Την Παρασκευή, 24 Μαρτίου 2023, στις 10.00πμ. πέρασε στα Ηλύσια Πεδία ο μεγάλος ευεργέτης, ίσως ο μεγαλύτερος ανθρωπιστής του μεταπολεμικού Ελληνισμού της Αυστραλίας, ο ευπατρίδης Ζήσης Δαρδάλης (Τσαούσης) σε ηλικία 85 ετών, νικημένος από την ασθένεια της άνοιας που τον είχε απομονώσει από το οικογενειακό, φιλικό και ομογενειακό του περιβάλλον τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια. Η οικογένειά του επί δέκα χρόνια κουβάλησε το σταυρό της φροντίδας και στάθηκε δίπλα του, τον συμπαραστάθηκε και του αφιέρωσαν τη δική τους κοινωνική ζωή.
Ο Ζήσης Δαρδάλης, ο Μαικήνας του αυστραλιώτη Ελληνισμού γεννήθηκε στην κωμόπολη Σιάτιστα του Νομού Κοζάνης στις 29 Ιουνίου 1938. Πατέρας του ήταν ο Χρήστος Τσαούσης ή Δαρδάλης και μητέρα του η Πολυξένη το γένος Ζήση Πρόκα. Με την κήρυξη του Πολέμου, ο Χρήστος Δαρδάλης κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και κίνησε εκστρατεία μαζί με άλλους Κοζανίτες αγωνιστές πατριώτες κατά των Γερμανών και Βούλγαρων επιδρομέων στη Μακεδονία. Το Μάρτιο του 1943 ο Χρήστος Δαρδάλης κατέβηκε από τα λημέρια του Διλόφου, όπου ήταν κρυμμένος με τους άλλους αγωνιστές, για να μεταφέρει την άρρωστη γυναίκα του στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Η Πολυξένη Δαρδάλη από τις κακουχίες της κατοχής και από τις ελλείψεις που προκαλούσε η απουσία του πατριώτη άντρα της στα βουνά είχε προσβληθεί από πνευμονία. Η μεταφορά της στο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης ή των Αθηνών είχε κριθεί από το μοναδικό γιατρό της περιοχής ως απαραίτητη προϋπόθεση για επιβίωση. Δυστυχώς, ο εφιάλτης καραδοκούσε. Άγνωστοι δωσίλογοι ειδοποίησαν το αρχηγείο της Γκεστάπο και συνέλαβαν τον Χρήστο Δαρδάλη την ώρα που βρισκόταν με την άρρωστη γυναίκα του στο ξενοδοχείο της Κοζάνης, για να τον μεταφέρουν στα υπόγεια της Γκεστάπο στην Κοζάνη. Ακολουθούν σκηνές φρίκης και τραγωδίας όταν απεγνωσμένα προσπαθούσε η άρρωστη γυναίκα του να τον σώσει από τα χέρια των γκεσταπιτών με αναφιλητά και παρακάλια. Ο Χρήστος Δαρδάλης κατά τη μεταφορά του στο αρχηγείο πετάχθηκε απελπισμένα από το όχημα για να δραπετεύσει. Ακολούθησε σύντομο κυνηγητό και εκτέλεσή του μέσα στους δρόμους της Κοζάνης.
Ωστόσο, η μοίρα που δεν είχε ολοκληρώσει το τραγικό της έργο καιροφυλακτούσε. Απαρηγόρητη η γυναίκα του Πολυξένη, καταλήφθηκε από υψηλό πυρετό και επιδεινώθηκε η υγεία της. Ο αδύναμος οργανισμός της δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Ψυχολογικά είχε ακολουθήσει τον άντρα της στις σκηνές εκείνες της φρίκης που προηγήθηκαν της εκτέλεσης. Η εκτέλεσή του της στέρησε τη δύναμη για αντοχή. Σαράντα περίπου μέρες μετά την εκτέλεση του άντρα της πέθανε από πνευμονία, εγκαταλείποντας τον πεντάχρονο και πεντάρφανο Ζήση Δαρδάλη στην αγκαλιά της αδελφής της Φωτεινής Πρόκα. Η θεία προστάτευσε τον ανήσυχο Ζήση μέχρι να γίνει εννέα χρόνων για να τον κλείσει τελικά στο Εθνικό Ορφανοτροφείο Φλώρινας το 1947. Ο Μαικήνας περέμεινε στο ορφανοτροφείο της Φλώρινας μέχρι το 1951, και αφού τελείωσε εκεί το Δημοτικό Σχολείο μεταφέρθηκε στην Τεχνική Σχολή “Αριστοτέλης” Καλαμαριάς από το 1951 έως το 1953, όπου έμαθε την τέχνη του μηχανοξυλουργού, μια τέχνη που τον βοήθησε πολύ αργότερα να αυτοσχεδιάζει και να φτιάχνει μόνος του τα πρώτα μηχανήματα του εργοστασίου του. Εκεί για πρώτη φορά συναντήθηκαν τα βήματά του με μια άλλη ηγετική φυσιογνωμία, η οποία διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία του Ελληνισμού της Αυστραλίας, τον Ιερόθεο Κουρτέση, ο οποίος ως πρωθιερέας στην Καλαμαριά ήταν και υποδιευθυντής του “Αριστοτέλη”.
