«Κοιτάζω στον καθρέπτη, όπως λέει ο ποιητής, και τι βλέπω; Ένα άτομο περίεργο και ξένο που δεν μπορεί, αποκλείεται, να είμαι εγώ.
Γιατί εγώ, κανονικά, είμαι πολύ νεότερος από αυτόν που βλέπω. Δεν είμαι ούτε τόσο παχύς, ούτε τόσο γερασμένος σαν αυτόν που βλέπω απέναντί μου.
Τι έγιναν; Που πήγαν οι καθρέπτες που ξέραμε; Τι έγιναν οι φιλικά προσκείμενοι καθρέπτες που έφτιαχναν τριάντα χρόνια πριν;
Τώρα έχουν αλλάξει τα πάντα και κυρίως οι καθρέπτες. Είμαι βέβαιος πως όλοι συμφωνείτε. Δεν είναι τόσο καλοί όπως ήταν κάποτε. Μια συμβουλή, φιλική θα σας δώσω. Μην ενοχλείστε και κανένας σας μην εκπλαγεί, αν ο άθλιος καθρέπτης σκαμμένο με ρυτίδες το πρόσωπό σας δείχνει. Η επιδερμίδα μας δεν έχει τίποτα, είναι τέλεια, είναι στρωτή και λεία. Ο καθρέπτης μας θέλει επιδιόρθωση χωρίς καμιά αμφιβολία.» Το παραπάνω κομμάτι του σημερινού σημειώματος, είναι μια πολύ… ελαφριά μετάφραση ενός ποιήματος του Ιρλανδού φιλόσοφου Edmund Burke, 1729-1797. Μου το έστειλε ο καλός φίλος Τάσος Κολοκοτρώνης και τον ευχαριστώ. Τον ευχαριστώ ακόμη γιατί μου έδωσε το έναυσμα να ασχοληθώ, με τα άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ζωή μας, τα απεχθή αυτά εξαρτήματα, που λέγονται καθρέπτες.
Έχω «ακούσει» δεκάδες διαλογικές συζητήσεις, μεταξύ ανθρώπων και του καθρέπτη τους. Σκληρές σαν κι’ αυτές τις παραστάσεις των ποινικών δικαστηρίων, όπου δικάζονται ειδεχθείς εγκληματίες και περιγράφονται αποτρόπαια εγκλήματα.
Ας πάρω την δική μου περίπτωση, που είναι, όπως λένε σχετικά…. απαλή.
-Τα φρύδια σου άσπρισαν, τι τα κοιτάζεις κάθε πρωί. Πήγαινε να πιείς κανένα καφέ ν’ ανοίξει το μάτι σου και μετά έλα να κάνεις τον έλεγχο της επιδερμίδας σου και τη κατάσταση της… ομορφιάς σου, τρομάρα σου. Σε ξέρω τόσα χρόνια ηλικιωμένε μου κύριε. Από την Ελλάδα με κουβάλησες, άθλιε, και θαλασσοπνίχτηκα σαράντα ημέρες. Νομίζεις ότι δεν θυμάμαι πως ήσουνα ή πως στραβώθηκα και δεν βλέπω πως είσαι. Άντε κάπνισε το φαρμάκι σου, πιες και δύο φλιτζάνια καφέ και τα ξαναλέμε.
-Αν δεν σε σπάσω σήμερα θα σε κομματιάσω πολύ σύντομα. Περίμενε και θα δεις ποιος είμαι. Βούλωσέ το.
Αυτό δεν είναι τίποτα, φίλες και φίλοι. Πρέπει, κάποια ημέρα, να σας φέρω στο σπίτι να κρυφακούσετε και να φρίξετε, το τι μου λέει όταν γδύνομαι για να κάνω ντους.
Αλλά, τι να λέμε και τι να μολογούμε, όλοι οι καθρέπτες τα ίδια και χειρότερα κάνουν. Φιλικά και συγγενικά σπίτια που επισκέφτηκα και έβαλα το βιονικό μου αυτί να παρακολουθήσει το διάλογο καθρέπτη-θύματος, έφριξα.
Θυμάμαι μια παλιά μου φίλη, κάποιας ηλικίας, φινετσάτη και καλοδιατηρημένη εξαιρετικά, με παρακάλεσε να την περιμένω να φρεσκαριστεί, να ντυθεί και να φύγουμε να πάμε να επισκεφθούμε, κοινό φίλο, που μόλις εγχειριστεί. Μόλις μπήκε στο μπάνιο ο άθλιος ο καθρέπτης της, την άρπαξε από τα μούτρα.
-Δεν σου έχω πει όταν γδύνεσαι να μην κοιτάς προς εμένα. Τι την κοιτάς τη λεκάνη σου, φάρδυνε. Έγινε διπλή απ’ ότι ήταν. Θα γεννήσεις εύκολα. Έτσι λένε για τις φαρδιλέκανες.
-Τον κακό σου τον καιρό και τα μαύρα σου τα σύκα, βλαμμένε.
-Τώρα θα κοιτάξεις και το στήθος σου και θα θυμηθείς πως ήταν, προ αμνημονεύτων χρόνων, σαν… ποτήρι σαμπάνιας και θα πεις, με χαμόγελο ικανοποίησης, «καλά κρατιέμαι ακόμη». Καλάμια και παλούκια. Γέρασες και δεν θέλεις να το παραδεχτείς. Βάφεσαι σαν ξανθιά γλάστρα, κοντεύεις να στραβωθείς που βάφεις τα φρύδια σου και τα τσίνορά σου, τρομάρα σου. Μόλις βγεις από το μπάνιο μου σκεπάζεσαι με το μπουρνούζι, σαν να θέλεις να μου κρυφτείς, εμένα που ξέρω και τον τελευταίο σου πόρο. Μου εμφανίζεσαι, χαζοχαρούμενη, μόλις μου φορέσεις τα σεξουαλικά σου, τρομάρα σου και μου χαμογελάς ικανοποιημένη, σιτεμένη μου. Βέβαια, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, κρατιέσαι πολύ καλύτερα από αυτό το… φουσκωτό που έχεις παντρευτεί. Εκείνος να δεις. Μπαίνει κοιτάζει τα μούτρα του και χαμογελάει. Κοιτάζει το μαξιλάρι που έχει για κοιλιά, το σηκώνει, του πέφτει. Το ξανασηκώνει, ψάχνει, δεν προλαβαίνει να το δει και του ξαναπέφτει. Μου γυρίζει την πλάτη του και εγώ, κοιτάζω το πίσω του και ξεκαρδίζομαι στο γέλιο. Με αγριοκοιτάζει, μου πετάει την Κινέζικη παντόφλα και φεύγει… άπλυτος.
-Κωφάλαλους καθρέπτες πουλάνε εδώ κοντά;