Το ένα τρίτο μεγάλων εταιριών στην Αυστραλία δεν πλήρωσαν φόρους για το οικονομικό έτος 2020-2021, σύμφωνα με τα στοιχεία της Εφορίας (Australian Taxation Office – ATO).
Ειδικότερα, όπως καταγράφει η 8η αναφορά της ATO για την εταιρική φορολογική διαφάνεια, από τις 2.468 εγγεγραμμένες εταιρικές οντότητες που εξετάζονται, οι 782 (32%) δεν πλήρωσαν καθόλου φόρους για την προαναφερόμενη περίοδο.
Αυτό, όπως επισημαίνεται, συνέβη για μία σειρά από λόγους, μεταξύ των οποίων: λογιστικές απώλειες ή διεκδίκηση φοροαπαλλαγών που μείωσαν τον «λογαριασμό» τους στο μηδέν.
«Υπάρχουν νόμιμοι λόγοι βάσει των οποίων μία εταιρία μπορεί να μην πληρώσει φόρους», δήλωσε στο ABC η αναπληρώτρια Επίτροπος της ΑΤΟ, Rebecca Saint.
«Πρέπει να έχετε κέρδος κέρδη σε ένα -οικονομικό έτος- για να φορολογηθείτε. Υπάρχουν προφανώς πραγματικοί λόγοι για τους οποίους οι εταιρίες μπορεί να μην είναι κερδοφόρες κατά τη διάρκεια του έτους».
«Υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους μπορεί να μην πληρώσετε φόρους, μπορεί να είστε σε θέση να μεταφέρετε ζημίες από προηγούμενα έτη για να τις συμψηφίσετε με το εισόδημα του συγκεκριμένου έτους».
«Εξετάζουμε εξονυχιστικά την περίπτωση μηδενικών φόρων … ότι πρόκειται για πραγματικές ζημίες και ότι δε δημιουργούνται από μη εμπορικές ή τεχνητές ρυθμίσεις».
Τα στοιχεία έρχονται καθώς η ATO συνεχίζει να δίνει μάχη με μεγάλες εταιρίες για απλήρωτους φόρους, με την κα Saint να δηλώνει στο ABC ότι από 113 εταιρίες διεκδούνται οφειλές συνολικού ύψους 3 δισ. δολ. για το οικονομικό έτος 2022.
ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΠΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΗΘΗΚΑΝ
Ωστόσο, υπήρξαν και 1.686 εταιρικές οντότητες που πλήρωσαν φόρους και μάλιστα αυξημένο σε αρκετές περιπτώσεις, καθώς τα κέρδη τους κατέγραψαν άνοδο.
Πιο αναλυτικά, τα έσοδα από εταιρικούς φόρους αυξήθηκαν σε 68,6 δισ. δολ. το 2020-2021, κατά 11,4 δισ. δολ. ή 19,8 δισ. δολ. σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και τα περισσότερα από τότε που ξεκίνησε η καταγραφή αυτή από την ATO.
«Οι πραγματικά μεγάλες αυξήσεις, ήταν κυρίως λόγω των ‘δυνατών’ τιμών σε βασικά εμπορεύματα κατά τη διάρκεια της (εξεταζόμενης) περιόδου, ιδίως στις υψηλές τιμές του σιδηρομεταλλεύματος», δήλωσε η κα Saint.
Ορισμένες από τις εταιρίες που αναφέρονται στην έκθεση έλαβαν την επιδότηση μισθών υπό το πρόγραμμα JobKeeper κατά την πανδημία.
Ακόμη, από τις 2.468 εταιρικές οντότητες:
-1.376 είναι ξένης ιδιοκτησίας με εισόδημα 100 εκατ. δολ. και άνω.
-563 είναι αυστραλιανές δημόσιες με εισόδημα 100 εκατ. δολ. και άνω.
-529 είναι αυστραλιανής ιδιοκτησίας ιδιωτικές εταιρείες με εισόδημα 200 εκατ. δολάρια και άνω.
Οι αυστραλιανές δημόσιες συνεισέφεραν τους περισσότερους φόρους που καταβλήθηκαν, σε ποσοστό 66,2%. Ακολουθούν οι εταιρίες ξένης ιδιοκτησίας με 22,9% και οι ιδιωτικές με 10,9%.
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗΣ
Από τις 113 εταιρίες από τις οποίες διεκδικούνται οφειλές συνολικού ύψους περίπου 3 δισ. δολ. η κα Saint δήλωσε ότι περίπου 2,3 δισ. δολ. από αυτά αμφισβητούνται από 19 διαφορετικούς φορολογούμενους.
Η κα Saint σημείωσε ότι η Ομάδα κατά της Φοροαποφυγής έχει εγείρει φορολογικές υποχρεώσεις ύψους 29 δισ. δολ. από το 2016, έχοντας ως αποτέλεσμα εισπράξεις ύψους 16,5 δισ. δολ..
