Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στα τεράστια διοικητικά, οργανωτικά και οικονομικά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Ιωάννης Καποδίστριας, όταν τον Ιανουάριο του 1828 ανέλαβε τα καθήκοντα του Κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το οποίο ακόμη βρισκόταν σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων ο Καποδίστριας ήταν υποχρεωμένος να λάβει μέτρα, πολλά από τα οποία γνώριζε πως θα έθιγαν υφιστάμενα συμφέροντα, και ως εκ τούτου θα προκαλούσαν αντιδράσεις.
Αν και κατά τους πρώτους μήνες η πλειονότητα των οπλαρχηγών και των πολιτικών συμφώνησε με την άσκηση εξουσίας, χωρίς τους περιορισμούς που προβλέπονταν από το Σύνταγμα που είχε υιοθετηθεί από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827, σύντομα η αφαίρεση των προνομίων που οι πρόκριτοι και οι κοτζαμπάσηδες έχαιραν κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οδήγησε σε αντιπαραθέσεις, ακόμη και σε τοπικές εξεγέρσεις, κατά του Κυβερνήτη.
Το γεγονός ότι ο Καποδίστριας δεν μοιράστηκε την εξουσία με κάποιους από εκείνους που κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας είχαν αποκτήσει προνόμια από τους Τούρκους, καθώς και με τους Φαναριώτες (Έλληνες από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης), που είχαν πάρει μέρος στην Επανάσταση, αποτέλεσε αφορμή οι αντίπαλοί του να σχηματίσουν μια ισχυρή αντιπολίτευση, με ηγέτες τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον Γεώργιο Κουντουριώτη, τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, κ. ά.
Τον Ιούλιο του 1829 ο Καποδίστριας συγκάλεσε την Δ΄ Εθνοσυνέλευση στο Άργος, στην οποία συμμετείχαν 236 πληρεξούσιοι από τις ελεύθερες περιοχές της Ελλάδας. Οι σύνεδροι, αφού άκουσαν την έκθεση πεπραγμένων από τον Καποδίστρια, με ψήφισμά τους την ενέκριναν, και τον εξουσιοδότησαν να συνεχίσει τη διακυβέρνηση της χώρας με τον τρόπο που είχε αρχίσει στις αρχές του 1828.
Παρά τις αποφάσεις της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, οι αντίπαλοι του Καποδίστρια όξυναν τον αντιπολιτευτικό τους αγώνα, με κύριο σύνθημα την ψήφιση Συντάγματος, γνωρίζοντας ότι το αίτημά τους εκείνο είχε απήχηση στην κοινή γνώμη. Ακόμη και ο Ιωάννης Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά», αναφερόμενος στο Σύνταγμα που είχε ψηφίσει η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827, με απόφαση της οποίας ο Καποδίστριας κλήθηκε να αναλάβει τα καθήκοντα του Κυβερνήτη του ελληνικού κράτους, γράφει τα ακόλουθα στα Απομνημονεύματά του:
«Τότε έφκειασε το Πανελλήνιο, ορκίστη κι αυτός να κυβερνήση εφτά χρόνια. Δεν θυμήθη ο Κυβερνήτης όταν ορκίστη διά εφτά χρόνια, ορκίστη στο σύνταμα – κι αυτός ευθύς το χάλασε», σελ. 298.
ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΥΣ ΤΟΥ
Τα κατεστημένα συμφέροντα ενέτειναν τον αντι-Καποδιστριακό τους αγώνα όταν ο Καποδίστριας έβαλε εμπρός το σχέδιό του να επιβληθεί ένα σύστημα δικαιοσύνης στο ελληνικό κράτος, με τη δημιουργία των δικαστηρίων.
Ο πανεπιστημιακός ιστορικός Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, στο βιβλίο του «Νέα Ελληνική ιστορία 1204 – 1985», γράφει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
{…}«Σπάνια πολιτικός άνδρας βρέθηκε στη δύσκολη θέση του Καποδίστρια. Τα ανυπέρβλητα – οικονομικά κυρίως – εμπόδια που συναντούσε, η εχθρότητα των διαφόρων παραγόντων, η αδιαλλαξία των αντιπολιτευομένων του και τέλος η αναρχία δεν τον ξεμάκρυναν από τον δρόμο που είχε χαράξει και που τον νόμιζε σωστό, να υψώσει δηλαδή την Ελλάδα στη σειρά των πολιτισμένων ευρωπαϊκών χωρών. Δύο εβδομάδες κιόλας πριν από τον θάνατό του, ακλόνητος στις πεποιθήσεις του, έγραφε στον επιστήθιο φίλο του Ελβετό τραπεζίτη Eynard:
«Ούτε ο φόβος των ραδιουργιών, ούτε των ραδιούργων, ούτε των μεγάλων στηλών μερικών εφημερίδων θα με βγάλουν από τον δρόμο μου… Οι άνθρωποι δεν κρίνονται με βάση εκείνα που είπαν ή έγραψαν για τις πράξεις τους, αλλά με βάση τη μαρτυρία αυτών των πράξεων… κάνω αυτό που οφείλω να κάνω, οτιδήποτε και αν συμβεί», σελ. 206.
