ΔΑΝΕΙΖΟΜΕΝΟΣ από τον Σαίξπηρ τα λόγια που έβαλε στο στόμα του Άμλετ και τροποποιώντας λίγο το “να ζει κανείς ή μη ζει”, προέκυψε ο τίτλος του άρθρου που διαβάζετε.
Όσοι επικοινωνούσαν μαζί μου τα χρόνια που έμενα στην πατρίδα και όσους φίλους και γνωστούς συναντούσα εδώ, από τις πρώτες μέρες που ήλθα, με ρωτούσαν αν θα αρχίσω να ξαναγράφω στον “Νέο Κόσμο”.
Η απάντησή μου ήταν ένα ξερό “θα δούμε” και αυτό συνεχίζει να ισχύει.
Σε όλους αυτούς, λοιπόν, που ρωτούσαν και σε όσους διάβαζαν τα γραφόμενά μου σχεδόν 40 χρόνια, οφείλω μια ξεκάθαρη απάντηση.
Μια απάντηση, που θα έπρεπε να είχα δώσει πριν κάτι χρόνια, αλλά δεν την έδωσα, με αποτέλεσμα να την βρίσκω κάθε τόσο μπροστά μου.
Μιας και ήλθε, όμως, ο κόμπος στο χτένι, ας βγει και η ψυχή, που ήταν απο καιρό έτοιμη να βγει…
Η καθυστερημένη απάντηση, οφείλεται στο γεγονός πως ήλπιζα ότι “κάτι” θα αλλάξει.
Έλα, όμως, που αυτό το “κάτι”, όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά και κακοφόρμησε…
Η παροικία και η εφημερίδα που άφησα πριν πέντε χρόνια, έχει αλλάξει ριζικά και, μάλιστα, με βήμα γοργό, το οποίο και επιταχύνεται χρόνο με το χρόνο.
Και στην προκειμένη περίπτωση, όταν λέω παροικία, αναφέρομαι κυρίως στην πρώτη γενιά, που αποτελούσε και τους αναγνώστες του ΝΚ.
Στη γενιά που δημιούργησε ό,τι υπάρχει: Κοινότητες, Συλλόγους, Ομοσπονδίες, Μητροπόλεις, εκκλησίες, σχολεία, ποδοσφαιρικές ομάδες και ό,τι “ελληνικό” θα συνεχίσει να υπάρχει για λίγες ακόμα δεκαετίες.
Αυτό, όμως, που βρήκα, ως εφημερίδα και παροικία που ήξερα, δεν είναι αυτό που άφησα.
Τώρα θα μου πείτε, τίποτα δεν έχει μείνει ίδιο σε ολόκληρο τον κόσμο, θα έμενε ελληνική παροικία, που βρίσκεται στην… ακμή των γηρατειών της;
Δίκιο έχετε, αλλά από αυτό το είδος των αναμνήσεων και συγκρίσεων δύσκολα δραπετεύει κανείς…
Μπρος σε αυτή την κατάσταση και σε εικόνες που με στεναχώρησαν, βρέθηκα πριν λίγες εβδομάδες που επέστρεψα, οπότε τέθηκε από μόνο του το αμείλικτο ερώτημα του σαιξπηρικού τίτλου.
Το να αποφασίσω να μην γράφω, ήταν η ευκολότερη απάντηση και -ενδεχομένως- η καλύτερη λύση.
Δεν θα έγραφα και θα ησύχαζα, περνώντας αυτόματα και στην δημοσιογραφική ανυπαρξία.
Άσε που στο κατώφλι της ανυπαρξίας, βρίσκομαι ήδη με το ένα πόδι…
Τα προβλήματα και μάλιστα (πολύ) χοντρά, στη δική μου (ειδική) περίπτωση, είναι αν επιλέξω να γράφω…
Για να έχουμε, όμως, “κάτι” να λέμε, ας πούμε ότι, λίγο από ψώνιο, λίγο για να είμαι στα… πράγματα, λίγο να ακούγεται… το όνομά μου, λίγο από την πλήξη της βαρεμάρας και των γηρατειών που επιταχύνουν, αποφασίζω να γράφω…
Και αυτό, μόνο και μόνο, για να σκοτώνω την ώρα μου και να χαλάω τη διάθεση ορισμένων…
Πριν αρχίσω και επειδή στην παροικιακή δημοσιογραφία έχουν έλθει τα πάνω-πιο κάτω από τα εντελώς κάτω…
Και επειδή, το ένα και ένα δεν κάνει πια δύο, αλλά τρία, δεκατρία ή ό,τι θέλει ο “πελάτης”…
Τότε, πρέπει να αποφασίσω χοντρικά, με ποιους θα πάω και ποιους θα αφήσω…
Με άλλα λόγια: πώς ακριβώς θα διατυπώνω, ότι επιλέγω να γράψω και σε ποιους θα απευθύνονται τα θέματα τα οποία θα σχολιάζω.
Και επειδή ο λύκος τρίχα αλλάζει και όχι τα χούγια του, δεν μπορώ να σχολιάζω και να δίνω εύσημα στον… κοπανιστό αέρα που πλασάρουν ορισμένοι.
Που σημαίνει: ότι αν συνεχίσω να χρησιμοποιώ την αιχμηρή γλώσσα που χρσιμοποιούσα, την έχω από χέρι “κάτσει” τη βάρκα και μάλιστα στα ρηχά…
Για 40 χρόνια έγραφα για πολλά και διάφορα, αρχίζοντας από ταξίδια σε τόπους και χώρες μακρινές που πήγαινα, για ταινίες που έβλεπα, για βιβλία που διάβαζα, για “περίεργους” τύπους που συναντούσα και ότι τέλος πάντων παράξενο ή ενδιαφέρον έπεφτε στην αντίληψή μου.
Οι κεραίες μου όμως και οι προβολείς του ενδιαφεροντός μου, ήταν πάντα στραμένοι στα τεκταινόμενα στις ελληνικές παροικίες της Αυστραλίας και, κυρίως, στην παροικία της Μελβούρνης.
Παρακολουθούσα από κοντά τις δραστηριότητες των Κοινοτήτων, Συλλόγων, Συνδικάτων, σχολείων, θεάτρων, καλλιτεχνών, συγγραφέων, ποιητών και σχολίαζα τα πάντα, με “κακά” και καυστικά κυρίως λόγια για να πιάνουν τόπο.
Τα χρόνια εκείνα, θυμάμαι, δεν έγραψα καλή κουβέντα για κανέναν, καταρρίπτοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο στις… “κακίες”!
Άσε που οι “κακίες” μου ήταν μάννα εξ ουρανού για ορισμένους ηγέτες μας, όπως, ο Χρίστος Τσίρκας -για παράδειγμα- ο Κυριάκος Παπαδημητρόπουλος και προτιμότερες από τα “καλά” λόγια.
Τα “καλά” λόγια ήταν πάντα πιο εύκαιρα και βολικά για όλους και τα λάτρευαν οι πάντες.
Από τους δημοσιογράφους μέχρι όλους ανεξαιρέτως τους ηγέτες της παροικίας μας, που κυνηγούσαν τις εκδηλώσεις να φωτογραφηθούν και να δουν το όνομά τους στην εφημερίδα.
Αν δεν με πιστεύετε, ρίξτε μια ματιά στις ανακοινώσεις, που βγάζουν, πριν και μετά κάθε εκδήλωση, όλοι οι καθώς πρέπει Οργανισμοί της παροικίας μας.
Από… τέλειες μέχρι πολύ επιτυχημένες και αψεγάδιαστες ήταν διαχρονικά όλες.
