Εκεί που είχαν ξεπεραστεί οι διχογνωμίες μεταξύ της Τρόικας και της Ελληνικής Κυβέρνησης, και το Πολυνομοσχέδιο ψηφίσθηκε από την Ελληνική Βουλή, δημιουργώντας τις προοπτικές για επικέντρωση της Κυβέρνησης στα καυτά θέματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, ήρθε το επεισόδιο του Τ. Μπαλτάκου, πρώην Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, το οποίο για ένα διάστημα απείλησε να αποπροσανατολίσει την κυβερνητική πολιτική.

Αποτελεί ευτύχημα για τη χώρα που η Κυβέρνηση όχι μόνο διατήρησε την ψυχραιμία της, αλλά έχει προβεί και στην έκδοση πενταετούς ομολόγου, το οποίο σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, αποτελεί προάγγελο της επιστροφής της Ελλάδας στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές μετά από τέσσερα χρόνια.
Παράλληλα, το γεγονός ότι το πενταετές ομόλογο για 3 δισεκατομμύρια ευρώ, με επιτόκιο 4.75%, υπερκαλύφθηκε από τους επενδυτές, έρχεται ως ένδειξη της επιτυχίας του προγράμματος δημοσιονομικού ορθολογισμού. Προηγούμενα παραδείγματα είναι η επίτευξη πρωτογενούς δημόσιου πλεονάσματος ύψους 3.9 δισεκατομμυρίων το 2013, και το πρώτο πλεόνασμα για δεκαετίες στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, το οποίο σημαίνει πως η αξία των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων κατά τη διάρκεια του 2013 ήταν μεγαλύτερη από την αξία των εισαγόμενων προϊόντων.

Οι θετικές αυτές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία είναι πολύ σημαντικές στις σημερινές συγκυρίες, γιατί αποτελούν ένδειξη πως η Ελλάδα αρχίζει να επανακτά την εμπιστοσύνη των αγορών, αναγκαία προϋπόθεση για την πρόσβαση της χώρας στην διεθνή χρηματαγορά, από την οποία ήταν αποκλεισμένη τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Ομολογουμένως, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, ύψους 319 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο αποτελεί 175% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, είναι πολύ υψηλό, και εξακολουθεί να θεωρείται ως μη βιώσιμο. Όμως, το γεγονός ότι μετά από τις μεταρρυθμίσεις η Ελλάδα επέτυχε τα δύο εν λόγω πλεονάσματα, είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει εν καιρώ σε μια θετική για τη χώρα διευθέτηση του δημόσιου χρέους από τους δανειστές της, ώστε εν καιρώ να καταστεί δυνατή η αποπληρωμή του.
Η θετική ανταπόκριση της διεθνούς χρηματαγοράς στο ελληνικό ομόλογο εκλαμβάνεται ως ενδεικτική της εμπιστοσύνης στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας, ως αποτέλεσμα των διαρθρωτικών αλλαγών που εισήγαγε η Ελληνική Κυβέρνηση, ομολογουμένως υπό την πίεση της Τρόικας.

Δεν στερείται σημασίας η ακόλουθη δήλωση της Άντζελας Μέρκελ, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής στην Ελλάδα την περασμένη εβδομάδα:
«Η πολιτική της κυβέρνησης που ζήτησε θυσίες από τον λαό ήταν δύσκολος δρόμος και για την ίδια κυβέρνηση. Είναι σημαντικό να περιμένουμε την επικύρωση του πλεονάσματος και τους επόμενους μήνες να μπούμε στην συζήτηση για το πώς θα βοηθήσουμε την Ελλάδα με το χρέος».
Επιπρόσθετα, με την επανένταξη της Ελλάδας στην διεθνή χρηματαγορά, παράλληλα με την αγορά ελληνικών ομολόγων, καθίσταται δυνατή και η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για επενδυτικά προγράμματα, τα οποία με τη σειρά τους θα συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη, και ως εκ τούτου στη μείωση της ανεργίας.

ΑΝΑΓΚΑΙΑ Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΙΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓΟΡΕΣ

Βέβαια το πρόβλημα του χρέους των 319 δισεκατομμυρίων ευρώ (175% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος) εξακολουθεί να επισείεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την Ελλάδα, όμως οι Ευρωπαίοι εταίροι της, καθώς και μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης, αρχίζουν να κάνουν λόγο για μελλοντικές διευθετήσεις που ενδέχεται να το καταστήσουν βιώσιμο.

Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει, ομολογουμένως με τις πιέσεις από την Τρόικα, αποτελούν ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και την σταδιακή σύγκλησή της με τις οικονομίες των άλλων κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Διαφορετικά δεν μπορούσε να γίνει. Η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μέλος της Ευρωζώνης, και παράλληλα η οικονομική της πολιτική συνεχώς να αποκλίνει από το ευρωπαϊκό πρότυπο.

Στην εποχή μας, η αποτελεσματική διαχείριση της ελληνικής οικονομίας απαιτεί «υπερεθνική», με άλλα λόγια ευρωπαϊκή συνεργασία, καθότι τα προβλήματα που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν σε εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα από μικρές χώρες όπως η Ελλάδα. Μονοδιάστατες αντιμετωπίσεις είναι, εκ των πραγμάτων, καταδικασμένες σε αποτυχία.
Ομολογουμένως, οι αλλαγές που προτάθηκαν από την Τρόικα, και τελικά ενσωματώθηκαν στο πρόσφατο Πολυνομοσχέδιο που εγκρίθηκε από τη Βουλή, δεν ήταν πολιτικά εύκολες, ούτε πολλές από τις επιπτώσεις τους κοινωνικά ευχάριστες.

