Δύο γνωματεύσεις κορυφαίων καθηγητών Διεθνούς Δικαίου επί του θέματος της κυριαρχίας είχε ζητήσει η κυβέρνηση του προέδρου κ. Ν. Αναστασιάδη προτού αποφασίσει να προχωρήσει στην οριστικοποίηση του Κοινού Ανακοινωθέντος για το Κυπριακό. Σύμφωνα με τις γνωματεύσεις αυτές, οι οποίες βρίσκονται στη διάθεση του «Βήματος», απορρίπτεται από νομικής σκοπιάς η κριτική περί εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας, καθώς και περί κατάργησης της συνέχειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία έχει διατυπωθεί από διάφορες πλευρές.
Οι γνωματεύσεις ζητήθηκαν από τον (γνωστό για τη συνεργασία του και με τις ελληνικές αρχές) Τζέιμς Κρόφορντ, καθηγητή Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, και τον Βόγκαν Λόου, καθηγητή Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Τα μείζονα ζητήματα που απασχόλησαν τη Λευκωσία στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για το Κοινό Ανακοινωθέν και στα οποία τόσο ο Πρόεδρος Αναστασιάδης όσο και οι συνεργάτες του ήθελαν την υψηλότερη δυνατή διασφάλιση αφορούσαν κυρίως τα εξής:
α) Αν από το κείμενο του Κοινού Ανακοινωθέντος θα μπορούσε να προκύψει ότι μια επανενωμένη Κύπρος δεν θα αποτελεί μετεξέλιξη του σημερινού κράτους, αλλά ένα εντελώς νέο κράτος (σ.σ.: πρόκειται για αυτό που η τουρκοκυπριακή πλευρά ονομάζει «παρθενογένεση»).
β) Αν η αναφορά ότι η κυριαρχία «πηγάζει εξίσου από τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους» είναι προβληματική και
γ) αν στο σύνολό του το Κοινό Ανακοινωθέν ικανοποιεί τις απαιτήσεις ενός ενιαίου κράτους (τόσο από απόψεως Διεθνούς Δικαίου όσο και γενικότερα).
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ
Ο καθηγητής Κρόφορντ απαντά κατηγορηματικά ότι το Κοινό Ανακοινωθέν δεν θα έχει αρνητικές συνέπειες σε ό,τι αφορά «τη συνέχεια (continuity) του κράτους της Κύπρου ως μέλους των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Αυτό σημαίνει ότι η Κύπρος, ακόμη και μετά την εσωτερική της αναμόρφωση, θα διατηρήσει μια ενιαία ιθαγένεια και μια ενιαία νομική προσωπικότητα. Άλλωστε, η de facto διχοτόμηση που προέκυψε μετά το 1974 δεν οδήγησε σε δημιουργία χωριστού κράτους στον Βορρά.
Φυσικά, η επανένωση της Κύπρου απαιτεί τη συναίνεση και των δύο κοινοτήτων του νησιού. Αυτό που θα αλλάξει, σύμφωνα με τον καθηγητή του Κέιμπριτζ, είναι οι συνταγματικές διευθετήσεις. Καθώς, όμως, αυτές θα λάβουν χώρα εντός του πλαισίου της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα «βάσει των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των συμφωνιών υψηλού επιπέδου», αναγνωρίζεται το σημερινό «ενιαίο κράτος της Κύπρου». Και τούτο διασφαλίζεται περαιτέρω από την απαγόρευση της ένωσης «ολόκληρης ή μέρους της ομοσπονδίας με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οποιασδήποτε μορφής διχοτόμηση ή απόσχιση».
Για το ίδιο ζήτημα, ο καθηγητής Λόου εκτιμά κατ’ αρχήν ότι σε κανένα σημείο στο Κοινό Ανακοινωθέν δεν γίνεται αναφορά σε διαπραγματεύσεις μεταξύ κρατών, αλλά μεταξύ κοινοτήτων, όπερ σημαίνει ότι αυτό συνιστά «μια εσωτερική πολιτική διαδικασία» και δεν υπονοείται πουθενά η ύπαρξη δύο κυρίαρχων κρατών στο νησί. Ακόμη και η χρήση του πεζού γράμματος «s» για την περιγραφή των συνιστώντων κρατιδίων (states) της ομοσπονδίας δείχνει ότι αυτά δεν διαθέτουν «ανεξάρτητη νομική προσωπικότητα», από απόψεως Διεθνούς Δικαίου, ούτε σήμερα ούτε υπό το νέο σύνταγμα που θα διαμορφωθεί.
«ΕΚΠΗΓΑΖΕΙ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ»
Στο θέμα της πηγής της κυριαρχίας, εκτιμάται ότι αυτό δεν προσφέρει κάποια ιδιαίτερη μορφή κυριαρχίας στα συνιστώντα κρατίδια μιας μελλοντικής ομοσπονδίας. «Η κυριαρχία ενυπάρχει σε ένα ενιαίο κράτος και δεν υπάρχει τίποτε το παράξενο στο λεκτικό “εκπηγάζει από κοινού” από Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους», αναφέρει στη γνωμάτευσή του ο κ. Κρόφορντ. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο κ. Λόου, υπογραμμίζοντας ότι η απαγόρευση ένωσης με τρίτο κράτος, της διχοτόμησης ή της απόσχισης λειτουργεί ενισχυτικά στο σημείο αυτό.
Τέλος, ο κ. Κρόφορντ συμπεραίνει ότι «η δευτερεύουσα ιθαγένεια των συνιστώντων κρατιδίων ενός ομοσπονδιακού κράτους δεν είναι καθόλου ασυνήθης στην πράξη», ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που αυτή, όπως αναφέρεται στο Κοινό Ανακοινωθέν, «θα συμπληρώνει και δεν θα υποκαθιστά την ενιαία ιθαγένεια».
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Όταν τον περασμένο Σεπτέμβριο ξεκινούσε η διελκυστίνδα του Κοινού Ανακοινωθέντος, ουδείς θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα καταλήξει να απαιτούνται συνολικά 48 (!) προσχέδια τα οποία αντηλλάγησαν μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων – άλλοτε απευθείας και άλλοτε μέσω τρίτων. Και σύμφωνα με ανθρώπους κοντά στη διαπραγμάτευση από την ελληνοκυπριακή πλευρά, «το πρώτο κείμενο που μας έδωσε ο Ερογλου ήταν κάτι το απίθανο!». Αυτό έγειρε την πλάστιγγα προς την ανάγκη να υπάρξει ένα κοινό ανακοινωθέν με σαφείς αναφορές σε μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα.
Ήδη από το διάστημα Ιουνίου-Ιουλίου, πάντως, όταν το πρώτο κύμα της οικονομικής κρίσης και του σοκ της απόφασης της 17ης Μαρτίου 2013 που άνοιξε τον δρόμο για το κούρεμα των κυπριακών καταθέσεων είχε αρχίσει να σπάει, ο κ. Αναστασιάδης ξεκίνησε να στέλνει μηνύματα σε όλους τους εμπλεκομένους ότι η Λευκωσία είναι έτοιμη να διαπραγματευθεί. Τόνισε, μάλιστα, δύο σημεία.
Πρώτον, ότι θα πρέπει να υπάρξει άμεσος δίαυλος επικοινωνίας Λευκωσίας-Άγκυρας. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι Τουρκοκύπριοι ζήτησαν, για λόγους ισορροπίας, να υπάρξει και ανάλογος δικός τους δίαυλος με την Αθήνα. Έτσι προέκυψαν οι «χιαστί συναντήσεις» των διαπραγματευτών των δύο πλευρών που αναμένεται να ξεκινήσουν στο τέλος Φεβρουαρίου.
Δεύτερον, ότι θα πρέπει να αποχωρήσει ο Αλεξάντερ Ντάουνερ. Ο Αυστραλός, πλέον πρώην ειδικός απεσταλμένος του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, είχε χαρακτηριστεί persona non grata, τόσο λόγω της απροκάλυπτα φιλοτουρκικής στάσης του όσο και εξαιτίας της διαρροής του εγγράφου του για τις συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί επί των συνομιλιών Χριστόφια – Ταλάτ.
Η ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ
Όπως φαίνεται, μάλιστα, ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν ίσως να μη διορίσει άλλον απεσταλμένο, αν και είναι νωρίς για κάτι τέτοιο. Άλλωστε, αυτή τη στιγμή το παιχνίδι θα το κάνουν οι Αμερικανοί – από διάφορες θέσεις. Και στα Ηνωμένα Έθνη, ο άνθρωπος-κλειδί φαίνεται ότι θα είναι ο Τζέφρι Φέλτμαν, αναπληρωτής γενικός γραμματέας για πολιτικές υποθέσεις και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την Εγγύς Ανατολή.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η Λευκωσία επεδίωξε την ενεργό ανάμειξη των Αμερικανών, ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία, αλλά και της ΕΕ. Η αναβάθμιση του κοινοτικού ρόλου σχετίζεται με το κοινοτικό κεκτημένο, αν και οι Βρυξέλλες έχουν δείξει ότι είναι ευέλικτες στο σημείο αυτό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζονται όμως, ίσως για πρώτη φορά μετά το 1978 και το Αμερικανο-βρετανο-καναδικό Σχέδιο (ABC Plan), να κινούν τη διπλωματική μπαγκέτα από την πρώτη γραμμή.
Μάλιστα, σήμερα, όπως και τότε, υπάρχει στη μεγάλη εικόνα το θέμα της επιστροφής των Βαρωσίων ως ένα μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) που θα μπορούσε να πείσει την ελληνοκυπριακή πλευρά για τις τουρκικές προθέσεις. Φυσικά, η επιστροφή των Βαρωσίων, για την οποία εκτιμούν ότι ίσως υπάρξει και παρέμβαση του αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν – μετά και την πρόσφατη δήλωση του Λευκού Οίκου για το Κυπριακό – δεν θα έρθει αμέσως. Λογικά, θα καταρτιστεί κάποιο είδος «οδικού χάρτη». Ιδέες υπάρχουν πολλές για την αναζωογόνηση της πόλης-φάντασμα, οι οποίες θα τόνωναν και την κυπριακή οικονομία.