Η ελληνική μουσική πρόκειται να φιλοξενηθεί για πρώτη φορά στον περίφημο χώρο της jazz σκηνής της Μελβούρνης, Bird’s Basement, μέσα από τους ρεμπέτικους ήχους του συγκροτήματος ”Tsiftes”, την Παρασκευή, 28 Απριλίου.

Παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος χώρος συνδέεται παραδοσιακά με τη jazz μουσική, πρόσφατα αποφάσισε να διευρύνει τους μουσικούς του ορίζοντες, με τα ρεμπέτικα να αποτελούν μία αξιοσημείωτη προσθήκη στο ρεπερτόριό τους.

Το ρεμπέτικο μουσικό σχήμα ”Tsiftes” επιθυμεί να διαδώσει το πολιτιστικό φαινόμενο, της ρεμπέτικης μουσικής, η οποία ενσάρκωσε τόσο την ελληνική ζωή της αστικής τάξης μεταξύ 1920-1950, όσο και τον ελληνικό πολιτισμό γενικότερα.

«Σκοπός μας είναι να ευαισθητοποιήσουμε το κοινό, γύρω από το είδος της ρεμπέτικης μουσικής. Λατρεύουμε τα ρεμπέτικα τραγούδια και θέλουμε να τα γνωρίσει περισσότερο ο κόσμος», λέει ο Alexander Petropoulos στον «Νέο Κόσμο», ο οποίος συνοδεύει το συγκρότημα στην κιθάρα και το τραγούδι.

Η πολιτισμική σημασία και ο «βαρύς» ήχος από τον οποίο χαρακτηρίζεται αυτό το είδος, λειτούργησαν σαν μαγνήτες για τον Alexander, ο οποίος, αν και μόλις 22 χρόνων, ασχολείται πιο πιστά με τη ρεμπέτικη μουσική εδώ και ένα χρόνο τώρα.

«Είχα μια θεία η οποία ασχολείτο με τα ρεμπέτικα», μας λέει, κάνοντας μία σύντομη αναδρομή και μιλώντας για το πρώτο έναυσμα το οποίο θυμάται ότι τον παρακίνησε να ασχοληθεί με αυτό το είδος.

«Μου άρεσε πολύ το ‘βαρύ’ αλλά και ‘ωμό’ ποιόν του ήχου καθώς και των στίχων της μουσικής αυτής».

Με αφορμή το ενδιαφέρον του Alexander για τα ρεμπέτικα, η θεία του, τον παρέπεμψε στον Con Calamaras, ο οποίος για πολλούς θεωρείται «βετεράνος» του ρεμπέτικου στη Μελβούρνη.

«Όλα ξεκίνησαν όταν συναντήθηκα με τον Con στο μαγαζί ‘Triakosia’ του Clifton Hill. Εκεί κάθε εβδομάδα γίνονταν μουσικές βραδιές. Αφού πήγα και είδα, πήρα μια μέρα την κιθάρα μου και πήγα. Ο Con με καλωσόρισε με μεγάλη εγκαρδιότητα».

Οι μουσικές αυτές βραδιές κατέληξαν να γίνουν «γραφείο μουσικών συνοικεσίων» , καθώς εκεί ο Alexander γνώρισε τους υπόλοιπους μουσικούς του συγκροτήματος, Stav Thomopoulos, Niko Kapralos και Jenny Dixon στο βιολί.

Η τελευταία, μάλιστα, αν και η μόνη μη Ελληνίδα του συγκροτήματος, ανέπτυξε μία ιδιαίτερη προτίμηση προς το είδος αυτό της ελληνικής μουσικής.

Μάλιστα, εκτός από τη Jenny, κάτι που φαίνεται να εξέπληξε ευχάριστα τον Alexander, είναι πως το ρεμπέτικο, φάνηκε να έχει ιδιαίτερη απήχηση σε ένα ευρύτερο κοινό, πέραν του ελληνικού.

«Υπάρχει μεγάλη αγορά και για τους μη Έλληνες», σχολιάζει ο Alexander.

«Οι άνθρωποι εκτιμούν τον ‘βαρύ’ ήχο, καθώς και τα νοήματα τα οποία προβάλλονται μέσα από τα «ωμά» ρεμπέτικα τραγούδια».

Σύμφωνα με τον 22χρονο ομογενή, αυτό δημιουργεί μία «αντίθεση σε σχέση με τη μουσική που κυκλοφορεί στις μέρες μας», γεγονός που ενδεχομένως να εξηγεί την απήχηση αυτή προς το συγκεκριμένο είδος.

Ωστόσο, η ρεμπέτικη μουσική αν και φέρει ιδιαίτερη πολιτισμική σημασία για την Ελλάδα, καθώς αποτελούσε τη «φωνή» των φτωχών και περιθωριοποιημένων σε μια εποχή που στιγματίστηκε από τον πόνο της αγάπης, της απώλειας και της προσφυγιάς, ο Alexander εκφράζει μια ανησυχία σε σχέση με τη διατήρηση και την επικαιρότητα του είδους αυτού στη μουσική σκηνή τόσο της Αυστραλίας όσο και της Ελλάδας.

«Είναι κρίμα που δεν βρίσκεις πλέον ούτε στην Ελλάδα, πολλά μουσικά σχήματα τα οποία να παίζουν ρεμπέτικα», παραδέχεται.

Ο 22χρονος ρεμπέτης, δήλωσε μάλιστα πως πολλοί από το συγκρότημα πρόκειται να ταξιδέψουν στην Ελλάδα τον Ιούλιο.

«Ελπίζουμε να καταφέρουμε να παίξουμε με σημαντικά ονόματα της ελληνικής μουσικής», πρόσθεσε, με τον ενθουσιασμό να διακρίνεται αισθητά στη φωνή του.

Ο παλμός της «ετοιμοθάνατης» παράδοσης στη Μελβούρνη, φαίνεται να διατηρείται ζωντανός από νεαρούς μουσικούς όπως είναι η Stav και ο Alexander, οι οποίοι ελπίζουν να συμβάλλουν στην αναβίωση της ρεμπέτικης μουσικής, εμπνέοντας και άλλους νέους Έλληνες να ασχοληθούν.

«Είναι πέντε-έξι άτομα από αυτά που έρχονται και μας βλέπουν, ηλικίας 18 ή και 20 χρ;onvν. Μάλιστα, έχουμε δει και μερικά 8χρονα ή 10χρονα, γεγονός που μας ευχαριστεί ιδιαίτερα».

«Για μας είναι πολύ σημαντικό να βλέπουμε νέα παιδιά να ασχολούνται και να ενδιαφέρονται για τα ρεμπέτικα».

«Αυτό είναι άλλωστε που μας δίνει ελπίδα. Ότι αυτό το είδος μουσικής δεν πρόκειται να ‘πεθάνει’».