Το 1953 πήγε στη Θεσσαλονίκη ο θείος του, Νίκος Δαρδάλης, ζωέμπορος και τσαμπάζης σε ολόκληρη τη Μακεδονία και τον έβγαλε από τον “Αριστοτέλη” για να τον πάρει μαζί του ως σφάχτη και βοηθό του. Για επτά χρόνια ο Ζήσης Δαρδάλης ακολούθησε τον θείο του σε όλα τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Μακεδονίας από όπου αγόραζαν τα ζώα προς σφαγή: γίδια, πρόβατα, μοσχάρια, αγελάδες και βουβάλια. Σε χιλιάδες ανέρχονται τα ζώα που έσφαξε ο Μαικήνας. Μέχρι τα τελευταια του, όμως, περηφανευόταν διότι είχε ελαφρύ χέρι και τα ζώα δεν τυραννήθηκαν κατά τη διάρκεια της σφαγής. Ο Ζήσης Δαρδάλης θυμάται ατέλειωτες μέρες σκληρής και απάνθρωπης εργασίας, θυμάται την ημέρα που άρχιζε με την αυγή και τελείωνε μετά τα μεσάνυχτα, διηγείται ατελείωτες ιστορίες με ζώα που πόνεσε και λυπήθηκε, με ζώα που έσφαξε μηχανικά, θυμάται τις σχέσεις του με τον θείο του, τις δύσκολες μέρες των Χριστουγέννων και του Πάσχα, τα σκοτεινά και ανήλιαγα δωμάτια που έπαιρνε τη ζωή των ζώων για να ζήσουν οι άνθρωποι και να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα, θυμάται τη δύσκολη δεκαετία του πενήντα, την αβέβαιη πολιτική κατάσταση, ένα παρόν που δεν προοιώνιζε μέλλον.
Στις 19 Ιουνίου 1960 έφθασε στην Αυστραλία. Είχε κουρασθεί να σφάζει. Τον κάλεσε η αδελφή του, Νούσιου Δαρδάλη, η οποία βρισκόταν εδώ από το 1956. Η Αυστραλία είχε περισσότερα ζώα για σφαγή. Είχε ανάγκη από εκδορείς, κοινώς γδάρτες. Της ενέκριναν την πρόσκληση με ευχαρίστηση. Εγκαταστάθηκε στο Yarraville στο σπίτι της αδελφής του. Κουρασμένος από τη δουλειά του σφαγέα και εκδορέα στην Ελλάδα, ο Μαικήνας αναζήτησε την αλλαγή. Κατέφυγε για εργασία στο Glass Factory, εργοστάσιο από το οποίο είχαν περάσει οι μισοί Έλληνες μετανάστες της Μελβούρνης, οι άλλοι μισοί είχαν περάσει από τον Tom Piper. Η θητεία του εδώ υπήρξε εφήμερη. Τρεις μέρες αργότερα εγκατέλειψε το εργοστάσιο ύστερα από μια δραματική περιπέτεια που είχε στη νυχτερινή βάρδια. Είχε αρπάξει ο Ζήσης τον επιστάτη, τον καγιά του από τα μουστάκια γιατί δεν κατέθετε την αλήθεια στη διεύθυνση του εργοστασίου για ζημιά που προηγήθηκε. Τον έδιωξαν για χειροδικία.
