνουν τσιγάρο, αφού πρώτα σχηματίζουν πηγαδάκι δίπλα στο περιπολικό.

Μένω εμβρόντητος. Δεν φτάνει που οι εν λόγω κακοί Σαμαρίτες δεν προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια σ’ αυτό το ανθρώπινο ερείπιο – ίσως επειδή τον βλέπουν σαν «κουρέλι» του δρόμου, ανάξιο οποιαδήποτε αρωγής (μεταφέροντάς τον κάπου για ένα ζεστό ρόφημα, ένα σάντουιτς, ένα ζεστό ρούχο, κάποια περίθαλψη), τώρα, για να σπάσουν ίσως την ανία τους, επιδίδονται σε καλαμπούρια και γέλια. Αμέριμνα κι ανάλγητα. Σα να μη συμβαίνει απολύτως τίποτα!..

 Στο μεταξύ, ο απόβλητος-κολασμένος του δράματος, αφού συνεχίζει για λίγο ακόμη τις σπαρακτικές οιμωγές κι εκκλήσεις SOS, τελικά αποκάμνει εξαντλημένος. Δεν περιμένει τίποτα και από κανέναν πλέον. Γι’ αυτό, ολομόναχος και αβοήθητος, αποτραβιέται σε μια γωνία του κτιρίου για να ξαπλώσει την αξιοθρήνητη ύπαρξή του. Εκεί –περιφρονημένος, νηστικός, ξεπαγιασμένος, βρώμικος, ανεπιθύμητος– κουλουριάζεται σαν δαρμένος σκύλος κάτω απ’ το στέγαστρο. Αγκαλιάζει με τα δυο χέρια το λιπόσαρκο κορμί του, προσπαθώντας να ζεσταθεί μες στα ελεεινά κουρέλια του – όντας ράκος ο ίδιος.

 «Χειμωνιάζει επιτέλους, ε…» λέει ο ταξιτζής καθώς με πάει σπίτι. Μολονότι όμως δεν έχει αγριέψει ακόμα ο χειμώνας, μου ’ρχονται αυθόρμητα στη μνήμη οι τόσο επίκαιροι στίχοι του Παλαμά: «Χειμώνας άγριος. Κ’ η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου. / Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου» (Απ’ τις προσωπικές ημερολογιακές σημειώσεις του υποφαινόμενου).

Υ.Γ.: Πρώτον, διαπορώ που σε εποχές ανθρωπιστικής κρίσης, κάποια (σοβαρά;) έντυπα διαθέτουν ακόμη στήλες για την κοσμική ζωή (των πλουσίων και διασήμων – που θυμίζουν Τιτανικό…), αδιαφορώντας για το αν προκαλούν ή εμπαίζουν το κοινό αίσθημα ή την κοινή λογική. Δεύτερον, απουσία αντίστοιχων στηλών στον ελλαδικό Τύπο για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους, αντιπαραθέτω ως αντιστάθμισμα το δεύτερο απόσπασμα (απ’ το προσωπικό μου ημερολόγιο) προς γνώσιν και συμμόρφωσιν κάποιων. Ίσως…