ΠΟΛΛΑ «κολλήματα» έχω και δεν είναι η πρώτη φορά που το εξομολογούμαι.
«ΚΟΛΛΗΜΑ» είναι, επίσης, ότι μού αρέσει να επαναλαμβάνω ορισμένα «κολλήματά» μου, και όσοι με γνωρίζετε από τα γραπτά μου (κυρίως τα ταξιδιωτικά μου), θα ξέρετε το «κόλλημά» μου με την έρημο.
ΕΚΕΙΝΟ που δεν ξέρετε και που δεν ήξερα και εγώ μέχρι προχθές το βράδυ, είναι πότε έφαγα το πρώτο φλασάκι;
ΠΟΤΕ εμφανίστηκε στο dark room του μυαλού μου το πρώτο αρνητικό που «τύπωσε» (ανεξίτηλα) την πρώτη φωτογραφία ερήμου στη μνήμη μου;
ΠΡΟΧΘΕΣ το βράδυ έφαγα με άλλους τρεις φίλους σ’ ένα γιαπωνέζικο εστιατόριο. Παρ’ ότι περάσαμε καλά, γύρισα στο σπίτι γύρω στις 10 με κακή διάθεση.
ΕΒΑΛΑ μουσική, αντί να ανοίξω την τηλεόραση, και πήρα το βιβλίο που διαβάζω τις τελευταίες μέρες, «Αποσπάσματα για μια φιλοσοφία της φύσης», του Φώτη Τερζάκη (για τον οποίο και θα σάς μιλήσω μια άλλη φορά) και άρχισα να διαβάζω.
ΕΠΕΙΔΗ το βιβλίο είναι απαιτητικό και χρειάζεται να είσαι τουλάχιστον (πολύ) συγκεντρωμένος να το παρακολουθήσεις, μετά από πέντε-έξι σελίδες κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να συγχρονιστώ.
ΑΠΟΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΚΑ εντελώς από το κλίμα του βιβλίου. Η διάθεση δεν «τραβούσε». Ήθελε κάτι πιο χαλαρό και light. Με λίγες κουβέντες, το μυαλό μου ήθελε να αράξει.
ΤΟ πιο light, στο ψυχαγωγικό menu του σπιτιού μου, είναι η τηλεόραση. Την άνοιξα. Μετά από κανένα δεκάλεπτο βαριεστημένου ζάπινγκ, κατέληξα εκεί που συνήθως καταλήγω: στον σταθμό της SBS.
ΚΟΙΤΑΖΑ την οθόνη της τηλεόρασης χωρίς να… βλέπω, μέχρι που άρχισε (γύρω στις 11) να προβάλει μια ταινία από το Αφγανιστάν.
ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ να την δω, ελπίζοντας ότι θα είναι εξίσου καλή, όπως αυτή της προηγούμενης μέρας από το Ιράν.
ΔΕΝ κρύβω, ότι η απόφασή μου (παρά τη διάθεσή μου) να την δω, οφείλεται σε… προκαταλήψεις. Στο «κόλλημα» που έχω με τον κινηματογράφο των δύο αυτών χωρών, που έχουν πολλά κοινά, πέρα από τα (ίδια) σύνορα.
ΔΕΝ είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που γράφω σε αυτή τη στήλη για αφγανικές και ιρανικές κινηματογραφικές ταινίες.
Η ταινία, με φόντο την μετά Ταλιμπάν εποχή και εξουσιαστές ουρανού και γης τους… πολιτισμένους συμμάχους, αναφερόταν σε μια νεαρή Αφγανή που είχε ξεχειλίσει μέσα της η αγανάκτηση για την μπούργκα και η οργή για την ανδρική κτηνωδία.
Η κοπέλα αυτή, με αφορμή μια έκθεση για την Δημοκρατία στο σχολείον «κόλλησε» και ήθελε (σώνει και καλά) να γίνει πρόεδρος της χώρας για να βάλει τέλος στην (θρησκευτικά και κοινωνικά κατοχυρωμένη) ανδρική καταπίεση. Τίτλος της ταινίας: «Στις πέντε και τέταρτο».
