Στο πλαίσιο των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας 2013 το Υπουργείο Πολιτισμού απένειμε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων στον κριτικό συγγραφέα Δημήτρη Ραυτόπουλο για το σύνολο του έργου του, έναν στην κυριολεξία μαχόμενο κριτικό.Ο Ραυτόπουλος, κριτικός από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50, μετάφρασε και  Γάλλους πεζογράφους μιας και με τη γαλλική λογοτεχνία διατηρούσε και διατηρεί προσωπικούς και πολιτικούς δεσμούς, αλλά ποτέ δεν υπήρξε μαζί κάτι άλλο, ποιητής ή πεζογράφος.

Το εν λόγω βιβλίο είναι ένα από αυτά που, προσωπικά τουλάχιστον, με έχει επηρεάσει βαθιά για την ευρύτητα και αμεσότητα με την οποία αποτυπώνει τα πάντα γύρω από τη ζωή αλλά και τη συγγραφική τέχνη του Άρη Αλεξάνδρου (κατά κόσμον Αριστοτέλη Βασιλειάδη), ο οποίος, για μένα, είναι ίσως ο πλέον εμβληματικός ποιητής της ευρύτερης ελλαδικής Αριστεράς που αποτυπώνει όσο κανένας άλλος το τεράστιο δράμα της με τον Εμφύλιο, την ήττα και τη ζοφερή δεκαετία του 1950 και τα όσα επακολούθησαν. Ο Άρης Αλεξάνδρου έγραψε μόνο ένα πεζογράφημα, “Το Κιβώτιο” (εκδόσεις “Κέδρος”), έργο-ορόσημο, έργο-σταθμό στην ελληνική λογοτεχνία, ειδικά τη λεγόμενη “λογοτεχνία της ήττας”, με το οποίο έκανε τη δική του παρέμβαση στο πεδίο της λογοτεχνικής δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Δημήτρης Ραυτόπουλος ασχολείται ιδιαίτερα εδώ με “Το κιβώτιο” και τον συγγραφέα του. Αυτό που λέει με διάφορους τρόπους στο μυθιστόρημά του ο Αλεξάνδρου, ότι το νόημα της αποστολής ενός ανθρώπου δεν πρέπει να είναι χρηστικό γιατί τότε είναι ουσιαστικά ανώφελο, ο Ραυτόπουλος το μεταφέρει πολύ συχνά στα κριτικά κείμενά του ως προβληματισμό για το νόημα της ίδιας της λογοτεχνίας. Αν οποιαδήποτε μορφή τέχνης υπηρετεί άλλους σκοπούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, οικονομικούς, είναι αμφίβολο αν μας χρειάζεται. Είναι ανώφελη και ανούσια, γιατί δεν είναι ελεύθερη να μιλήσει με τη δική της γλώσσα, να έχει τον δικό της ορίζοντα και δεν μπορεί να δείξει τη δική της αλήθεια και ομορφιά.Ο Ραυτόπουλος δημοσίευε συχνές βιβλιοκριτικές στην παλαιά “Επιθεώρηση Τέχνη”, μαχητικά κείμενα, μανιφέστα, αφοριστικά, με μια θεωρητική, κοινωνιστική επιχειρηματολογία που έβλεπε στο λογοτεχνικό να αναπαριστάνεται το κοινωνικό γίγνεσθαι μιας εποχής, καθρέφτη πάνω στον οποίο αντικατοπτρίζεται ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία φαντάζεται τον εαυτό της. Ήταν η περίοδος κατά την οποία νομοθέτης μιας ολόκληρης γενιάς στοχαστών της Αριστεράς ήταν ο Γκέοργκ Λούκατς, με τη θέση ότι η τέχνη νοηματοδοτείται από υπερκείμενες ηθικές αρχές και έτσι δεν μπορεί να είναι αυτόνομη.

Ο Ραυτόπουλος νευρώδης, εύπλαστος, αιχμηρός, ευπρόσιτος κριτικός, στοιχεία της καθαυτό λογοτεχνικής έκφρασής του, απέκτησε μια σχετικά πρώιμη ανεξαρτησίας από τα ιδεολογήματα της μεταπολεμικής Αριστεράς και της αισθητικής της. Στα έργα του “Οι ιδέες και τα έργα” (1965), “Τέχνη και εξουσία “(1985) και “Κρίσιμη λογοτεχνία” (1986), είναι σαφής η ρήξη του με τη λενινιστική αντίληψη περί λογοτεχνίας και τέχνης, θέση που πήρε σχήμα και κατεύθυνση στην αυτοεξορία του στη Γαλλία και την καθημερινή του σχέση με τον Άρη Αλεξάνδρου, αλλά και την κατανόηση των ανατροπών στον τότε πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, της εισβολής στην Πράγα, του Μάη του ’68, της διάσπασης του ΚΚΕ.