Από την άλλη, εγώ εστίαζα στα “κακά”, όχι μόνο γιατί αυτά διαβάζονταν περισσότερο, μιας και όλοι, έστω και ασυνείδητα, για τη δυσεύρετη μαύρη αλήθεια έψαχναν (και συνεχίζουν!) να ψάχνουν…
Αλλά και γιατί το “κακό”, προηγείται πάντα του καλού και διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων προετοιμάζοντας την όποια αλλαγή που φέρνει γιατρειά…
Λειτουργεί δηλαδή όπως και τα εμβόλια…
Οι καιροί, όμως, άλλαξαν και μαζί τους αλλάζουμε και εμείς χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Στους νέους καιρούς, της αγχωμένης προβολής του τίποτα, κανείς πια δεν ασκεί κριτική σε κανέναν, προκειμένου να αποφύγει τρεχάματα και δικαστικές προσφυγές…
Έτσι, είναι όλα όμορφα, κόσμια, και ωραία… και … τρα λα τρα λα τρα λα λα, είμαστε όλοι καλά και ήσυχα παιδιά…
Συνεπώς, η δουλειά που έκανα εγώ κάποτε -δηλαδή, να ασκώ κριτική (σκληρή και -ενίοτε- ταβηγμένη ορισμένες φορές) και να φέρνω στην επιφάνεια τα καταχωνιασμένα, κάτω από το χαλί σκουπιδάκια, έχει περάσει στα αζήτητα.
Είναι και αυτό ένα από τα ξεχασμένα επαγγέλματα μιας άλλης εποχής, που κανείς δεν θέλει πια να θυμάται…
Να προλάβω να πω, πριν παρεξηγηθώ, ότι για την νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δεν ευθύνεται τόσο ο “Νέος Κόσμος”, όσο η ίδια η ζωή και η ετοιματζίδικη νέα τεχνολογία.
Σε λίγα χρόνια, οι αλγόριθμοι, με την βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, θα γράφουν και θα ελέγχουν τα πάντα.
Έχοντας όλα αυτά υπόψη μου, φεύγοντας είχα πει ότι θα συνεχίσω να διαβάζω την έντυπη ηλεκτρονική έκδοση και ήμουν διατεθειμένος να γράφω … κανένα σχόλιο και άρθρο από την παρτίδα άνευ πληρωμής.
Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που έγραψα ένα μικρό σχόλιο για την Συμφωνία των Πρεσπών και την εδώ κόντρα που είχα για 30 χρόνια, με την ηγεσία της Παμμακεδονικής για την εθνικιστική πολιτική που ακολουθούσε.
Έγραφα ότι η Παμμακεδονική και, κατ’ επέκταση, η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, που σφύριζε κλέφτικα, ο “Νέος Κόσμος” και από κοντά οι άλλες μεγάλες παροικιακές οργανώσεις, φέρουν μέρος της ευθύνης για τα έκτροπα με τον Βαρεμένο στο Shrine.
Συνεπώς, τα καθυστερημένα κροκοδείλια δάκρυα όλων, που η παρέλαση θα γίνει φέτος σε… ποδοσφαιρικό γήπεδο (!) δεν τους αθωώνουν.
Το σχόλιο δεν μπήκε, όπως δεν μπήκαν στη συνέχεια και δυο-τρία σχόλια για την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης.
Τον ίδιο περίπου καιρό, παρόμοια τύχη είχε και ένα άρθρο μου για το πολυσέλιδο αφιέρωμα της Αρχιεπισκοπής για τις… 250 (!) εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια της Επανάστασης του 1821.
Παρ’ όλα αυτά, αν και πικράθηκα, συνέχισα να ερωτώ την διεύθυνση της εφημερίδας, αν θα δημοσίευε κάποιο σχόλιο που θα έγραφα για τα παροικιακά δρώμενα.
Η απάντηση ήταν πάντα όχι, αν συνεχίσω να αναφέρομαι στους ίδιους Οργανισμούς και ανθρώπους…
Αυτά συνέβαιναν και αυτά φαντάζομαι θα συνεχίσουν να συμβαίνουν…
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όπως καταλαβαίνετε παλιόφιλοι αναγνώστες, είναι δύσκολο να αρχίσω να γράφω.
