Σκέφτηκα, αυτή τη φορά, να γράψω στους… πολυπληθείς αναγνώστες μου, ένα παραμύθι. Για να λέμε και τα πράγματα με τ’ όνομά τους, κάθε χτεσινό είναι αυριανό παραμύθι για μεγάλους και μικρά παιδιά. Κάτι δικό μας χθεσινό, πραγματικό, πολλές φορές θυμίζει και μοιάζει το σημερινό ή, έστω, και αυριανό δικό μας παραμύθι.
Θυμάσαι όταν έτρεχες σε εκείνους τους παλιούς νεανικούς αγώνες δρόμου; Δεν μοιάζει σήμερα σαν ένα ξεχασμένο της νιότης παραμύθι; Κι εσύ Ελένη και κάθε Ελένη δεν αντικρίζετε το δροσερό, το ξεχασμένο χθες με θλίψη; Μοιάζει με παραμύθι όμορφο σαν στην εγγόνα, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά, μιλάς για τη… γιαγιά που ήταν λυγερή και τόσο όμορφη όπως τη δείχνει στου σαλονιού τον τοίχο, εκείνη η ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Ήταν λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, ένας μεγάλος και καλός βασιλιάς. Μιλάμε για τους βασιλιάδες του Μεσαίωνα, αυτούς που πήγαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο με το νυχτικό και το στέμμα και περίμεναν τις υπηρέτριες να τους σερβίρουν το πρωινό για να τους πιάσει λίγο τον… νκαλογραμμένο κότσο, πριν ξυπνήσει η βασίλισσα.
Η μέρα του κυλούσε ήρεμα και ο ίδιος έμοιαζε με μαγαζί που το απόγευμα είναι κλειστά και το πρωί δεν ανοίγει. Αραχτός το πρωί, ξαπλωμένος το απόγευμα και κουρασμένος το βράδυ. Φώναζε τον πρώτο της ακολουθίας του, κάτι σαν υπουργό, τον πρώτο στην τάξη, και με θλίψη του έλεγε πως είναι δεν είναι καθόλου ευτυχισμένος και πως πνίγεται μέσα στο παλάτι: «Κάνε κάτι, υπουργέ. Πνίγομαι εδώ μέσα. Δεν με χωράει ο τόπος. Όλη την ημέρα πάνω-κάτω, άντε καμιά σύσκεψη, κάτι να τσιμπήσουμε και να πλαγιάσουμε λιγάκι, έφυγε η ημέρα χωρίς χαρά, χωρίς ενδιαφέρον, δίχως ευτυχία. Αν δεν ήταν η νύχτα να χαϊδεύουμε κανένα δροσερό και φρέσκο από την ακολουθία της βασίλισσας, θα ήμουν ο πλέον δυστυχής βασιλιάς της άνω-κάτω επικράτειας».

Αυτός, ο πρώτος της ακολουθίας, τον συμβούλεψε ότι για να γίνει ευτυχισμένος θα έπρεπε να κηρύξει τον πόλεμο στον διπλανό βασιλιά, να του πάρει το χρυσάφι και όλη τη χώρα που είχε πολλές όμορφες παραθαλάσσιες περιοχές. Ο καλός μας βασιλιάς, που είχε πολύ δικό του χρυσάφι, δεν του άρεσαν οι πόλεμοι και δεν ήξερε από πετρέλαια και παραθαλάσσια οικόπεδα, αρνήθηκε. Θυμωμένος φώναξε όλους του ακόλουθούς του, κάτι σαν υπουργικό συμβούλιο, δώδεκα όλοι και όλοι και τους διέταξε, το αργότερο εντός δύο ημερών, να του γράψουν όλοι από μια συνταγή πώς να γίνει ευτυχισμένος. Οι έξι του έφεραν από έναν πάπυρο γεμάτο από συμβουλές, στην ορισθείσα προθεσμία και τους άλλους έξι ηλικιωμένους υπουργούς που δεν ήξεραν να γράψουν, τους έστειλε στο σχολείο, στην πρώτη μικρή τάξη, και τους διέταξε να έλθουν με τον… κηδεμόνα τους. Κλείστηκε ο άναξ σε ένα μικρό δωμάτιο και άρχισε να διαβάζει τους πάπυρους με τις συμβουλές.