Δυστυχώς, όμως, όταν λάβουμε υπόψη τις ανεπάρκειες της επί δεκαετίες ακολουθούμενης πολιτικής, και τις παθογένειες που προέκυπταν από αυτήν, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως για την Ελλάδα εναλλακτική λύση δεν υπήρχε. Οι μακροχρόνιες υστερήσεις στον δημόσιο τομέα, και η ανεξέλεγκτη φοροδιαφυγή, για να αναφέρω δύο χαρακτηριστικές παθογένειες, κατέστησαν ενδημικό φαινόμενο τα ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό, ο οποίος καλυπτόταν με συνεχή δάνεια, μέχρι που το δημόσιο χρέος έφτασε τα 322 δισεκατομμύρια ευρώ.

Τώρα άρχισε να συνειδητοποιείται η αναγκαιότητα για προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης, ούτως ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων, και να μειωθούν οι εισαγωγές. Ως εκ τούτου, χωρίς ορθολογισμό στον δημόσιο τομέα και τη δημιουργία παραγωγικών επιχειρήσεων, η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να γίνει ανταγωνιστική στην διεθνή αγορά. Η εκλογίκευση του φορολογικού συστήματος, και ο εκσυγχρονισμός στο χώρο της αγοράς εργασίας ήταν μεταξύ των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.

Ένα από τα προβλήματα στο χώρο της εργασίας πηγάζει από το γεγονός ότι η Ελλάδα συνεχίζει να παράγει προϊόντα που απαιτούν εργασία χαμηλής εξειδίκευσης, γεγονός που εξηγεί το πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας μεταξύ των νέων, η πλειονότητα των οποίων διαθέτει υψηλή μόρφωση και τεχνολογική κατάρτιση, και ως εκ τούτου αποφεύγει τις χειρονακτικές εργασίες.
Για τη δημιουργία επιχειρήσεων που θα είναι ανταγωνιστικές με ξένες επιχειρήσεις, απαιτούνται κεφάλαια που οι ελληνικές τράπεζες δεν διέθεταν για δανεισμό σε Έλληνες επιχειρηματίες.

Ως εκ τούτου, η δυνατότητα για προσφυγή στην διεθνή χρηματαγορά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας. Η πρόσφατη επιτυχής διάθεση του δημόσιου ομολόγου ανοίγει το δρόμο και για τις ελληνικές τράπεζες να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα κεφάλαια, τα οποία με τη σειρά τους θα θέσουν στη διάθεση των Ελλήνων επιχειρηματιών, ούτως ώστε να αρχίσει η ανάκαμψη στην ελληνική οικονομία.

ΛΥΠΗΡΗ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΜΟΘΥΜΙΑΣ

Το 2013, με την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3.9 δισεκατομμυρίων ευρώ, και το πρώτο πλεόνασμα για δεκαετίες στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (η αξία των εξαγωγών ήταν μεγαλύτερη από την αξία των εισαγωγών) σηματοδοτούν ένα νέο ξεκίνημα για την ελληνική οικονομία.
Η επιτυχημένη έκδοση του δημόσιου ομολόγου αποτελεί επιστέγασμα αυτών των θετικών εξελίξεων, και ως εκ τούτου έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως αξιέπαινο επίτευγμα από όλα τα πολιτικά κόμματα.

Δυστυχώς, για μικροπολιτικούς λόγους, ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επέλεξε να ασκήσει αρνητική κριτική, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα πως ενώ η Ελλάδα έπαιρνε οικονομική βοήθεια διά μέσου του Μνημονίου με επιτόκιο 1,5%, επέλεξε να βγει στις αγορές με δημόσιο ομόλογο, το επιτόκιο του οποίου είναι 4,75%.

Ενώ μέχρι τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πυρ και μανία κατά του Μνημονίου της Τρόικας, τώρα γίνεται υπέρμαχός του!
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η οικονομική βοήθεια διά μέσου του Μνημονίου συνοδευόταν και από αφόρητες δεσμεύσεις, και πως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο είναι ένα από τα τρία μέλη της Τρόικας, αναγνώρισε πως τα μέτρα λιτότητας που επέβαλε η Τρόικα στην Ελλάδα διά μέσου του Μνημονίου οδήγησαν στην επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας.

Ως εκ τούτου, αργά ή γρήγορα, η Ελλάδα έπρεπε να απαγκιστρωθεί από την Τρόικα και να βγει στις αγορές για την εξασφάλιση δανείων. Η επιτυχής έκδοση του πρόσφατου δημόσιου ομολόγου αποτελεί ένα θετικό πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.

Επιπρόσθετα, η εμπιστοσύνη της διεθνούς χρηματαγοράς προς τα ελληνικά δημόσια ομόλογα σημαίνει και εμπιστοσύνη στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες δεν θα χρειάζονται πλέον την οικονομική στήριξη της Ελληνικής Κυβέρνησης, αφού θα μπορούν να προσφεύγουν στις διεθνείς αγορές για τις κεφαλαιακές τους ανάγκες.
Ομολογουμένως, η Ελλάδα έχει να διανύσει μεγάλη απόσταση για να βγει από την οικονομική κρίση. Όμως το ξεκίνημα έχει γίνει, και η έξοδος από την οικονομική κρίση θα επιταχυνθεί αν τα πολιτικά κόμματα, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους αποχρώσεις, συμπεριφερθούν με κριτήριο το εθνικό συμφέρον.
Για να αποκτήσει επικαιρότητα η ρήση του τραγικού ποιητή Αισχύλου «Νυν υπέρ πάντων αγών».