Σκαλίζοντας τα αρχεία του «Νέου Κόσμου», το βλέμμα μου έπεσε σε ένα τεύχος που αμέσως μου τράβηξε την προσοχή. Η ημερομηνία έγραφε Πέμπτη, 27 Απριλίου 1967. Ήταν έξι ημέρες από την επιβολή της χούντας των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα και για την ακρίβεια ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Σκέφτηκα πως θα ήταν ενδιαφέρον να δω πώς έβλεπε η παροικία την εξέλιξη αυτή και πώς είχε επηρεαστεί η ψυχολογία των ομογενών που προετοιμάζονταν για τη γιορτή του Πάσχα.
Δεν χρειάστηκε να το ψάξω πολύ μιας και μόλις στη σελίδα 3 βλέπω τον τίτλο: «ΠΑΣΧΑ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟΝ».
Το άρθρο αντικατοπτρίζει με λυρισμό και πάθος το συναίσθημα των Ελλήνων της Αυστραλίας απέναντι στη χούντα και την πρόθεση υποστήριξής τους προς τα «αδέρφια στην Ελλάδα». Γράφει, λοιπόν, ο Β. Κωνσταντόπουλος στο άρθρο του με τον τίτλο, «ΠΑΣΧΑ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟΝ» (η γλώσσα και η ορθογραφία αποδίδονται όπως στο πρωτότυπο):
«Κατά τις μεγάλες αύτές μέρες τής Χριστιανωσύνης ή σκέψη κάθε “Ελληνος τρέχει άρκετούς αιώνες πίσω στήν έποχή πού ό θεάνθρωπος μαρτυρούσε έπάνω στόν σταυρό έπειδή έδίδαξε τήν άγάπη καί τήν ομόνοια. Τρέχει είς τόν θάνατόν Του πού ύπήρξε ή άφορμή τής αιώνιας νίκης. Τής νίκης πού έπί δύο χιλιετηρίδες τώρα φλογίζει τά στήθια τού κάθε άνθρώπου καί τού δίνει τό δικαίωμα νά πιστεύη ότι ή κάθε σταγόνα αίματος πού χύνεται γιά τό δίκαιο, γίνεται χείμαρρος πού παρασύρει στό πέρασμά του κάθε έμπόδιο τού κακού.
Εύλαβικά καί φέτος ό κάθε Ελληνας θά γιορτάσει τό Πάσχα. “Οπου κι άν βρίσκεται. Μετανάστης σέ κάθε μακρυνή χώρα ή πολιτικός πρόσφυγας θά μαζέψη τήν οίκόγένειά του γύρω του στό τραπέζι καί μέ τά πασχαλινά φαγώσιμα και τό πατροπαράδοτο τσούγγρισμα τών κόκκινων αύγων θά πούν τό «Χριστός ‘Ανέστη» καί θά δώσουν τό φιλί τής ‘Αγάπης.
Πόσο διαφορετικά όμως θά γιορτάσουν αύτό τό Πάσχα τά άδέλφια μας στήν ‘Ελλάδα!
Ή στυγνή δικτατορία πού άπό τήν προηγούμενη έβδομάδα έπέβαλε ή βασιλική χούντα θά τούς σφίγγη τά δόντια καί θά τούς φλογίζει τήν ψυχή γιά μιά πραγματική έθνική άντίσταση. Τό πασχαλινό τραπέζι δέν θά γεμίζει αύτήν τήν φορά μέ τίς συγκινητικές άφηγήσεις τού μαρτυρίου τού Χριστού καί τήν άποθέωσή Του μετά τήν ‘Ανάσταση. Ψύχραιμα καί μέ καρτερία ό κάθε “Ελληνας οικογενειάρχης, ό έργάτης, ό άγρότης, ο έπαγγελματίας ή διανοούμενος θά μαζέψη τήν οικογένειά του γύρω στό πασχαλινό τραπέζι καί χαμηλόφωνα θά τούς πη; «Παιδιά μου, πρέπει νά ξετινάξουμε τόν νέο αυτόν ζυγό πού μάς έπέβαλαν οί στρατοκράτες».
Καί πραγματικά, τά μάτια, διά μιάς, θά βουρκώσουν καί τά φλογισμένα, άπό μέρες, τώρα, στήθια θά ξεσπάσουν βροντοφωνώντας;
Κάτω ή δικτατορία τής βασιλικής χούντας!….
‘Εμπρός “Ελληνες δημοκράτες. Ή μομφή τών έμπνευστών της δημοκρατίας Δημοσθένους καί ‘Αριστείδου άς σάς έμπνεη καί άς σάς οδηγήση είς τήν νίκην. Οί άγώνες σας δέν θά πάνε χαμένοι. Τό ιερό αίμα σας, άν χρειασθή νά χυθή, θά γίνη τό θεμέλιο διά νά χτισθή έπάνω ή καινούργια ‘Ελλάδα μας. ‘Η έθνική άνάστάσις είναι πολύ κοντά. “Ερχεται.
‘Εμείς άπό έδώ μακρυά είμαστε όλοι κοντά σας έτοιμοι νά σάς βοηθήσωμε μέ ό,τι μπορούμε.
“Οσο γιά τούς έμπνευστάς καί δημιουργούς της όλέθριας αύτής άνωμαλίας αύτό τό Πάσχα είναι: «Πάσχα χωρίς προσωπείον».
Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ»
«ΠΑΣΧΑ… ΤΟ ΠΙΚΡΟΝ»
Συνεπαρμένη από το ταξίδι στο παρελθόν μέσα από τις ασπρόμαυρες σελίδες του παλιού «Νέου Κόσμου», ανέτρεξα στα τεύχη των ημερών που ακολούθησαν την Κυριακή του Πάσχα της ίδιας χρονιάς που ήταν στις 30 Απριλίου. Στο τεύχος της Πέμπτης 4 Μαΐου 1967 και πάλι στη σελίδα 3 που εκείνη την εποχή έμπαιναν τα νέα της ομογένειας, διαβάζω στην αρχή της στήλης «Παροικιακά Μελβούρνης» (η ορθογραφία και η σύνταξη αποδίδονται όπως στο πρωτότυπο):
«Πάσχα… το «πικρόν» ήταν αυτό που γιορτάσαμε φέτος. Είτε στον Επιτάφιο ήταν κανείς, είτε στην Ανάστασι συναντούσε τα ίδια θλιμένα πρόσωπα. Η χαρά έλειπε από το πασχαλιάτικο τραπέζι. Η σκέψις όλων πετούσε μακρυά. Στην «δόλια πατρίδα». Εκεί που το δικτατορικό καθεστώς έγινε οδοστρωτήρας και παρέσυρε τα πάντα στο διάβα του.
Πού να περισέψη διάθεση για χαρές όταν δεν ξέρεις τι γίνονται οι δικοί σου στην πατρίδα. Και όταν ξέρεις ότι ο κόσμος όλος δαχτυλοδείχνει την Ελλάδα για το χάλι που την κατήντησαν μια δράκα κτηνανθρώπων.
Χαρακτηριστικό για την ακεφειά και θλίψι που έχει κυριεύσει αυτές τις στιγμές την παροικία είναι και το γεγονός πως στον «Ευαγγελισμό» που είχε ξεχειλίσει το βράδυ της Αναστάσεως από 5-6 χιλιάδες κόσμο ο συνειθισμένος πανζουρλισμός με τα βαρελότα κ.λπ. κράτησε όλα κι όλα 10-15 λεπτά της ώρας.
Μετά ο κόσμος σιωπηλά πήρε το δρόμο για τα σπίτια του.
Οι καμπάνες της Αναστάσεως όμως δεν θα αργήσουν να κτυπήσουν χαρμόσυνα και για την πατρίδα μας.».
Το μονόστηλο αυτό πραγματικά τα λέει όλα για το θυμικό της παροικίας μας εκείνο το Πάσχα. Το πρώτο Πάσχα των Ελλήνων μετά την επιβολή της χούντας. Η γλαφυρή περιγραφή της ατμόσφαιρας που επικρατούσε εκείνες τις μέρες στην παροικία με την «ακεφειά και τη θλίψη» να καταπνίγουν κάθε διάθεση για γιορτή, καθώς και το μικρής διάρκειας «ξεφάντωμα» της Ανάστασης αλλά και η εικόνα της σιωπηλής επιστροφής των ομογενών στα σπίτια τους μετά την εκκλησία επιβεβαιώνουν πως πράγματι, το Πάσχα του 1967 ήταν ένα «Πάσχα πικρόν».