Ο ένας έλεγε να βάλουν φόρο ακίνητης περιουσίας στο λαό, για να γίνει ευτυχισμένος ο βασιλιάς βλέποντας τις εισπράξεις της Εφορίας. Ο άλλος του πρότεινε να ανέβει στο ψηλό βουνό της περιοχής για να δει το βασίλειό του από ψηλά και να το καμαρώσει, δύο-τρεις από τους μορφωμένους υπουργούς συμβούλευαν κάποιες χοντρές… ανοησίες (για να μην πούμε τίποτε άλλο). Ο τελευταίος του πρότεινε να βγει στο σεργιάνι και να ρωτά τους υπηκόους του ποιος είναι ευτυχισμένος. Αν βρει κάποιον ευτυχισμένο που να είναι παντρεμένος, πάμπτωχος και άτεκνος, να του ζητήσει ένα πουκάμισό του. Αν ο φτωχός του το δώσει ευχαρίστως, να το πάρει, να το φοράει κάθε πρωί για μία ώρα και θα είναι ευτυχισμένος. Ο βασιλιάς στολίστηκε, φόρεσε τα σιδερόφρακτά του και με τους αρματωμένους, εναπομείναντες κολλητούς του, καβάλα στα καθαρόαιμα άλογά τους, πήραν τα όρη, τα βουνά, κάμπους και παραλίες, ψάχνοντας για τον φτωχό, τον παντρεμένο κι άτεκνο.

Σκυμμένος σε ένα μικρό μπαξέ, δίπλα σε ένα πλίθινο δωμάτιο σκάλιζε με αγάπη κάποιο από τα ζαρζαβατικά του. Άκουσε τα καθαρόαιμα να πλησιάζουν και σήκωσε το κεφάλι του. Ο βασιλιάς σταμάτησε δίπλα του και επανέλαβε την ερώτηση που έκανε σε όποιον από τους υπηκόους του συναντούσε, διαβαίνοντας βουνά κι απάτητα λαγκάδια του βασιλείου του: «Εσύ, για πες μου είσαι ευτυχισμένος; Είσαι παντρεμένος; Έχεις παιδιά;» Ο νέος άνδρας που δεν είχε ξαναδεί τον βασιλιά, σηκώθηκε, υποκλίθηκε στον χρυσοποίκιλτο καβαλάρη και απάντησε: Ναι, άρχοντά μου, είμαι παντρεμένος και δεν έχω παιδιά. Αν τα έχεις όλα σε τούτη τη γη δεν μπορεί να είσαι ευτυχισμένος. Εγώ είμαι ευτυχισμένος, πολύ ευτυχισμένος. Έχω καλή γυναίκα, έχω την καλύβα μου και τον μπαξέ μου. Έχω ένα μικρό κτήμα. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής το παίρνει ο βασιλιάς, αλλά κάτι μένει και για μας. Εδώ επάνω η ανατολή είναι όμορφη. Αέρας καθαρός, ψωμί ζυμωμένο ζεστό και τυρί δικό μας. Μείνε λίγο να δεις τον ήλιο να κατεβαίνει, να δεις του δειλινού τα χρώματα και τότε θα καταλάβεις τι θα πει ευτυχία. Όσο κι αν κουραστείς παλεύοντας ολημερίς, ένα χαμόγελο σε καρτερεί στην πόρτα, μέσα το στρωμένο το τραπέζι και το ζεστό νερό να ξεπλυθείς.

-Θα μου χαρίσεις το πουκάμισό σου;

-Λυπάμαι άρχοντα, δεν γίνεται. Ένα έχω. Το βράδυ το πλένει η συντρόφισσα και το πρωί το ίδιο, αυτό φοράω. Το ίδιο από το πρωί μέχρι το βράδυ, το ίδιο κάθε Κυριακή, το ίδιο και τη σχόλη.