Δεν θυμάμαι και καλά, αν ήταν τότε που μόλις είχε τελειώσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος η λίγο αργότερα. Περνώντας από την γειτονιά της γιαγιάς Βασιλικής, την είχα δει να κάθεται στο πέτρινο πεζούλι, που ακόμα ήταν καυτό και μαυρισμένο από το σπίτι που της το είχαν κάψει οι Γερμανοί. Το πεζούλι αυτό ήταν η στοά των συζητήσεων όπου, συνήθως, μετά από την κουραστική ολοήμερη εργασία των γυναικών την εποχή αυτή, προσπαθούσαν να λύσουν τα καθημερινά προβλήματά τους, γυναίκες και άνδρες.
Εκεί περίμενε τις γειτόνισσες η γιαγιά Βασιλική (τότε δεν ήταν καθόλου γιαγιά) για να πουν τον καημό της ημέρας, και ό,τι άλλο είχε γίνει στο τελευταίο εικοσιτετράωρο γύρω στη γειτονιά και ίσως ποια γειτόνισσα έκαψε την πίτα ή ποιο ήταν το τελευταίο προξενιό και αν ο πεθερός δώρισε στη νύφη χρυσή λύρα… Χωρίς να σταματήσω, την καλησπέρισα και μόλις άκουσα την ήρεμη φωνή της να λέει. Κούζε, (υποκοριστικό του Κοσμά) καλά είμαι. Εσύ; Εγώ συνέχισα το δρόμο μου.
Η φωνή της ήταν τόσο ήμερη που και μέχρι και σήμερα δεν την έχω ξεχάσει, αν και για πολλά χρόνια δεν την είχα ξαναδεί. Στα επόμενα χρόνια 1945-1950, με την αναταραχή και τον αλληλοσπαραγμό, η διαβίωση στην περιοχή του Γράμμου και τους πρόποδές του δεν ήταν ευχάριστη. Ο σύζυγός της Γρηγόρης, για να αποφύγει την επιστράτευση και την αρπαγή από τον τότε Δημοκρατικό Στρατό, και για να μη χάσει, τις δύο κόρες την Μάχη και την μικρή κόρη Ντίνα, αναγκάζεται να μετακομίσει στην Αλεξανδρούπολη μέχρι να κοπάσει ο εθνικός αλληλοσπαραγμός.
Στη μεγάλη και πικρή μετανάστευση του 1960, η μεγάλη κόρη μεταναστεύει στους Αντίποδες και αργότερα παίρνει τον ίδιο δρόμο και η αδελφή της, Ντίνα. Επιστρέφει στο χωριό ο σύζυγος της γιαγιάς Βασιλικής, αλλά η τύχη την χτυπά και χάνει τον σύζυγό της, μένει μόνη της αλλά με την αγάπη των παιδιών της, αν και σε προχωρημένη ηλικία, έρχεται στη Μελβούρνη να ζήσει με την κόρη της, Μάχη. Το μεγάλο κακό δεν άργησε να γίνει χάνοντάς από την ανίατη ασθένεια την προστάτιδα κόρη της, Μάχη. Έτσι όλες τις ευθύνες αναλαμβάνει η μικρή της κόρη που έζησε μαζί της έχοντας συντροφιά και παρηγοριά την εγγονή της Ελένη μέχρι το τέλος της ζωής της..
Η γιαγιά σε όλα της τα χρόνια που την γνώριζα δεν είχε άλλαξε ούτε στην ήρεμη ψυχή της αλλά ούτε και στην καθημερινή της εμφάνιση, το «τσεμπέρι» που φορούσε την έκανε χαρισματική και δυνάμωνε την προσωπικότητά της, απεικόνιζε και την γυναίκα του χωριού, την γυναίκα πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ζωή της μέχρι τα 105 της χρόνια ήταν ήρεμη και η παρουσία της στο οικογενειακό περιβάλλον αξιοσέβαστη.