Παρόλα τα πολλά του επιτεύγματα, η αντιπολιτευτική παράταξη όξυνε την αντι-Καποδιστριακή της στάση, και διοχέτευε φυλλάδια με υβριστικά σχόλια για τον Καποδίστρια, κατηγορώντας τον ως «τύραννο», γιατί την εξουσία του δεν την αντλούσε από το Σύνταγμα. Ιδιαίτερα επικριτική ήταν η εφημερίδα «Απόλλων» της Ύδρας, η οποία έφτασε στο σημείο να κάνει λόγο και για τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Ο Α. Ε. Βακαλόπουλος, σε ένα άλλο βιβλίο του με τίτλο «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού – Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση», Τόμος Η΄, «Ιωάννης Καποδίστριας, ή η επώδυνη γένεση του νεοελληνικού κράτους», αναφέρει το ακόλουθο ποίημα του Αλέξανδρου Σούτσου, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απόλλων», στο οποίο απροκάλυπτα παρακινούσε μέλος της οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων να δολοφονήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια:
«Μιμητής του Αρμόδιου και Αριστογείτωνος νέος
σκέπασε, Μαυρομιχάλη το σπαθί σου με μυρσίνη,
τον προδότη της Πατρίδος κτύπα,
κτύπα και γενναίως πέθανε καθώς εκείνοι».*
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Για τη δολοφονία του Καποδίστρια, το βιβλίο του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων «Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη – Γ΄ Γυμνασίου», έκδοση 2003, αναφέρει τα ακόλουθα:
«Στις αρχές του 1831 στην Μάνη και στην Ανατολική Στερεά σημειώθηκαν εξεγέρσεις και τα πλοία των Υδραίων καλούσαν τους κατοίκους των Κυκλάδων να αποστατήσουν.
{…}Ο Καποδίστριας, που την περίοδο εκείνη αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις για την επέκταση των ορίων του κράτους, έγινε καχύποπτος. Φυλάκισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, με την κατηγορία ότι ήταν υπεύθυνος για την εξέγερση της Μάνης, χωρίς όμως να έχει συγκεκριμένες αποδείξεις, και έλαβε σκληρά μέτρα εναντίον άλλων αντιπάλων του.
Η οξύτητα των αντιπαραθέσεων είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της και το καλοκαίρι του 1831 η αντιπολίτευση, μην μπορώντας να ανατρέψει τον Καποδίστρια, οργάνωσε την εξόντωσή του. Ο Γιώργος και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, γιος και αδελφός του Πετρόμπεη αντίστοιχα, τον δολοφόνησαν την αυγή της Κυριακής, 27 Σεπτεμβρίου 1831, τη στιγμή που έμπαινε στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο», σελ. 202-203.
Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, η δολοφονία του Καποδίστρια ήταν αποτέλεσμα υποκίνησης και εμπλοκής από την Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία. Το γεγονός ότι ο Καποδίστριας είχε χρηματίσει Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας είχε δημιουργήσει την υποψία της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας ότι προωθούσε τα συμφέροντά της στην περιοχή του Αιγαίου, εις βάρος των δικών τους συμφερόντων.
Την εκδοχή αυτήν ενισχύει και η μαρτυρία που μεταφέρει ο στρατηγός και ιστορικός Νικόλαος Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, γνωστά ως «Ενθυμήματα», στα οποία γράφει πως ο Γιώργος Μαυρομιχάλης, ο ένας από τους δολοφόνους του Καποδίστρια, αμέσως μετά τη δολοφονία κατέφυγε στο σπίτι του Πρέσβη της Γαλλίας, Βαρώνου Ρουάν, και ανέφερε τα ακόλουθα: «Σκοτώσαμε τον τύραννο. Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας Ο Ρουάν υπεσχέθη προστασίαν». Τόμος 3, σελ. 440.
Ο Πρέσβης της Γαλλίας υποχρεώθηκε να παραδώσει τον Γιώργο Μαυρομιχάλη στις ελληνικές αρχές, από τις οποίες καταδικάστηκε σε θάνατο.
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Βλαχογιάννη, σε μια συζήτηση το 1840 με κάποιον αντι-Καποδιστριακό, ο οποίος ήταν γνωστός ως Γιατροφιλόσοφος Πύρρος, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης φέρεται να είπε τα ακόλουθα: «Δεν μετράς καλά φιλόσοφε… Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου, και το Έθνος έναν άνθρωπο που δε θα τόνε μεταβρεί και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα…», «Ιστορική Ανθολογία», σελ59.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια στα βρετανικά αρχεία παραμένει απόρρητος, μετά από κοντά δύο αιώνες. Αυτό κάτι λέει…
Έτσι έληξε η ζωή του Ιωάννη Καποδίστρια, του πρώτου Κυβερνήτη του νεοπαγούς ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821, ο οποίος πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες στο έθνος στα 3 χρόνια και 8 μήνες που άσκησε τα καθήκοντα του Κυβερνήτη, και γι’ αυτό θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες μορφές της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Σημείωση
*Ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων ήταν δύο Αθηναίοι οι οποίοι το 514 π. Χ. δολοφόνησαν τον Ίππαρχο, αδελφό του τύραννου της Αθήνας Ιππία, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Πεισίστρατο στην αρχή. Οι δύο συνωμότες περίμεναν στον Κεραμεικό την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν, έχοντας κρύψει τα εγχειρίδιά τους σε εορταστικά κλαδιά μύρτου (μυρσίνης). Μετά το έγκλημά τους οι δύο δολοφόνοι εκτελέστηκαν.