Μου το έλεγε και δεν το πίστευα. Αληθινή, ελαφρώς τραγική και κωμική ιστορία. Τον πρωταγωνιστή της περίεργης αυτής ανακατωσούρας, τον είχα γνωρίσει στα τέλη του 2004. Πρώτος εξάδελφος του φίλου μου του Βασίλη, είχε έλθει, εκατομμυριούχος άνθρωπος, από την Αμερική. Ο Γιώργος και κατά το Αμερικανικό George Dinas, (εκείνο το Τζορτζ το έλεγε και νόμιζες πως έκανε εμετό ) είχε έλθει στην Αυστραλία για να δει τα ξαδέλφια του και να τους δείξει τα εκατομμύριά του. Είχε έλθει με τη γυναίκα του, μια όμορφη και κατά πολύ νεότερη του, Ελληνο-Αμερικάνα, τη Σια. (Δε τόλμησα να ρωτήσω αν το Σια ήταν…λίγο από Τασία, Ασπασία ή Αρτεμισία.) Παιδιά σκυλιά δεν έφεραν μαζί τους, μια και δεν είχαν ούτε από το ένα ούτε από το άλλο είδος. «Θα πάμε μια βόλτα στη πατρίδα και θα πάρουμε ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι από εκεί, καθαρά ελληνάκια, που θέλει η Σία μου» Τον καιρό εκείνο που τον γνώρισα είχε φαγωθεί να μιλάει για γυναίκες (άλλες, εκτός από τη Σια) και να εκθειάζει, κυρίως τις Γαλλίδες, τις οποίες τις… περιέγραφε, τις εκθείαζε και τις εξυμνούσε χωρίς να τις… ξέρει. «Αυτές είναι οι γυναίκες που μαγεύουν έναν άνδρα, που τον τρελαίνουν, τον ξετρελαίνουν, τον πεθαίνουν και τον ανασταίνουν.»
Ηρέμησε George, του έλεγα εγώ και συνέχιζα τονίζοντας πως όμορφες γυναίκες υπάρχουν απ’ άκρη σ’ άκρη της γης, απανταχού που λένε και οι Γάλλοι. Τη συνέχεια της ελαφρώς περίεργης υπόθεσης, την έμαθα προχθές, ούτε λίγο ούτε πολύ μετά από 10 χρόνια.
Ο Γιώργος, ο πολυεκατομμυριούχος, πριν δύο χρόνια, φορτώθηκε με αρκετά δολάρια και ταξίδεψε στας… Ευρώπας. Στόχος του η καρδιά της Ευρώπης, το… Παρίσι. Γύρισε, γλέντησε, σκόρπισε λεφτά, πήδηξε …παλούκια και γνώρισε τη Ζιλί και έπιασε την καλή. Την αγάπησε πολύ, που λέει και το τραγούδι, και η αγάπη η τρελή, στις μέρες μας και παλιότερα, κοστίζει και κόστιζε πολύ. Αγόρασε σπίτι στην καρδιά του Παρισιού και στη Λυών που έμενε η αδελφούλα της Ζιλί. Ένα άλλο μικρό σπιτάκι στη Γκρενόμπλ μια και έχει χιόνια το χειμώνα εκεί και άρεσε της Ζίλι και το σκι. Για μπάνια ένα σπιτάκι αγόρασε στις Κάνες, ο Γιωργάκης. Ζωή και κότα ο George και η Ζιλί εντός και εκτός Γαλλίας. Ζωή και κοτόπουλο η Σια, στο Σαν Φραντσίσκο με τις επιχειρήσεις, τα δύο «ελληνάκια» που είχε υιοθετήσει η Σια και ένα ακόμη… «ελληνάκι» καμιά τριανταριά χρονών, από εκείνα τα παλικαράκια που είναι για όλες τις δουλειές (τις βαριές ) και για… παρηγοριές.
