Διάβαζα τα σοφά λόγια του ποιητή.
«Δεν κατάλαβα ποτέ μου, αυτούς, τους φιλόδοξους, τους πλεονέκτες. Πιστεύω πως τον απλό άνθρωπο, τον ανταμείβει ο … ίδιος του ο εαυτός.
Τι ωραιότερο από το να σου χαρίσει η τύχη σου την ευτυχία να δουλέψεις καλά και να γεράσεις όμορφα με τη σύντροφό σου. Να είσαι τυχερός να μην πεινάσει η… καρδιά σου για χλιδή και δόξα.

Χθεσινοί μικροί έμποροι, βιοπαλαιστές, με την σύνταξή τους, αποτραβηγμένοι στην άκρη της μικρής πόλης, κοντά στους αγρούς, δείχνουν μια εικόνα κατάλληλη για στίχους ποιητή.

Κοίταξε την κωνική οροφή αυτού του σπιτιού. Πρόσεξες τον σιδερένιο ανεμοδείκτη που καμαρώνει γαντζωμένος στην άκρη της;
Τα τριαντάφυλλα ευωδιάζουν στο μικρό κηπάκι. Τα σιδερένια στολίδια του πηγαδιού το ομορφαίνουν. Κι’ αυτό, λες και το ξέρει, καμαρώνει ακουμπισμένο εκεί στην άκρη της αυλής. Τρία σκαλοπάτια για να ανέβεις στο φτωχικό αρχοντικό και το πλάτωμα με τα όμορφα πλακάκια του, ακουμπάει στη φιλόξενη εξώπορτα.
Το μικρό σκυλάκι, που δεν είναι από ράτσα, αγνοώντας τον ήλιο του μεσημεριού, κοιμάται στο κατώφλι.

Να και το αφεντικό με το παλιό το ψάθινο καπέλο. Φορεί τα άσπρα του τα ρούχα, λες κι’ έτοιμος είναι για επίσκεψη σε φιλικό του σπίτι. Το ψαλίδι που κόβει τα μικρά κλαδιά βγαίνει από τη τσέπη του. Περπατώντας με τον δικό του τρόπο, μέσα στο λουλουδιασμένο μικρό διάδρομο της αυλής, κάπου-κάπου σταματά σε κάποια τριανταφυλλιά, κάτι κλαδεύει ή την απαλλάσσει από κάποιον γυμνοσάλιαγκα.

Μια εικόνα ανθρώπων απλή. Κάτω από το δέντρο, στη σκιά, μια ήρεμη, γλυκιά ηλικιωμένη κυρία, πλέκει. Η γάτα, χωρίς να προσέχει κανέναν, παίζει με το κουβάρι του μαλλιού. Στη κρεβατίνα που είναι φτιαγμένη από στεφάνια βαρελιού είναι σκαρφαλωμένη η κληματαριά και καμαρώνει. Κοντά στην κυρία με τ’ ασημόλευκα μαλλιά, χασκογελούν και φλυαρούν δύο-τρια σπουργιτάκια. Απ’ τη μισάνοιχτη την πόρτα του βολικού σπιτιού, μπορείς να ξεχωρίσεις το μεγάλο δωμάτιο που είναι αυτό το της υποδοχής που λέμε. Επιπλωμένο με την παλιά τη μόδα και, χωρίς να θέλεις, κάποιες μικρολεπτομέρειες παρατηρείς. Στο τοίχο καρφωμένο ένα ρολόι σκαλιστό. Επάνω του, με τα αδρά χαρακτηριστικά του, ξυλόγλυπτος, ο Ναπολέων καμαρώνει. Τα έπιπλα του σαλονιού παλιά. Στα «μπράτσα» της πολυθρόνας και του καναπέ καθώς και στην «πλάτη» κάθε καρέκλας, είναι περίτεχνα σκαλισμένη η Σφίγγα. Μη γελάς. Δικαιούμεθα και εμείς μια κάποια άνεση και κάποια πολυτέλεια, δεν είναι έτσι;

Είναι ευτυχισμένοι σήμερα οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτό το σπίτι και σχεδόν σίγουροι για το… απλό αύριο. Σ’ αυτό το σπίτι, στην άκρη του δρόμου, που ξεχωρίζει για την απλότητά του και το προσέχεις, ζουν άνθρωποι απλοί. Άνθρωποι καθώς πρέπει που συνέχισαν αυτό που κουβάλησαν από τα σπίτια τους και αυτό το ίδιο μετέδωσαν στα παιδιά τους. Να μη φθονούν τους γύρω τους, να μη μετανιώνουν γι’ αυτό που δεν έκαναν. Οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτό το σπίτι, εξακολουθούν να ζουν απλά, παραδοσιακά, πατριαρχικά. Από την άνοιξη βάζουν στο πλάι κάτι τι για τα στολίδια του δέντρου των Χριστουγέννων. Σκέφτονται από σήμερα τα ρούχα που πρέπει να πλυθούν αύριο και την εποχή των φρούτων φτιάχνουν τη μαρμελάδα.

Ένα αθώο παλιό γλυκό σπιτίσιο ποτό πίνει το ζευγάρι κάθε απόγευμα. Όλα είναι παλιά σ’ αυτό το σπίτι. Όλα, εκτός από την καρδιά τους. Τις Κυριακές έχουν την κόρη τους και τον γαμπρό τους. Ο κήπος γεμίζει από τα γέλια των παιδιών. Κι’ αν κάνει ζέστη θα καταβρέξουμε λίγο να δροσίσει. Η μέρα κυλάει, ο «ζαχαροπλάστης» φέρνει το γλυκό. Η τούρτα στο τραπέζι του κήπου και ο καιρός άρχισε να δροσίζει. Το φεγγάρι αρχίζει ν’ ανεβαίνει την ώρα του καφέ. Το μικρό αποκοιμήθηκε. Ας το ξυπνήσουμε σιγά-σιγά, είναι ώρα να γυρίσουν στο σπιτικό τους. Τα φιλιά… φαίνονται στα μάγουλα τους κι η ευτυχία λαμπιρίζει στα μάτια τους.
Δεν είναι μακριά η στάση του λεωφορείου βαδίζουν αργά, ευτυχισμένοι και με μπουκέτα πασχαλιάς φορτωμένοι».