«Οι πολίτες μπορούν να είναι βέβαιοι ότι οι εταιρίες που περιλαμβάνονται (στην έκθεση για την εταιρική φορολογική διαφάνεια) λογοδοτούν», υπογράμμισε.
«Έχουμε επανεξετάσει περίπου το 90 % των εταιρικών ομίλων της έκθεσης».
Οι εταιρίες που ελέγχονται εμπίπτουν σε διάφορους κλάδους, πρόσθεσε η ίδια, αλλά η ATO διαθέτει εξειδικευμένες ομάδες για να ασχοληθούν με τους τομείς της ενέργειας και των πόρων, ιδίως τις εταιρίες πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και με την εξόρυξη.
Επίσης, η ATO έχει εξειδικευμένες ομάδες που ασχολούνταν με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τις τράπεζες και το superannuation.
Ωστόσο, δήλωσε η κα Saint, η ATO εξακολουθεί να βλέπει ορισμένες εταιρίες να προσπαθούν να μεταφέρουν το εισόδημά τους σε χώρες με χαμηλή φορολογία.
«Η λανθασμένη τιμολόγηση μεταβιβάσεων και η φοροαποφυγή εξακολουθούν να παρατηρούνται σε μικρούς αριθμούς» εταιριών.
Ένας άλλος τομέας έντονης εστίασης των ελέγχων ήταν η χρηματοδότηση «συνδεδεμένων μερών» (related-party financing).
«Αυτό αφορά το μέγεθος του χρέους (που κατέχεται) στην Αυστραλία – εάν είναι πολύ υψηλό και έχει δημιουργηθεί τεχνητά μέσω κάποιου μηχανισμού ή κάποιας διάρθρωσης ή εάν τα επιτόκια είναι πολύ υψηλά», δήλωσε.
«Εστιάζουμε επίσης πολύ σε άλλες ρυθμίσεις συνδεδεμένων μερών, όπως οι πληρωμές δικαιωμάτων σε υπεράκτια συνδεδεμένα μέρη. Αν είναι πολύ υψηλές, δημιουργώντας υπερβολικές εκπτώσεις στην Αυστραλία».
Η κα Saint είπε ακόμη ότι, μετά τη φορολογική νίκη με τη Chevron, η ATO κατάφερε να εξαλείψει εκπτώσεις χρέους ύψους μεγαλύτερου από 40 δισ. δολ.
«Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν επιπλέον, πάνω από 12 δισ. δολάρια που τελικά θα εισρεύσουν (σε) πρόσθετους φόρους με την πάροδο του χρόνου».
Η ATO επιδιώκει επίσης την εκδίκαση αρκετών υποθέσεων χρησιμοποιώντας τις εξουσίες της νομοθεσίας για τον φόρο εκτρεπόμενων κερδών (Diverted Profits Tax – DPT), με μία υπόθεση να βρίσκεται τώρα ενώπιον των δικαστηρίων.
Γνωστός ανεπίσημα ως «φόρος της Google», ο DPT εισήχθη υπό τον πρώην υπουργό Οικονομικών, Joe Hockey.
Επιτρέπει στην ATO να «πολεμήσει» εταιρίες που θεωρεί ότι εμπλέκονται σε «επινοημένες ρυθμίσεις» (contrived arrangements) με φόρο 40% επί όλων των κερδών.
Η κα Saint σημείωσε ότι έχουν ήδη εγερθεί δύο υποθέσεις που χρησιμοποιούν τις εξουσίες DPT της ATO.
Υπό τον κ. Χόκεϊ, ο Συνασπισμός εισήγαγε επίσης τον νόμο κατά της πολυεθνικής φοροαποφυγής (Multinational Anti-Avoidance Law – MAAL), ο οποίος έχει οδηγήσει σε αναδιάρθρωση φορολογικών υποθέσεων από πολλές εταιρίες, όπως το Facebook και η Google.
Σημείωσε τους πρόσφατους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς που είχαν γίνει με μεγάλους φορολογούμενους, μεταξύ των οποίων η Google και η Rio Tinto.
«Έχουμε επιτύχει να θέσουμε προ των ευθυνών τους ακόμη και τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις», πρόσθεσε η αναπληρώτρια Επίτροπος της ΑΤΟ.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε στον προϋπολογισμό ότι θα παρατείνει τη χρηματοδότηση της Ομάδας Δράσης Φοροαποφυγής και θα διαθέσει 200 εκατ. δολάρια για να επεκτείνει τους «στόχους» της.
Η κα Saint δήλωσε ότι με τον τρόπο αυτό η συνολική επένδυση στην Ομάδα αυτή ανέρχεται σε 1,1 δισ. δολ. για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, γεγονός που θα επιτρέψει στην υπηρεσία να προσλάβει επιπλέον 1.200 άτομα προσωπικό.