Δεν γνωρίζω αν η γιαγιά Βασιλική σκέφθηκε ποτέ «αν θα ήταν προτιμότερο να μη μεταναστεύσει στην Αυστραλία» γιατί όλες οι αναμνήσεις της έμειναν πίσω εκεί που πραγματικά έζησε με όλες τις πτυχές της ζωής της. Πάνω σ’ αυτήν τη σκέψη και σε όλη την αλλαγή της ζωής και η πολύ αγάπη προς την γιαγιά της η εγγονή Ελένη προσπάθησε με τα χρώματα και το πινέλο να επιμεληθεί έναν τέλειο πίνακα της γιαγιάς της. Την Ελένη αν και την γνωρίζω από μωρό παιδί δεν γνώριζα όμως ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει με τόση ευχέρεια το χέρι της ζωγραφικής και για να με βγάλει από την έκπληξή μου, μου είπε.
«Θείο Κοσμά εσύ την γιαγιά μου την γνωρίζεις πολύ περισσότερο από μένα». «Ναι θα σου πω για την γιαγιά Βασιλική, όπως την έχω ζήσει και την ξέρω από τότε που γεννήθηκα και μεγάλωσα μαζί της. Την παρουσιάζω όπως ήταν, όπως την έζησα. Την σεβάστηκα και, πάνω απ’ όλα, την αγαπήσαμε όλοι μας.
«Η γιαγιά μου ζούσε στον δικό της κόσμο και δεν ήθελε να τον αλλάξει αλλά ούτε και ζήτησε ποτέ ν’ αλλάξει την ζωή της. Ούτε και εμείς της το ζητήσαμε γιατί ήρθε εδώ σε περασμένη ηλικία και ήθελε να κρατήσει τις συνήθειες της εποχής της γιατί έτσι πίστευε και ότι στην ζωή της υπήρχε η αφοσίωση προς τα πρόσωπα που έχουν φύγει πολύ νωρίτερα απ’ αυτήν εδώ την ζωή. Πιστεύω, αυτό την έκανε να είναι χαρισματική και, γενικά, αυτό που ήταν και μας έκανε να την αγαπάμε με όλη μας την καρδιά. Την είχαμε καμάρι και ήταν το «είδωλο» στο σπίτι μας. Την θαυμάζαμε και την θαύμαζαν για την καλοσύνη της, την υπομονή και την ευγένειά που είχε, όχι μόνο προς εμάς, αλλά προς τον κάθε συνάνθρωπο.
Όλα αυτά γύριζαν στο μυαλό μου για πολύ καιρό μέχρι μια μέρα πείρα στα χέρια μου το πινέλο και έτσι ο πίνακας έγινε αντικείμενο συζήτησης για να παρουσιαστεί στην έκθεση που πήρε μέρος στην γιορτή της ημέρας του International Women’s Day στο Hellenic Museum Melbourne στο 280 Williams Street, στις 9 Μαρτίου 2014.
Διαβάζοντας το άρθρο για την Γυναίκα και την τέχνη της στον «Νέο Κόσμο», αντίκρισα και την ζωγραφική της Ελένης Σαρτίνα, που την γνωρίζω από πολύ μωρό. Αν και είχα προσκληθεί για τα εγκαίνια του Μουσείου ήταν πρώτη φορά που θα πήγαινα στο Nafsika Stamoulis Museum, στο Williams and La Trobe Streets. Είναι ένα αξιοθαύμαστο κτίριο του 1869. Εκεί παραβρέθηκαν οι γυναίκες που πήραν μέρος στην έκθεση ζωγραφικής και έγιναν ομιλίες για την Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας, υπό την αιγίδα του πρέσβη της Ελλάδας, κ. Χρίστου Δαφαράνου, ο οποίος, στη σύντομη ομιλία του, επαίνεσε τους διοργανωτές και περιέγραψε το κτίριο του Μουσείου. Με ιδιαίτερη περιγραφή παρουσίασε τον εξωτερικό χώρο του κτιρίου και το παρομοίωσε με τα θερινά θέατρα της πατρίδας.
Η κύρια ομιλήτρια ήταν η κυρία Εύα Τ. Δαφαράνου. σύζυγος του κυρίου πρέσβη της Ελλάδας. Στην συνέχεια οι παραβρισκόμενοι απόλαυσαν τους πίνακες εκφράζοντας ο καθένας τους την ικανοποίηση από τα εκθέματα Προσωπικά δεν είμαι και δεν καταλαβαίνω τον Picasso, αλλά το πινέλο της Ελένης παρουσίασε μία εξαιρετική εργασία. Αν και δεν είμαι ειδικός. Μπράβο Ελένη.