ΤΩΡΑ, το να θέλει μια γυναίκα του μουσουλμανικού Αφγανιστάν (έστω μετά τους Ταλιμπάν) να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας, μοιάζει περισσότερο με ανέκδοτο, παρά με σενάριο ταινίας.
ΑΡΧΙΣΑ να παρακολουθώ το έργο κάπως «κουμπωμένος», αλλά μέσα σε λίγα λεπτά η ανεπιτήδευτη απλότητά του (η τόσο βαθιά ανθρώπινη) και το τόσο «άδειο» και «άγονο» τοπίο του Αφγανιστάν, με κέρδισε.
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ το άγριο, άβατο, ερημικό, αλλά και τόσο γοητευτικό, τοπίο της χώρας αυτής, που τα δέντρα είναι πιο σπάνια από τα διαμάντια, είναι αδύνατον να μην αναρωτηθείς τι θέλουν τα φαστφουντοαναθρεμμένα παλικάρια της Δύσης στη χώρα αυτή;
ΠΡΕΠΕΙ να είσαι ηλίθιος για να μην αντιληφθείς, ότι παρά τη δυτική υπεροπλία και τεχνολογική παντοδυναμία, τα δισεκατομμύρια δολάρια και τα τηλεκατευθυνόμενα βομβαρδιστικά αεροπλάνα, οι «νικητές» θα χάσουν τον πόλεμο.
ΕΙΝΑΙ αδύνατον να κερδίσεις έναν εχθρό που έχει τη δυνατότητα να γίνεται ένα με την πέτρα και να ζει ασκητικά, όπως τα ισχνά αγριόχορτα, ανάμεσα στα βράχια.
ΤΟ 2001, όταν ετοιμάζονταν η αμερικάνικη επίθεση, είχα γράψει ότι το μόνο που θα καταφέρει τελικά να πετύχει η υπερδύναμη με τον πόλεμο και τους ανελέητους βομβαρδισμούς, είναι να αναποδογυρίσει τις… πέτρες.
ΚΑΙ αυτό έχει πετύχει μέχρι τώρα. Τίποτα άλλο πέρα αυτού. Τα άλλα έχουν μείνει όλα ίδια, και οι άνθρωποι απαράλλακτοι.
Ο μεγάλος «αφηγητής» ταινίας, δεν ήταν οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, αλλά το φοβερό και αδάμαστο αφγανικό τοπίο. Η «νεκρή» (και έρημη) φύση με τα ανεξάντλητα αποθέματα ζωής.
Η αφγανική φύση που μιλάει την ίδια γλώσσα μόνο με τους δικούς της σκληροτράχηλους ανθρώπους που συντροφεύουν για δεκάδες αιώνες (με πρωτοφανή ανιδιοτέλεια) την ερημιά της.
Η ταινία που δεν χρειάζονταν καμιά σκηνοθετική δεξιότητα να αντικατοπτρίσει την σημερινή πραγματικότητα, ήταν χωρίς καμιά έξτρα προσπάθεια δραματική.
ΟΙ ηθοποιοί έπαιζαν τον εαυτό τους και το τοπίο το δικό του. Ούτε σκηνικά ούτε προβολείς ούτε έξτρα κάμερες από περισσότερες οπτικές γωνίες.
ΤΙΣ λεπτομέρειες τις είχε κανονίσει ο πόλεμος. Σε μια τέτοια χώρα όπου και να στραφεί ο φακός, το σκηνικό παραμένει συγκλονιστικό. Ακόμα πιο συγκλονιστικά ήταν τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ιδιαίτερα των γερόντων.
ΠΡΟΣΩΠΑ σμιλεμένα από την (ευαίσθητη) αγριάδα της φύσης και φιλτραρισμένα από τις δυσκολίες. Πρόσωπα στερημένα και ασκητικά, αλλά παράλληλα γαλήνια.
Η σκηνή, όμως, που πραγματικά… «έγραψε» ήταν για μένα αυτή του ταξιδιού, του πατέρα, των δύο κορών του και του βαριά άρρωστου νεογέννητου παιδιού, της μίας εξ αυτών.