Γάτα ελληνικής καταγωγής και τυχερή η Σία, είχε μάθει που έβοσκε ο Γεώργιος, και πλήρωνε κάτι ψηλά έναν συνταξιούχο private ντεντέκτιβ, που λέμε και εμείς που παίζουμε στα δάχτυλα τις ξένες γλώσσες, ο οποίος ιδιωτικός αστυνομικός (Ελληνιστί ) την ενημέρωνε, με λεπτομέρειες και με φωτογραφίες. Πονηρός ο Γιωργάκης και για να δέσει και το γάιδαρο του, ότι ακίνητο αγόραζε, το έγραφε στο όνομά του και όπως έλεγε στη Ζιλί ήταν για λόγους… εφορίας. Ένας ακόμη χρόνος πέρασε με μπόλικη σαμπάνια, Φουά γκρα, πατέ και… έρωτα και η Ζιλί είχε μονιμοποιηθεί, η Σία είχε βολευτεί και εμείς ζούσαμε καλά και αυτοί, για την ώρα, πολύ καλύτερα. Δεν θέλει και μεγάλη διαδικασία, η καρδιά εννοώ, όταν είναι να σε κτυπήσει. Καρδιακή προσβολή ο Γιωργάκης και μάλιστα μόνος του στο σπίτι, γιατί η όμορφη Ζιλί είχε πάει να δει την αδελφούλα της στη Λυών και να αλλάξει χρώμα στο σαλόνι του σπιτιού. Τον βρήκε ο κηπουρός και ειδοποίησε το Γαλλικό Νοσοκομείο και τον πήρε. Πριν ακόμη καλά-καλά, Τζορτζ, τη σκαπουλάρει, η Σία είχε ειδοποιηθεί από τον συνταξιούχο (τον ντεντέκτιβ εννοώ) και είχε αριβάρει εις το Παρίσι. Όταν ο Γεώργιος συνήλθε ελαφρώς και άνοιξε τα ματάκια του, αντίκρισε, δίπλα του την αγαπημένη του Σία. Έκλαψε από συγκίνηση και τύψεις και ζήτησε να τον συγχωρέσει. Η Ζιλί είχε τρελαθεί που το καινούργιο κινητό του Γιώργη μας δεν απαντούσε στα τρυφερά και αγωνιώδη μηνύματα. Βουβάθηκε τελείως (ο Γιώργος και το κινητό). Θυμόταν όμως που τρυφερά και σοβαρά κάποια στιγμή της είπε: «Αν πάθω τίποτα μωρό, στον Monsieur Ζομπέρ, το δικηγόρο μου θα πας και θα του πεις τη διαθήκη μου ν’ ανοίξει…» Εκείνη μ’ ένα δάκρυ κρεμαστό και με φωνή τρεμάμενη, του απαντούσε: «Μη λες για θάνατο Μπουμπού γιατί θα αποθάνω τώρα. Την να την κάνω τη ζωή χωρίς εσένα φώς μου;» Κι’ εκείνος ο Μουρτούκαλης λιγωνόταν κι’ έλιωνε. Πριν προλάβει να συνέλθει η καρδιά, καρδιά που μισό -δούλευε στενάχωρα, ο Τζορτζ, έλιωνε με κάθε δάκρυ π’ έσταζε από της Σίας τα μάτια. «Σ’ αγαπάω πολύ, σ’ αγαπώ σαν τρελή κι’ αν θα πάθεις κακό, στο γκρεμό θα πέσω να σκοτωθώ. Τη ζωή δεν τη θέλω.» Με μισή φωνή, ο Τζορτζ, τον κ. Ζομπέρ, το δικηγόρο ζήτησε να του φέρουν. Μετά τη κηδεία (τον χάσαμε το Τζορτζ) καφέ και λίγη σαμπάνια για να στυλωθούμε και επειδή έχουμε πένθος λίγο μαύρο χαβιάρι με μπαγκέτ, για να τυλωθούμε. Την άλλη μέρα είχαν πει πως θ’ άνοιγαν το φάκελο που δείχνει την αγάπη σου γι’ αυτούς π’ αφήνεις πίσω. Δυο μαυροφόρες όμορφες η μια η δροσερή λίγο θλιμμένη κι’ άλλη όμορφη και λίγο σιτεμένη. Άκουσαν του δικηγόρου τη ζεστή καμπανιστή φωνή. Η Σία έκλεγε πικρά και κρυφό- μειδιούσε. Η Ζίλι έκλεγε, φώναζε, έβριζε… Γαλλικά και στρίγκλιζε με πόνο.