Την επομένη αναζήτησε την τύχη του στο σφαγείο Swift στο Newport, όπου και δούλεψε για τέσσερις μήνες στα απέραντα ψυγεία των κρεάτων. Η φύση της εργασίας δεν τον κέρδισε. Ούτε και η τρίτη του εργασία στα δέρματα του William Anglis όπου δούλεψε μόνο για δύο μήνες, ούτε και τα 2,5 χρόνια που ανάλωσε στο πλυντήριο και σιδερωτήριο υφασμάτων Day Craft, όπου έγινε προϊστάμενος και αντικατέστησε πολλούς εργάτες με ελληνικό προσωπικό. Εργαζόμενος στο Day Craft, είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει την θεία του Φωτεινή Πρόκα, η οποία έφτιαχνε Dim Sims στο γκαράζ του σπιτιού της στο Footscray. Τη θεία του Φωτεινή που τον είχε προστατεύσει στα δύσκολα χρόνια της ορφάνιας του ο Μαικήνας την έφερε με πρόσκληση του το 1962. Εννέα μήνες μόνον δούλευε η Φωτεινή Πρόκα με τους Κινέζους, από τους οποίους είχε μάθει την τέχνη. Ο Ζήσης κατέγραψε τους μηχανισμούς της παρασκευής και συμφώνησε με τη θεία του να φτιάχνουν τα Dim Sims για να τα πουλά αυτός την επομένη, μετά τη δουλειά του στο Day Craft, στα ελληνικά ψαράδικα. Το πρωί ο Μαικήνας τραβούσε κουπί στο Day Craft, το βράδυ στα ελληνικά ψαράδικα. Σε τρεις μήνες αγόρασε ένα Café στο 38 Napier Street, στο Footscray, ένα εγκαταλελειμμένο μαγαζί και εκεί άρχισε η μαζικότερη παραγωγή. Όλα τότε παρασκευάζονταν με το χέρι, αρχικά στο γκαράζ, μετά στο Café. Το αλεύρι συχνά χαλούσε, το λάχανο μύριζε. Η Φωτεινή έφτιαχνε, ο Μαικήνας πουλούσε.
Τα πράγματα άλλαξαν όταν ο Ζήσης εγκατέλειψε το Day Craft και αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στο εργοστασιάκι που άνοιξε στο Footscray με 14 εργάτες, τους οποίους αύξησε σε 22, μέχρι το 1970 που έμεινε εκεί. Μαζί με τα Dim Sims άρχισε να παρασκευάζει και spring rolls, μέχρι 140 ντουζίνες ετοίμαζαν την ημέρα στο τηγάνι, με το χέρι (συγκρίνονται οι 140 ντουζίνες με τις 140.000 που παράγει το 2023 ημερησίως;). Έτσι γεννήθηκε το Marathon Foods Industry, με έναν Δαρδάλη που έκανε καθημερινό Μαραθώνιο για να προλάβει τις παραγγελίες. Η εμπορική εμβέλεια και η δυναμική του εργοστασίου δεν ξεπερνούσε τη μητροπολιτική περιοχή της Μελβούρνης. Στόχος εμπορικός οι Έλληνες που διατηρούσαν τα «ρεστοράνια», οι ψαράδες, και οι χονδρέμποροι που έκαναν διανομή στην επαρχία, ο Κώστας Γελάλης (Harcon), ο Τομ Κύβελος, ο Τζιμ Διαμαντάρης, ο Γιάννης και Κώστας Κοσμάς, οι Borg Brothers, οι PFD και ο John Lewis. Τα δρομολόγια γίνονταν με δύο διαφορετικές αποστολές Δευτέρα και Πέμπτη η μία αποστολή, Τρίτη και Παρασκευή η άλλη.
Το 1970 δημιουργήθηκε η ανάγκη να οργανωθεί ευρύτερος χώρος, να αναδομηθεί το εργοστάσιο, να αναβαθμιστούν τα προϊόντα του Marathon Foods Industry. Το εργοστάσιο μεταφέρεται στο 119 Nicholson Street, East Brunswick (1970-1978). Ο αριθμός των εργατών αυξήθηκε σε 40 άτομα, ενώ παράλληλα εισάγονται και φτιάχνονται μηχανήματα. Τα προϊόντα του μπαίνουν στην κεντρική ιχθυαγορά της Μελβούρνης. Ανοίγουν νέοι ορίζοντες για τη βιομηχανία παραγωγής των προϊόντων αυτών. Ο Μαικήνας επιμένει. Το Πάσχα του 1978 του προσφέρεται η ευκαιρία που περίμενε. Ένα εργοστάσιο που καθάριζε εντεριές στο 51-53 Hobsons Road, Kensington, έκλεισε. Οι χώροι και οι δυνατότητες επέκτασης και εξωραϊσμού είναι θετικότατες. Η προσφορά για την αγορά του εγκαταλελειμμένου εργοστασίου γίνεται ταχύτατα και επαγγελματικά. Σε τρεις ημέρες η συμφωνία έκλεισε. Το εργοστάσιο μεταφέρθηκε στις νέες εγκαταστάσεις, αφού προηγουμένως αυτές αναβαθμίζονται. Διατηρώντας αυτά τα προϊόντα, αυξάνονται τα μηχανήματα και η παραγωγή. Η ζήτηση συνεχίζει να αυξάνει αλματωδώς. Αγοράζει ο Μαικήνας και διαλύει στη συνέχεια την… αντιπολίτευση, δύο κινέζικες εταιρείες και μία ελληνική. Στις 18 Ιουλίου 1982, στην ακμή της εμπορικής δράσης, άγνωστοι βάζουν φωτιά στο εργοστάσιο. Στις 21 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ο άκαμπτος και ανεπηρέαστος βιομήχανος έχει έτοιμες τις νέες εγκαταστάσεις. Από εδώ αρχίζει πλέον η βιομηχανική απογείωση. Ο Μαικήνας με τους μηχανικούς που εργοδοτεί μαστορεύει μέσα στο εργοστάσιο, δημιουργεί και παράγει νέα μηχανήματα. Τις ιδέες τις συγκεντρώνει από τις γόνιμες περιοδείες του στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές εκθέσεις μηχανημάτων τροφίμων. Στόχος του όμως είναι η διεύρυνση της βιομηχανίας στην Ευρώπη και στην Ασία. Τον ενδιαφέρουν οι εξαγωγές. Η αγορά της Αυστραλίας δεν τον ικανοποιεί πλέον, δεν τον αντιπροσωπεύει. Η ίδρυση και λειτουργία τεράστιας βιομηχανικής μονάδας στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας, για τις αγορές της Ανατολικής Ευρώπης, δεν τον γεμίζει. Προσβλέπει σε μια πλήρη αναβάθμιση του εργοστασίου του στην Αυστραλία, για να εξουσιάσει τη λεκάνη της Ασίας.
Το 1997, η παραγωγή του Μαικήνα στο εργοστάσιό του Marathon Foods Industry καλύπτει το 65% της συνολικής παραγωγής και ζήτησης της αγοράς της Αυστραλίας στα προϊόντα Dim Sims, Chicken Dim Sims, Chicken and Prawn Rolls, Mini Rolls, Hamburgers, Spring Rolls, και τελευταία σε πίτες τριών ειδών, τυροκεφτέδες και σουτζουκάκια που εξάγονται στην Ελλάδα και στις αγορές της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Τα προϊόντα του πλέον εξάγονται σε ολόκληρη την Ασία και τη Νέα Ζηλανδία. Ας δώσουμε μια απογραφική κατάθεση της βιομηχανίας. Στο εργοστάσιο του Kensington απασχολούνται περί τους 90 εργάτες, παράγονται προϊόντα συνολικού βάρους 80 τόνων ημερησίως, για παράδειγμα 1200 Dim Sims το λεπτό και 120.000 Spring Rolls στο οκτάωρο. Η ετήσια συνολική αξία των πωλήσεων μόνον στην Αυστραλία ξεπέρασε τα 20 εκατομμύρια δολάρια, ενώ αναμενόταν να διπλασιασθεί στα επόμενα χρόνια με την έναρξη των μαζικών εξαγωγών στη λεκάνη της Ασίας και της Ευρώπης. Οι μηχανικοί του εργοστασίου παρ’ όλα αυτά επιχειρούν να κατασκευάσουν νέα μηχανήματα και να ανεβάσουν την παραγωγή. Σε αντιπαροχή και πέρα από τις επιμέρους προσφερόμενες υπηρεσίες η βιομηχανία τους προσφέρει κάθε Παρασκευή δίωρη εκπαίδευση σε θέματα υγιεινής, ασφάλειας από ειδικούς που έρχονται από τα Κολλέγια και τα Πανεπιστήμια της Μελβούρνης. Τα προϊόντα της βιομηχανίας δεν τα ακουμπά ανθρώπινο χέρι, δεν περιέχουν συντηρητικά ούτε χρώματα ούτε χημικά γεύσης. Στην περίοδο που ακολούθησε η βιομηχανία ανάλωσε πολλά εκατομμύρια δολάρια για να κατασκευάσει νέες πτέρυγες και να εξοπλισθεί με τέλεια γερμανικά και ιταλικά μηχανήματα, επένδυση πολλών εκατομμυρίων επίσης για να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις του μέλλοντος.