Ο,ΤΙ είχαν και δεν είχαν φορτωμένα πάνω σ’ ένα κάρο που το τραβούσε ένα αδύναμο και άρρωστο άλογο, μέχρι που χρειάστηκε (όταν εξαντλήθηκε εντελώς) να το ξεζέψουν και να σέρνουν οι ίδιοι το κάρο και το… άλογο.
Ο πατέρας δεν ήθελε να εγκαταλείψουν το άλογο, γιατί κάθε βράδυ που το πάχνιζε, «συζητούσε» μαζί του λέγοντάς του τον πόνο του και εκμυστηρευόμενος τις αγωνίες και ελπίδες του. Μιλάμε για συναρπαστικό «κουβεντολόι».
ΣΕ κάποια στιγμή, καταμεσής μιας κοιλάδας γεμάτης πέτρες, που την περιτριγύριζαν γυμνά βουνά, που από μακριά έδειχναν συμπαγείς βράχοι, και ενώ τραβούσαν το κάρο προσπαθώντας να το ξεκολλήσουν από τις πέτρες, πέρασε από πάνω τους ένα συμμαχικό αεροπλάνο που το ακολουθούσαν ελικόπτερα.
Η σκηνή με φόντο το συγκεκριμένο τοπίο έμοιαζε περισσότερο με ταινία επιστημονικής φαντασίας, σαν αυτές που έχουν θέμα τους την επικράτηση των «μηχανών» εις βάρος των ανθρώπων σε κάποιο (απώτερο) εφιαλτικό μέλλον.
ΛΙΓΟ αργότερα συνάντησαν έναν μοναχικό γέροντα, που είχε αράξει στο έδαφος, δίπλα στο γάιδαρο του που ξεψυχούσε από την πείνα και τη δίψα.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ μήνες ταξίδευε ο γέροντας με τον γάιδαρο για να πάει από το χωριό του στο Κανταχάρ να συναντήσει τους σοφούς γέροντες και τον Μουλά Ομάρ (αρχηγό των Ταλιμπάν) και να τους ζητήσει να μην δώσουν τον Οσάμα μπιν Λάντεν στους Αμερικανούς γιατί ήταν μουσαφίρης τους και επί πλέον μουσουλμάνος.
Ο άλλος γέροντας στο μεταξύ (ο «συνομιλητής» του αλόγου) σκάβοντας με μια μυτερή πέτρα ένα λάκκο, του έλεγε κάθε τόσο «άργησες». Στο τέλος τού αποκάλυψε ότι και ο Ομάρ και ο μπιν Λάντεν δεν βρίσκονται πια στο Αφγανιστάν μετά την εισβολή των Αμερικάνων.
«ΜΗΝ σκάβεις δεν θα βρεις νερό» του απαντά ο μοναχικός γέροντας. Ο άλλος συνέχισε και όταν τελείωσε έθαψε στον μικρό λάκκο εκεί δίπλα στο δρόμο και το γάιδαρο που ξεψυχούσε το άψυχο κορμάκι του νεογέννητου που δεν θα δει το Αφγανιστάν… δημοκρατική χώρα.
ΤΟ επόμενο ακριβώς πλάνο ήταν ένα πραγματικό σειληνικό τοπίο. Με το που το βλέπω θυμήθηκα, μετά από 45 περίπου χρόνια, το περιοδικό που είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου έρημο. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία ήταν που την έκοψα και την καρφίτσωσα με πινέζες, δίπλα στο κρεβάτι μου.
ΔΕΝ ξέρω γιατί με εντυπωσίασε τόσο πολύ εκείνη η φωτογραφία. Ενδεχομένως, γιατί δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο που είχα δει μέχρι τότε.
ΑΥΤΗ ήταν η πρώτη φορά, συνειδητοποίησα προχθές το βράδυ, που έβλεπα τη φύση γυμνή. Και την «αθέλητη» αυτή μνήμη (που δεν γνώριζε ότι υπάρχει) έφερε στην επιφάνεια η αφγανική ταινία. Γεια χαρά.