Πού να φανταστεί ο Βάρναλης, όταν, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, το 1974, λέγοντας το περίφημο “πενήντα χρόνια δύο πράγματα με κυνηγούσαν σ’ όλη μου τη ζωή,το πρώτο ότι ζητούσα να βρίσκω την αλήθεια, το δεύτερο ότι αυτή την αλήθεια την έλεγα στα πλήθη”, ότι οι αλήθειες του θα είχαν απήχηση στα πλήθη διαχρονική. Ότι αυτά που έβλεπε και καυτηρίαζε στο “Φως που Καίει”, περνώντας από το λυρισμό στην ελεγεία, τη σάτιρα και το έπος -ανάλογα με το περιεχόμενο-, δεν θα έχαναν την επικαιρότητά τους με το πέρασμα του χρόνου.

Τότε ήταν ικανοποιημένος που μπόρεσε να βρει τις αλήθειες και να τις φέρει, με το δικό του μοναδικό τρόπο, στα μέτρα του λαού.
Να μασκαρέψει την εξουσία, να την παρουσιάσει σαν πόρνη που πουλά το κορμί της, απλά για νά ‘ναι εκεί. Θα της δώσει ακόμη πιο συγκεκριμένη υπόσταση με το όνομα της γνωστής πόρνης Αριστέας.

Το “Φως που Καίει” έρχεται σήμερα στην Αυστραλία με τη μορφή θεατρικού έργου, χωρίς “δραστική παρέμβαση” από μέρους του σκηνοθέτη και ηθοποιού, Βασίλη Κολοβού, γιατί, όπως θα πει ο ίδιος, “η αλήθεια θα πρέπει να δοθεί όπως είναι. Το έργο αυτό του Βάρναλη είναι διαχρονικό. Εγώ, απλώς στον πρόλογο, βάζω το θεατή μέσα στο κλίμα της κρίσης στην Ελλάδα σήμερα. Μιας κρίσης, όχι απλώς οικονομική, αλλά κρίση ηθικών αξιών. Ένας πρόλογος που δένεται με τη βαθύτητα, τη φιλοσοφία και την αλήθεια των μηνυμάτων που εκπέμπει το έργο με γεύση σημερινή”.

Επί δύο χρόνια το “Φως που Καίει” παιζόταν στο Θέατρο Ημέρας στους Αμπελόκηπους και μετά έκανε περιοδεία σ’ όλη την Ελλάδα.

“Είναι ένα έργο στο οποίο ο Κώστας Βάρναλης αποκαλύπτει την ευτέλεια του εκμεταλλευτικού αστικού καθεστώτος και οραματίζεται το θρίαμβο της κοινωνικής επανάστασης” θα πει ο Βασίλης Κολοβός, λίγο πριν ξεκινήσει το υπερπόντιο ταξίδι του για τους Αντίποδες που δεν του είναι ακριβώς άγνωστοι. Την τελευταία 15ετία μας έχει επισκεφθεί αρκετές φορές, δίνοντας δημόσιες διαλέξεις για τον Βάρναλη, το Ρίτσο, τον Μακρυγιάννη, τον Καραϊσκάκη, και αποσπώντας πάντα θετικές κριτικές.
Τώρα, όμως, με το νέο του εγχείρημα που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Νέας Νότιας Ουαλίας και της Eλληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, δεν δίνει απλώς ζωντάνια σ’ ένα έργο -ούτως ή άλλως- γνωστό και διαχρονικό, ένα έργο που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά -φανερή η πρόθεσή του- να μας κάνει να ζήσουμε κι εμείς το κλίμα της γενέτειρας. Να μας ευαισθητοποιήσει σε μια κατάσταση απίστευτα τραγική που σε αιχμηρότητα ‘ξεπερνά κι αυτήν τη γερμανική κατοχή’.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

“Χρειάζεται αντίσταση, μ’ όποιον τρόπο μπορεί και διαθέτει ο καθένας. Όταν έχουμε 1,5 εκατ. άνεργους και 6.000 αυτοκτονίες αφότου άρχισε η κρίση, τι άλλο πρέπει να δούμε. Όταν τρεις γενιές ζουν από τη σύνταξη του παππού σ’ ένα σπίτι, τι άλλο χρειαζόμαστε για να πεισθούμε ότι εκεί που μας έφτασαν δεν πρόκειται να βγούμε εύκολα στο ξέφωτο. Και οι σκεπτόμενοι γνωρίζουν ότι, δυστυχώς, δεν φτάσαμε ακόμα στον πάτο”.

Ακούγοντας τον Βασίλη Κολοβό από εδώ, τον αντίποδα της γης, έχω την αίσθηση ότι η ψυχή του Έλληνα, το ασύγκριτο ελληνικό γονίδιο, έχει την απάντηση. Μιλά για καταστάσεις δύσκολες, ανεπανάληπτες στα τελευταία πενήντα χρόνια, στα δικά μας χρόνια, κατά κάποιο τρόπο, όμως, έχω την αίσθηση ότι υπάρχει η απάντηση.
Αυτός είναι και ο λόγος που ζητώ να ακούσω από τον ίδιο ‘πώς είναι το ηθικό του κόσμου’.