Άφησα ως αντίδωρο να παρουσιάσω στο τέλος την ονομασία Marathon. Ο Μαικήνας εξηγεί: “Αποφάσισα μετά από ένδεκα μήνες να ονομάσω τη δουλειά μου Marathon, διότι επρόκειτο για έναν καθημερινό Μαραθώνιο. Έτρεχα καθημερινά με υπερβολική ταχύτητα για να προλάβω τα ψαράδικα, ένας διαρκής Μαραθώνιος, που μέσα σε δέκα μήνες μου κόστισε έντεκα κλήσεις για παραβάσεις της τροχαίας για υπερβολική ταχύτητα και αφαίρεση της άδειας δύο φορές.”
Μετά την προσβολή του Μαικήνα Ζήση Δαρδάλη από άνοια το 2008, σε μια εποχή που το δημιούργημά του, το ΕΚΕΜΕ περνούσε δύσκολη κρίση, η ενασχόλησή του άρχισε προοδευτικά να μειώνεται. Η εξασθένηση των νοητικών λειτουργιών, της αντίληψης, κρίσης, του λόγου και βέβαια της μνήμης, άρχισαν προοδευτικά να δαμάζουν τη θέληση και το πάθος του Δαρδάλη. Το 2010 αναλαμβάνει τη γενικότερη κατάσταση της διαχείρισης αποκλειστικά η οικογένειά του. Η σύζυγός του Σάλλη, οι θυγατέρες του Τζένη και Χριστίνα, και ο γαμπρός του Λάζαρος και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, αναλαμβάνουν δράση και την πρωτοβουλία. Ο γίγαντας της αντοχής και της προσφοράς, ο άνθρωπος που έδωσε σε όλους τους άλλους ό,τι αυτός είχε στερηθεί από παιδί (όπως επαναλάμβανε), παραιτήθηκε σιγά-σιγά από το περιβάλλον του. Εκατοντάδες ομογενείς στην Αυστραλία αλλά και Ελλαδίτες και Κύπριοι, όλοι αυτοί που είχαν γίνει αποδέκτες της αρχοντικής του φιλοξενίας, της αγάπης του, της… δαρδάλιας στοργής, πρώτα ρωτούσαν για την υγεία του Ζήση Δαρδάλη. Επί 13 χρόνια η κατάσταση της υγείας του αποτελούσε συνειρμό με την Αυστραλία. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι θα μπορούσε να υπάρχει Ελληνισμός στην Αυστραλία χωρίς τον Ζήση Δαρδάλη.
Θα κλείσω το σημείωμα αυτό καταθέτοντας την άφατη στοργή, τον τιτάνιο αγώνα που ανέλαβαν να τον φροντίζουν, καθημερινά και αδιάλειπτα η θυγατέρα του Τζένη και η σύζυγός του Σάλλη. Επί χρόνια, ημέρα με την ημέρα, πρωί και απόγευμα, μοιράζονταν οι δύο γυναίκες τη φροντίδα του συζύγου και πατέρα τους. Με υπομονή και καρτερικότητα, με πόνο και αισιοδοξία, ώρες ατέλειωτες να τον φροντίζουν, να τον περιποιούνται. Ένιωθαν την ίδια αγάπη για τον Ζήση μέχρι την ημέρα που αυτός πέρασε τα σύνορα της εφήμερης αυτής ζωής. Τους αξίζει έπαινος. Ας γίνουν παραδείγματα προς μίμηση για χιλιάδες θύματα της άνοιας που (δεν) ζουν αυτοτραυματισμένοι, από την εγκεφαλική αυτή δυσλειτουργία.