Συνεπώς, αν δεν μπορώ να εκφραστώ ελεύθερα και να γράψω αυτό που πιστεύω ότι πρέπει να γραφεί, δεν συντρέχει καν λόγος να γράφω, και να βάζω σε δύσκολη θέση την εφημερίδα στην οποία εργάστηκα 43 χρόνια και ακόμα τη θεωρώ μέρος της οικογένειάς μου.
Από την άλλη πλευρά, θλίβομαι που που ο “Νέος Κόσμος” δεν είναι πια ή εφημερίδα που ήταν κάποτε.
Και αυτό συμβαίνει, γιατί ορισμένα άτομα, δεν ανέχονται καμιά κριτική, για την εθελοντική θα πρέπει να ομολογήσω, προσφορά τους στην παροικία.
Μπ. Στ.
Υ.Γ.1: Σωτήρη, επειδή απ’ όσα ξέρω δεν έχει γραφτεί τίποτα μέχρι τώρα για την Κυριακάτικη Γενική Συνέλευση της Ελληνικής Κοινότητας και επειδή, επίσης, θέλω, αλλά δεν μπορώ να πάω, γιατί κανείς δεν φρόντισε να ανανεώσει την συνδρομή μου, μπορώ να πάω για λογαριασμό του “Νέου Κόσμου” και να γράψω την ΑΛΗΘΕΙΑ για ό,τι δω και ακούσω! Ξέρεις ότι καλύτερος γι’ αυτό το ρεπορτάζ από δεν εμένα υπάρχει. Από το 1975 μέχρι το 2016 το έκανα. Άσε που γνωρίζω εις βάθος τα κοινοτικά τεκταινόμενα όσο κανένας άλλος…
Υ. Γ.2: Το κομμάτι που διαβάσατε το έγραψα πριν ένα σχεδόν μήνα. Δεν το έστειλα, όμως, τότε, προκειμένου να το προστατεύσω από την καταστροφική για τον “Νέο Κόσμο” … πλημμύρα των Τσιτσιποκαταιγίδων, που για ένα μήνα (!) τελειωμό δεν είχαν!
Άσε που δεν θα το διάβαζαν ούτε οι πιο φανατικοί μου αναγνώστες, οι οποίοι και θα πρέπει να παρασύρθηκαν από τον παροικιακό Τσιτσιποκυκλώνα!
Τι άλλο θα δουν τα μάτια μου Θεέ μου σε τούτη την παροικία… Χριστέ και η μανούλα σου…
Υ.Γ.3: Είχα γράψει τα πιο πάνω σχόλια και κατέβηκα στην παραλία του Middle Park να κάνω την συνηθισμένη πρωινή μου βόλτα και έκανα κάτι που πολύ σπάνια κάνω. Σταμάτησα μια κοπέλα, που περπατούσε βιαστικά και την ρώτησα στα ελληνικά, αν είναι αυτή που νομίζω, δηλαδή η πρωταθλήτρια Ευρώπης στο βάδην, Αντιγόνη Ντρισμπιώτη.
“Ναι”, μου λέει ντροπαλά και συναισταλμένα, “εγώ είμαι”.
Και ήταν η Αντιγόνη μας.
Από την πρώτη στιγμή που την είδα στην τηλεόραση στην πατρίδα, μετά την νίκη της με εντυπωσίασε η ταπεινότητα και το χαμόγελό της, από το βάθος της καρδιάς της.
Στις λίγες κουβέντες που ανταλλάξαμε, μου είπε πως της είπαν ότι το Middle Park έχει παρά πολλούς Έλληνες, αλλά εσύ είσαι ο πρώτος που συναντάω.
“Ναι”, της λέω, “έχει πολλούς, αλλά παραπερπατάνε στο… σαλόνι τους”.
Προτιμούν να βλέπουν στην τηλεόραση τον Τσιτσιπά να τρέχει για να χτυπήσει το μπαλάκι του τένις…