Το σπίτι των Ελλήνων γονέων μου, είναι σαν μια ξένη χώρα: Εκεί κάνουν τα πράγματα διαφορετικά.*
Οι ενδείξεις του ζεστού και κρύου νερού είναι τοποθετημένες ανάποδα στη βρύση, ενώ το δοχείο με τον ελληνικό καφέ, έχει την ταμπέλα της ζάχαρης, και η ζάχαρη του καφέ.
Το φαγητό πρέπει να είναι πάντα καλυμμένο, μην τυχόν και πάει κάποια μύγα, σφήκα, κουνούπι ή μυρμήγκι.
Κάθε τι που λέγεται, πρέπει να επαναλαμβάνεται τρεις φορές, μία για κάθε καινούριο ζευγάρι ακουστικών βαρηκοΐας, τα οποία βρίσκονται ακόμα μέσα στα καινούργια τους πακέτα, κάπου στο συρτάρι.
Φορώντας το καπέλο ενός Έλληνα ψαρά, ο πατέρας μου φροντίζει επίσης να φοράει χειρουργική μάσκα και γάντια πριν βγάλει τα σκουπίδια, καθώς παραμονεύει ακόμα ο κίνδυνος του κορονοϊού.
Βέβαια, όλα σταματούν όταν έρθει η ώρα για τα νέα.
Ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του, καθώς κοιτάει το ρολόι στην κουζίνα, τη στιγμή που ακούγεται ο ήχος-προάγγελος των ραδιοφωνικών ειδήσεων.
«Πολύ καλό ρολόι. Ώρα Γκρίνουιτς», λέει αναφερόμενος στο ρολόι αυτό της μάρκας Citron, το οποίο αγοράστηκε πριν από 40 χρόνια, αλλά εξακολουθεί να είναι εξίσου ακριβές με τα τυπικά ρολόγια στο Βασιλικό Αστεροσκοπείο Greenwich.
Πέρυσι στις 3 Σεπτεμβρίου ήρθα στο Oakleigh για να φροντίσω τους γονείς μου, όσο η αδελφή μου ήταν διακοπές στο εξωτερικό.
Και όμως είμαι ακόμη εδώ. Όπως όλοι μας.
Η αδελφή μου κι εγώ μένουμε πλέον με τους γονείς μας, και ο αδελφός μου με την οικογένειά του μένουν στο διπλανό σπίτι.
Όπως τότε, τον καιρό πριν παντρευτούν και μετακομίσουν από το σπίτι ο αδελφός μου και η αδερφή μου.
Μοναδικό ζευγάρι οι γονείς μου.
Η μητέρα μου «τα βάζει» με τα φάρμακά της και βωμολοχεί.
«Αυτό το καθίκι», λέει την ώρα που παίρνει το χάπι της νύχτας, ελπίζοντας ότι αυτό «θα του μάθει» να μην κολλάει στον ουρανίσκο της.
Ο πατέρας μου προτιμά τις χειρονομίες για να εκφράσει την αγανάκτησή του, όσον αφορά τα θέματα υγείας του.
Με την παλάμη του στραμμένη προς τα μέσα και τα δάχτυλά του τεντωμένα προς την κατεύθυνση της λεκάνης του, καταλαβαίνω ακριβώς τι θέλει να πει για την ακράτειά του.
Ο πατέρας μου έγινε 90 ετών στις 3 Μαρτίου και η μητέρα μου στις 3 Απριλίου.
Κουβαλώντας στις πλάτες τους σχεδόν έναν αιώνα ζωής, τα δυσάρεστα νέα της επικαιρότητας δε φαίνεται να τους αναστατώνουν ιδιαίτερα.
«Δεν πεθάναμε το ’41, τώρα θα πεθάνουμε;» λέει με μία δόση σαρκαστικής απορίας.
Και έχει δίκιο. Εάν ο Έλληνας δεν πέθανε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εισβολής το 1941 και της κατοχής που ακολούθησε, τότε μπορεί να επιβιώσει ξηρασίες, πλημμύρες, κορονοϊό και πληθωρισμό 8%.
Ωστόσο, όλα τους θυμίζουν τη θνητή τους φύση.
Ο πατέρας μου βλέπει συνεχώς το ίδιο όνειρο στον ύπνο του. Ότι βρίσκεται μέχρι το λαιμό βουτηγμένος στο νερό και μετά το κεφάλι του εξαφανίζεται. Αναρωτιέται τι να σημαίνει.
Η μητέρα μου ξέρει.
«Ώρα σου καλή, καλό ταξίδι» και «Καλή ανάπαυση», λέει την ώρα που στέκεται πάνω από το φέρετρο κάθε φιλικού της προσώπου, στις Ελληνικές Ορθόδοξες εκκλησίες.
«Κράτα το χέρι μου», λέει όσο της το κρατάω, καθώς ξαπλώνουμε μαζί στο κρεβάτι της ακούγοντας την Κυριακάτικη λειτουργία του Αγίου Παντελεήμονα, νοτιοανατολικά της Μελβούρνης, στο 3XY Radio Ellas.
Οι αναμνήσεις είναι οι καλύτεροι φίλοι των γονιών μου αυτές τις μέρες, και ο χρόνος και η μοναξιά ο χειρότερος εχθρός τους.
«Και θα σε περιμένουμε σαν την Ανάσταση», λέει ο πατέρας μου , όσο λησμονά την επιστροφή μου από τη δουλειά κάθε μέρα, με τον ίδιο τρόπο που ανυπομονεί να έρθει το Πάσχα
«Α, πώς πέρασαν τα χρόνια», συμπληρώνει, θρηνώντας το πέρασμα του χρόνου.
Απαγγέλει ένα ποίημα που έμαθε στην Δ’ Δημοτικού όσο ήταν στην Ελλάδα, για ένα αγόρι που ήθελε να γίνει πιλότος.
Ονειρευόταν να γίνει κι εκείνος πιλότος. Εντέλει, έγινε οικοδόμος.
«Αεροπόρος θα γινώ
στη γη να μην αγγίζω
να βρίσκομαι στον ουρανό
τα σύννεφα να σκίζω»
Θυμάται τα όνειρα ενός παιδικού του φίλου, του Σπύρου, ο οποίος τυχαίνει να είναι και συνονόματός του.
Από τις στάχτες των γειτονικών χωριών Άνω και Κάτω Κερδυλίων, τα οποία καταστράφηκαν από τους Ναζί στις 17 Οκτωβρίου 1941, γεννήθηκε μία φιλία ανάμεσα στα δύο αγόρια τα οποία μοιράζονταν το όνομα Σπύρος.
Όσο έζησαν στο καινούριο χωριό που συστάθηκε, τα Νέα Κερδύλια, οι δύο φίλοι πήγαιναν μαζί στο σχολείο, χόρευαν μαζί ρεμπέτικα, χασάπικο και έκαναν μαζί καντάδα στις γυναίκες που αγαπούσαν.
Σχεδίαζαν ακόμα και να μεταναστεύσουν μαζί.
«Θα πάω στην Αυστραλία ή στη Γερμανία», του είπε ο φίλος του ο Σπύρος, όσο αμφιταλαντευόταν ανάμεσα σε αυτές τις δύο χώρες.
Ωστόσο ο φίλος του πατέρα μου έφτασε μόνο 100χλμ. πιο μακριά, στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, τη Θεσσαλονίκη, όπου παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, αλλά έφυγε νωρίς από τη ζωή.
«Αιωνία σου η μνήμη, φίλε Γκόλφη», λέει με θλίψη ενθυμούμενος τον φίλο του.
Οι ιστορίες των γονιών μου φέρουν την αξία ενός ολόκληρου αιώνα αναμνήσεων.
Ίσως μπορέσουμε να προσθέσουμε μερικές ακόμα ιστορίες στη συλλογή τους όσο μένουμε μαζί τους και τους φροντίζουμε ο αδερφός, η αδερφή μου κι εγώ.
Τουλάχιστον εκπληρώσαμε αυτή τους την επιθυμία.
Ακριβώς όπως ήταν γραφτό να γίνει.
*Παράφραση της εναρκτήριας πρότασης του μυθιστορήματος: «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: εκεί κάνουν τα πράγματα διαφορετικά» – “The past is a foreign country: they do things differently there”,The Go-Between, L.P. Hartley, (1953).