Είναι -αισθάνομαι- το ερώτημα που περίμενε και που εκφράζει και τη δική του προσωπική στάση στα πράγματα: “Ο Έλληνας, όπως ξέρεις, δεν λυγίζει εύκολα. Υπάρχει έντονη αγωνιστικότητα. Σήμερα, τη στιγμή αυτή που μιλάμε έχουν συγκεντρωθεί 40-50 χιλιάδες στο κέντρο της Αθήνας για να διαμαρτυρηθούν για τα μέτρα. Υπάρχει έντονο πνεύμα αντίστασης και αυτό είναι το κλειδί. Να μη μας πάρει η κρίση από κάτω. Το ευχάριστο είναι ότι η αντίσταση αυτή εκφράζεται από όλες τις πλευρές. Βλέπεις ότι απεγκλωβίζονται οι κομματικοποιήσεις. Το ζητούμενο είναι ένα. Να κερδίσουμε τη μάχη. Να μη λυγίσουμε και παραδοθούμε αμαχητί”.

ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΟΛΑ ΧΑΘΕΙ

Φίλη που είδε το “Φως που Καίει” στην Αθήνα, θα πει: “Mαζεύονταν ο κόσμος στο Θέατρο της Ημέρας, στους Αμπελόκηπους, σαν σε μυσταγωγία. Άκουγαν τα καυστικά σχόλια του Μώμου -λόγια του Βάρναλη- και ένιωθαν ότι απευθύνονταν στον ίδιο. Ότι τον αφορούσαν και οι άρχοντες οι τότε είναι οι ίδιοι με τους σημερινούς. Η σάτιρα καυστική και το γέλιο ερχόταν να δώσει διέξοδο σε μια πραγματικότητα που πήγαινε πολύ πιο πέρα από τη θεατρική σκηνή και σε πάγωνε.

Υπάρχει μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στην τραγικότητα της καταπίεσης και στην αγωνιστικότητα του λαού. Στο σκοτάδι που δημιουργούν αυτοί οι ίδιοι οι άρχοντες -με τους γλείφτες πάντα παρόντες- και το φως της αγωνιστικότητας που πάντα καίει στην ψυχή των ανθρώπων. Πιστεύω ότι ο Βασίλης Κολοβός έδωσε πολλά με την παράσταση αυτή σ’ όσους την είδαν. Όλα αυτά τα αιχμηρά μηνύματα του Βάρναλη, βρήκαν απήχηση στο νου και στην καρδιά του Έλληνα που τέσσερα χρόνια τώρα έχει χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του. Ο ίδιος ο Κολοβός στο ρόλο του Μώμου, είναι απίθανα ρωμαλέος και αληθινός. Έχει πάρει ένα μνημειώδες έργο, ένα αριστούργημα λογοτεχνικό και το έφερε με απόλυτο σεβασμό στον κόσμο, ακριβώς όπως θα ήθελε και ο ίδιος ο Βάρναλης που σ’ όλη του τη ζωή, πάνω απ’ όλα φαίνεται να σεβάστηκε τον άνθρωπο”.

Εκείνο που δεν μπορούσε ίσως να φανταστεί ο ποιητής είναι ότι ύστερα από οχτώ δεκαετίες ο μονόλογός του, η σπονδυλική στήλη του έργου του, το Φως που Καίει, θα ήταν ακόμη επίκαιρο: ” … Όλα τούτα ήταν πλάσματα της φαντασίας μου, ένα ξέσπασμα, ένα ξαλάφρωμα του στοχασμού μου!

Μου αρέσει κάπου-κάπου να μιλάω μοναχός. Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουν.
Ποιος ξέρει; Ίσως κάποιος να με άκουσε… Αχ, θα έρθει καιρός, που θα πληθαίνουν τόσο οι Μώμοι, που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θά ‘ναι ολότελα περιττοί.
Μα πρώτα θα έχουμε περάσει το γεφύρι … δηλαδή, τη μεταβατική περίοδο από την εκμετάλλευση στο καθεστώς της ελευθερίας”.

Η μεγάλη αξία του έργου έγκειται, κατά την άποψή μου, στο γεγονός ότι -πέρα από τη λογοτεχνική του υπεροχή- κατανοεί και εκφράζει πλήρως την καταπίεση του λαού από την άρχουσα τάξη, χωρίς να σταματά όμως εκεί. Τονίζει τη δύναμη που έχει ο άνθρωπος να ανατρέψει τη ροή των πραγμάτων και από τη δέσμευση να φτάσει στην ελευθερία και τη χαρά ζωής. Ν’ αφήσει πίσω το σκοτάδι και ν’ αγκαλιάσει το φως της χαράς. Για τον ίδιο, η θάλασσα συμβολίζει και τα δύο. Το σκοτάδι του χτες και το φως του σήμερα :”Έτσι/να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου/ με μάτια να σε χαίρομαι θολά/ και νά ‘ναι τα μελλούμενα στη θάλασσα μπροστά μου/ πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά
Ως να με πάρεις, κάποτε, μαργιόλα συ/ στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους/ και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη κόλαση/ μακριά πολύ κι’ από τους μαύρους κολασμένους”.

Το αριστουργηματικό αυτό έργο θα έχουμε την τύχη να απολαύσουμε το μεθεπόμενο Σάββατο, 5 Iουλίου, στο Athenαeum Τheatre.
Για περισσότερες πληροφορίες τηλεφωνήστε στον αριθμό 9622 2722.