Η ελληνική γλώσσα είναι πλούσια σε παροιμίες, οι οποίες εκφράζουν, αλληγορικά ή σκωπτικά, αλήθειες που αποτελούν προϊόν μακρόχρονης πείρας.
Μια τέτοια παροιμία είναι και η ακόλουθη: «Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες». Η παροιμία αυτή χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κάποιος, για ιδιοτελείς λόγους, προκαλεί ταραχώδεις καταστάσεις, τελικά υφίσταται ο ίδιος τις καταστρεπτικές συνέπειές τους.

Ο τίτλος του σημερινού άρθρου αποτελεί παραλλαγή της εν λόγω παροιμίας, για να υποδηλώσω πως οι Αμερικανοί, που υπό την προεδρία του George W. Bush εισέβαλαν στο Ιράκ το 2003, με το πρόσχημα να καταστρέψουν τα «όπλα μαζικής καταστροφής» που δήθεν είχε στην κατοχή του ο Σαντάμ Χουσεΐν, δικτάτορας τότε του Ιράκ, είναι οι πρόξενοι των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το Ιράκ έκτοτε.

Σημειωτέον ότι η εισβολή είχε γίνει χωρίς την εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο δημιουργήθηκε για τέτοιες περιστάσεις. Όμως οι διατάξεις του ΟΗΕ για τον George W. Bush ήταν «ψιλά γράμματα». Όπως «ψιλά γράμματα» ήταν για τον Tony Blear, Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, και για τον John Howard, Πρωθυπουργό της Αυστραλίας, οι οποίοι με τον «Πλανητάρχη» George W. Bush είχαν σχηματίσει τον «Συνασπισμό των προθύμων».

Τα όπλα μαζικής καταστροφής δεν βρέθηκαν ποτέ, προφανώς γιατί ήταν πρόσχημα για την εισβολή, ο Σαντάμ Χουσεΐν καταδικάστηκε σε θάνατο διά απαγχονισμού το 2006, και το Ιράκ έκτοτε βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης αναρχίας, παρά το γεγονός ότι με την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ είχε δηλώσει εμφατικά: «Στο Ιράκ έχει επικρατήσει η δημοκρατία!». Δεν αποκλείεται ο George W. Bush να δυσκολευόταν να κάνει τη διάκριση μεταξύ δημοκρατίας και αναρχίας, αφού ήταν πασιφανές πως στο Ιράκ είχε διαλυθεί ο κρατικός ιστός, ενώ παράλληλα είχαν ενταθεί οι συγκρούσεις θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων της χώρας.

Σήμερα ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα βρίσκεται προ του διλλήματος ως προς το ποια στάση να κρατήσει. Στις πρόσφατες συνομιλίες που είχε ο Tony Abbott με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, προφανώς για να τον εξευμενίσει για την διαφορετική στάση που έχει πάρει στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, έδωσε την υπόσχεση πως η Αυστραλία θα συνδράμει τις ΗΠΑ αν αποφασίσουν να επέμβουν στρατιωτικά στην νέα φάση του ιρακινού ζητήματος.

Ο David Cameron, Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, από ό,τι γνωρίζω δεν έχει ακόμη πάρει θέση, τουλάχιστον δημόσια, για το αν η χώρα του θα συμμετάσχει, για δεύτερη φορά, στον «Συνασπισμό των προθύμων», αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ακόλουθη πρόσφατη δήλωση της κ. Hilary Clinton, Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ κατά την περίοδο 2009 – 2013:
«Η υπόθεση του Ιράκ έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχα ψηφίσει για την έναρξη στρατιωτικής επιχείρησης κατά του Ιράκ, αλλά τώρα έχω μετανιώσει. Πιστεύω ότι η εισβολή στο Ιράκ ήταν ένα λάθος». Ο Tony Blear εξακολουθεί να υπεραμύνεται της απόφασής του για εισβολή. Ο John Howard προτιμάει τη σιωπή…

Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΟ ΙΡΑΚ ΤΟ 2003 ΟΞΥΝΕ ΤΙΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Παρόλο που οι σχέσεις μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών ποτέ δεν υπήρξαν αγαθές, πριν από την εισβολή του 2003 τα δύο δόγματα του Ισλάμ είχαν βρει έναν τρόπο συνύπαρξης, αν όχι συνεργασίας. Σημειώνω πως οι Σουνίτες χαρακτηρίζονται ως οι ορθόδοξοι Μωαμεθανοί, ενώ οι Σιίτες ανήκουν στο μεταρρυθμιστικό δόγμα.
Η κατάσταση αυτή άλλαξε μετά το 2003, και οξύνθηκε πιο πρόσφατα από την ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των οπαδών των δύο δογμάτων στην Συρία, οι ανατολικές περιφέρειες της οποίας γειτονεύουν με τις βορειοδυτικές περιφέρειες του Ιράκ.

Στόχος των σουνιτών, οι οποίοι ανήκουν στο κίνημα γνωστό ως «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε (ΙΚΙΛ) – Λεβάντε σημαίνει Ανατολή – είναι να κάνουν ακριβώς αυτό που δηλώνει η επωνυμία του κινήματός τους, δηλαδή την εγκαθίδρυση ενός Ισλαμικού κράτους το οποίο θα διοικείται σύμφωνα με τις αυστηρές αρχές του Σουνιτικού Ισλάμ.

Κεντρικό αίτημα των Σουνιτών είναι η καθιέρωση της σαρίας, με άλλα λόγια του ιερού νόμου των Μουσουλμάνων, που ορίζει τον ορθό τρόπο ζωής και πίστεως. Η σαρία είναι θρησκευτικός κώδικας διαβίωσης, εμπνευσμένος από το Κοράνιο, και χρησιμοποιείται ως αναφορά στο ισλαμικό δίκαιο, αλλά και τον ισλαμικό τρόπο ζωής γενικότερα. Αφού οι Σουνίτες αυτό δεν το κατόρθωσαν με ειρηνικά μέσα, ως μειοψηφία που είναι στο Ιράκ, τώρα το επιχειρούν με τη δύναμη των όπλων. Οι αγωνιστές για την επικράτηση της σαρίας αποκαλούνται «τζιχαντιστές», από τον όρο «τζιχάντ» που στην αραβική γλώσσα σημαίνει «ιερός πόλεμος».
Εδώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού του Ιράκ, Νούρι αλ Μάλικι, από τη μια, και του ανώτατου κληρικού των Σιιτών της χώρας.
Ο Πρωθυπουργός του Ιράκ κάλεσε τους Ιρακινούς όλων των θρησκειών και των δογμάτων να ενωθούν εναντίον των ανταρτών. “Ανήκουμε όλοι σε μια χώρα και σε μια θρησκεία”, δήλωσε. “Μην ακούτε αυτούς που μιλούν για Σιίτες και Σουνίτες».

Σε αντίθεση με την έκκληση του Πρωθυπουργού, ο ανώτατος κληρικός των Σιιτών του Ιράκ, Αγιατολάχ Αλί αλ-Σιστανί, έκανε έκκληση προς τους πιστούς του δόγματός του να πάρουν τα όπλα και να αντισταθούν στην επέλαση των Σουνιτών. Όσοι σκοτωθούν στην προσπάθεια αντιμετώπισης των ενόπλων της οργάνωσης ΙΚΙΛ θα γίνουν μάρτυρες, διαβεβαίωσε τους οπαδούς του ο Σιίτης ηγέτης.

Με άλλα λόγια, το Ιράκ βρίσκεται σε έναν ενδοϊσλαμικό δογματικό πόλεμο, ο οποίος παίρνει τις διαστάσεις εμφυλίου πολέμου. Αξιοπαρατήρητο είναι πως Τζιχάντ είχε χαρακτηρισθεί η άμυνα των μουσουλμάνων κατά των Ευρωπαίων την εποχή των Σταυροφοριών, εξ ου και η ταύτιση του όρου με την πολεμική του εκδοχή.

ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΟΝ ΕΝΔΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Και μια που ο λόγος για Σταυροφορίες, ας θυμηθούμε τις τέσσερις Σταυροφορίες που διοργάνωσε η δυτική Ευρώπη, υπό την καθοδήγηση του Πάπα.
Πρωταρχικός σκοπός των Σταυροφοριών ήταν η απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς.

Η Α’ Σταυροφορία (1096 – 1099) είχε σχετική επιτυχία, καθότι απώθησαν, αν και προσωρινά, τους Μωαμεθανούς από την Ιερουσαλήμ, αλλά παράλληλα οι Ευρωπαίοι ίδρυσαν μια σειρά από ηγεμονίες και κρατίδια στη Συρία και στην Παλαιστίνη.

Οι δύο επόμενες Σταυροφορίες κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα δεν είχαν αποτέλεσμα στη απώθηση των Μωαμεθανών από τους Αγίους Τόπους, και αντί του σκοπού εκείνου κατακτήθηκε η Κύπρος, που μέχρι τότε αποτελούσε περιφέρεια του Βυζαντίου, και παρέμεινε στους δυτικούς για τέσσερις αιώνες.

Το τελικό αποτέλεσμα των τριών πρώτων Σταυροφοριών ήταν να αυξηθεί η έχθρα μεταξύ των Ελλήνων και των Λατίνων (δυτικών Ευρωπαίων).
Η 4η Σταυροφορία, που ξεκίνησε από τη Βενετία το 1203, με εθελοντές στρατιώτες από διάφορες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αντί για τους Άγιους Τόπους κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά από πολιορκία που κράτησε μήνες, τον Απρίλιο του 1204 οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, την οποία κράτησαν υπό την κατοχή τους μέχρι το 1261.

Η Κωνσταντινούπολη με τη Θράκη αποτέλεσαν την Φραγκική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης (1204 – 1261), στην Μακεδονία σχηματίσθηκε το Φράγκικο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης (1204 – 1224), η Κεντρική Ελλάδα διαιρέθηκε σε διάφορες φράγκικες Βαρονίες, ενώ στην Πελοπόννησο συστάθηκε το Πριγκιπάτο του Μορέως (1262 – 1460).
Πολλά από τα νησιά του Αιγαίου, καθώς και τα Επτάνησα, είχαν περιέλθει στους Βενετούς.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Κωνσταντινούπολης τα έργα τέχνης είτε καταστράφηκαν, είτε μεταφέρθηκαν στην Βενετία.

Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Ιστορία της Ελλάδας του Γιάννη Κορδάτου, τόμος VIII, σελ. 15:
«Το μίσος, που χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε ανάμεσα στους κατακτητές και ντόπιους, δεν άργησε να πάρει μεγάλες διαστάσεις. Οι Λατίνοι περιφρονούσαν τους Έλληνες που είχαν ανώτερο πολιτισμό. Επέβαλλαν τη δική τους γλώσσα και εκβιάζανε και αναγκάζανε τους ντόπιους να ασπαστούν τον Καθολικισμό. Έτσι οι δογματικές αντιθέσεις οξύνθηκαν πάλι και το εκκλησιαστικό σχίσμα έγινε αγεφύρωτο. Η Ορθοδοξία έγινε κι αυτή τη φορά αντιστασιακή ιδεολογία που κρατούσε τους Βυζαντινούς σε αναβρασμό και τους έσπρωχνε να οργανώσουν κινήματα ενάντια στους Λατίνους».

Αναβίωση, λοιπόν, των Σταυροφοριών βλέπουμε στις ημέρες μας, αυτήν όμως τη φορά μεταξύ των δογμάτων του Ισλάμ στο Ιράκ, αλλά και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται, σε διαφορετικό χώρο, και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές…