Ο ενεργειακός γίγαντας AGL ανακοίνωσε ότι θα τερματίσει τη λειτουργία του εργοστασίου Loy Yang A στην Latrobe Valley της Βικτώριας, έως 10 χρόνια νωρίτερα από το προγραμματισμένο, θέτοντας ως νέο στόχο το τέλος του οικονομικού έτους 2035.

Η εταιρία ανέφερε ακόμη ότι ο στόχος για τον τερματισμό της λειτουργίας του Bayswater, που επίσης παράγει ενέργεια με άνθρακα, στην Hunter Valley της Νέας Νότιας Ουαλίας, παραμένει μεταξύ 2030-2033.

Το Loy Yang A είναι ένα από τα νεότερα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας με άνθρακα και παράγει 2.210 megawatts (MW) ηλεκτρικής ενέργειας, σχεδόν το 30% του συνόλου στη Βικτώρια.

Αρχικά προγραμματιζόταν να κλείσει έως το 2048, αλλά τον περασμένο Φεβρουάριο, η AGL έκανε γνωστό ότι θα σταματήσει να χρησιμοποιεί άνθρακα μεταξύ 2040-2045.

Η νέα ημερομηνία καταδεικνύει πως ο στόχος της εταιρίας έχει μετατεθεί εκ νέου «εμπρός».

Σε δήλωσή του πως το Χρηματιστήριο, ο μεταβατικός διευθύνων σύμβουλος, Damien Nicks, επεσήμανε ότι η προγραμματισμός για κλείσιμο του Loy Yang A ακόμη νωρίτερα αντιπροσωπεύει «ένα σημαντικό βήμα στο ταξίδι της Αυστραλίας προς την απεξάρτηση από τον άνθρακα».

«Ο τερματισμός λειτουργίας του εργοστασίου ενέργειας Loy Yang A θα αποτρέψει 200 εκατ. τόνους εκπομπών αερίων που επηρεάζουν την ατμόσφαιρα, σε σχέση με το αν έκλεινε αργότερα».

«Το χαρτοφυλάκιο της AGL στο μέλλον θα ‘καθορίζεται από τη ζήτηση’ κάτι που σημαίνει ότι θα επικεντρωθούμε σε παραγωγή αυτών που οι πελάτες μας χρειάζονται, με το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής να προέρχεται από τον άνεμο και αποθήκευση (ενέργειας), όπως μπαταρίες».

Η ομοσπονδιακή υπουργός Περιβάλλοντος, Tanya Plibersek, ανέφερε ότι η κίνηση της AGL να κλείσει το εργοστάσιο αυτό νωρίτερα, αντανακλά τις αλλαγές στην ενεργειακή αγορά της Αυστραλίας.

«Ο λόγος που αυτό συμβαίνει είναι επειδή η πιο φτηνή ενέργεια στην Αυστραλία και διεθνώς, πλέον, είναι η ανανεώσιμη ενέργεια», σχολίασε.

«Αυτή η κίνηση αποτελεί έκπληξη για πολλούς ανθρώπους και η πρώτη έννοια της πολιτειακής και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι να παρέχουμε όλη την υποστήριξη που μπορούμε στο εργατικό δυναμικό που επηρεάζεται (από την απόφαση αυτή)».

Η υπουργός Ενέργειας της Βικτώριας, Lily D’Ambrosio, δήλωσε ότι η κυβέρνηση της Πολιτείας, θα συνεργαστεί με την AGL να βοηθήσει τους εργαζόμενους που επηρεάζονται … με επανεκπαίδευση, επανειδίκευση και νέες εργασιακές ευκαιρίες».

«Πρόκειται για εργατικό δυναμικό και οικογένειες που υποστήριξαν τη βιομηχανία ενέργειας που έχουμε για δεκαετίες και δεκαετίες και είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε ένα πραγματικά λαμπρό μέλλον γι’ αυτούς, τις οικογένειες και τις κοινότητες τους».

Ο διευθύνων σύμβουλος της Greenpeace Australia Pacific, David Ritter, καλωσόρισε επίσης την κίνηση αυτή, σημειώνοντας ότι η χώρα προχωρά «με ταχύτητα φωτός» προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

«Πρόκειται για μία αλλαγή που θα κάνει πραγματική διαφορά στο Κλίμα», πρόσθεσε.

Από τα τέλη του 2021, η AGL, έκανε γνωστά τα σχέδιά της για απεξάρτηση από τον άνθρακα και το φυσικό αέριο, με «στροφή» προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Η εταιρία προσέφερε «εθελούσια έξοδο» για τους εργαζόμενους σε εργοστάσια σε Βικτώρια, Ν.Ν.Ο. και Νότια Αυστραλία.

Ο διευθυντής του Victorian Energy Policy Centre, Bruce Mountain, είπε ότι το κλείσιμο του Loy Yang A θα έχει ως συνέπεια περί τους 600 ανθρώπους να χάσουν τη δουλειά τους.

«Αυτοί που είναι υπέρ της μετάβασης σε ‘πράσινους’ πόρους θα πανηγυρίζουν, αλλά σκέφτομαι κάποιους από τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο, οι οποίοι δε θα έχουν την ευκαιρία μετάβασης και θα ανησυχούν για τις συνέπειες».

Η ανακοίνωση της AGL έρχεται σε ένα χρονικό σημείο, που δύο μελέτες καταδεικνύουν ότι η οικονομικά προσιτή ενέργεια αποτελεί μία σημαντική πρόκληση καθώς η Αυστραλία «στρίβει» προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Η μία μελέτη, του Australian Energy Regulator (AER) προειδοποιεί ότι ο υψηλός πληθωρισμός και το αυξανόμενο κόστος για επενδύσεις σε δίκτυα μπορεί να σημαίνει επιπλέον επιβάρυνση στις τιμές για την ενέργεια -παραγωγή και κατανάλωση- βραχυπρόθεσμα.

Την ίδια ώρα η μελέτη του National Energy Market (NEM), επεσήμανε ότι η καλύτερη στρατηγική για τη βελτίωση ως προς το πόσο προσιτή είναι η ενέργεια είναι «μαζικές φυσικές επενδύσεις και συντονισμένη μεταρρύθμιση της πολιτικής, με συγκεκριμένο στόχο».