Όταν στα 1912 άρχισαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Οσμάν Φερεντίν, ο άσημος βαρκάρης της Κερασούντας, άνθρωπος του σχοινιού και του παλουκιού, με το μαχαίρι πάντα στο στόμα, ήταν ανήσυχος.
«Μαζεύτηκαν, να μας φάνε, αλλά θα τους δείξουμε εμείς τι αξίζουμε…» έλεγε στην συντροφιά του λιμανιού.
Όμως οι ειδήσεις από τα μέτωπα της Ελλάδας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας δεν ήταν ευχάριστες. Ο τουρκικός στρατός υποχωρούσε από παντού, από τη Σερβία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα ελληνικά στρατεύματα είχαν φθάσει στο Σαραντάπορο και προχωρούσαν προς την Κοζάνη.
Ο Οσμάν Φερεντίν πήρε πια την απόφαση. Ένα πρωινό, φορτωμένος με ένα δισάκι και ακονισμένο πιο πολύ το μαχαίρι πήγε και κατατάχθηκε στον στρατό εθελοντής να πολεμήσει τους… γκιαούρηδες.
Τη μέρα που έφθασε το πλοίο να παραλάβει ένα ετερόκλητο πλήθος «εθελοντών» που πήγαιναν περισσότερο να πλιατσικολογήσουν παρά να πολεμήσουν, ο Οσμάν ντυμένος με την τουρκική στρατιωτική στολή, ανέβηκε πάνω σε κάτι τσουβάλια με φουντούκια που ήταν έτοιμα να φορτωθούν και ανήγγειλε με κραυγαλέα φωνή κοιτώντας το γυμνό κοφτερό μαχαίρι του ότι πάει να πολεμήσει.
Το λιμάνι της Κερασούντας είχε πήξει από κόσμο που έτρεχε να αποχαιρετήσει τους «εθελοντάς» και τον Οσμάν το παλικάρι. «Οι γκιαούρηδες», γρύλισε προς τους συγκεντρωμένους, «ενώθηκαν όλοι για να χτυπήσουν το μεγάλο κράτος μας και να σφάξουν τους πιστούς του Ισλάμ… Όμως θα μάθουν πόσο κοφτερό είναι το μαχαίρι μας όταν θα αγγίξει τον βρωμερό λαιμό τους … Και αν θέλουν ας δοκιμάσουν…».
Και αρπάζοντας από έναν που έστεκε δίπλα του έναν κόκορα που, φτεροκοπώντας, προσπαθούσε να σωθεί, έδωσε μια κοφτή μαχαιριά στον λαιμό, από τον οποίο το αίμα τινάχθηκε πιτσιλιστό πάνω του και πάνω στον κόσμο. Ύστερα, ο Οσμάν αφού πέταξε τον σφαγμένο κόκορα πάνω στον κόσμο που φώναζε, χειρονομούσε, απειλούσε και χειροκροτούσε, έγλειψε το ματωμένο μαχαίρι και το έβαλε πάλι στο ζωνάρι του.
Το εξαγριωμένο και φανατισμένο πλήθος ζητωκραύγαζε και καταριόταν τους γκιαούρηδες.
– Θα τους σφάξουμε…
– Εσύ θα τους εκδικηθείς, Οσμάν.
– Οι γκιαούρηδες στο μαχαίρι.
Και ο Οσμάν συνέχισε…:
«Ναι», είπε, «οι νόμοι μας και ο προφήτης μας μας επιτρέπουν και μας δίνουν συγχώρεση όταν καταστρέφουμε άπιστους για να μεγαλώσει το Ισλάμ… Και θα δείτε σε λίγο τι θα κάνει ο Οσμάν Φερεντίν».
Όταν το πλοίο σάλπαρε, το πλήθος έτσι εξαγριωμένο, προχώρησε μέσα στην πόλη και πέρασε από τα ελληνικά καταστήματα που ήταν κλειστά, φωνάζοντας αιμοχαρή πολεμικά συνθήματα:
«Όλοι οι άπιστοι στο μαχαίρι!».
ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ 19 ΧΡΟΝΩΝ
Ο Οσμάν αποβιβάσθηκε στην Κωννσταντινούπολη μαζί με τους άλλους και γρήγορα έφτασε στην Τσατάλτζα για να σταλεί στο μέτωπο.
Η κατάσταση του τουρκικού μετώπου χειροτέρευε. Εξαντλημένα στρατεύματα οπισθοχωρούσαν προς την Θεσσαλονίκη και τα Γιαννιτσά, όταν κατελήφθη και η Βέροια από τον ελληνικό στρατό. Παρ΄ όλα αυτά, η Διοίκηση των Εφεδρειών Τσατάλτζας έστελνε συνεχώς στη Μακεδονία όσες δυνάμεις έφθαναν από το εσωτερικό της Τουρκίας για να σταθεροποιήσουν κάπου το μέτωπο τους. Χωρίς εφόδια πολλά, χωρίς μεταφορικά μέσα, οι Τούρκοι «εθελοντές» και άλλες βοηθητικές δυνάμεις προχωρούσαν αργά και οκνά διασχίζοντας τη Θράκη και λεηλατώντας.
Ο Οσμάν ετέθη επικεφαλής 40 άλλων «εθελοντών» και ξεκίνησε για να εκδικηθεί τους Έλληνες «γκιαούρηδες». Έπρεπε να φθάσει στην Μακεδονία για να δώσει την πρώτη του μάχη με το όπλο στα χέρια και το μαχαίρι στα δόντια.
Απ΄ την Τσατάλτζα, όμως, έως τη Θεσσαλονίκη, η διαδρομή δεν μπορούσε να γίνει σε μία και δυό μέρες. Ήθελε εβδομάδες και εβδομάδες σκληρής πορείας. Και ο Οσμάν, απειλώντας και λεηλατώντας προχωρούσε. Την τρίτη ημέρα από την αναχώρησή του έφθασε σ΄ ένα ελληνικό χωριό των Σαράντα Εκκλησιών και κατέλυσε στο σπίτι του Έλληνα προέδρου, του μουχτάρη του χωριού.
«Άκου γκιαούρη», του είπε, «έχω σαράντα παλικάρια και θέλω να τα βολέψεις απόψε. Όσο για μένα και δύο συντρόφους μου, θα μας έχεις απόψε στο σπίτι σου».
«Όπως διατάζει η αφεντιά σου, αγά μου», απάντησε τρέμοντας ο μουχτάρης. «Θα τα βολέψουμε όλα. Μόνο περάστε μέσα στο φτωχικό μου να ησυχάσετε».
Ο Οσμάν πέρασε μέσα σαν σίφουνας με τους δύο «σωματοφύλακες» του και ξάπλωσε στα μαλακά ντιβάνια που βρήκε στο «μουσαφίρ-οντά».
«Και να μας κάνεις φαγητό ό,τι καλό έχεις», πρόσταξε στο μουχτάρη που όλο υποκλινόταν. «Να σφάξεις κανένα μοσχάρι, κανένα πρόβατο θρεμμένο. Άιντε…».
«Αφέντη», του είπε με συγκαταβατική φωνή ο Έλληνας, «δεν έμειναν ζώα… Τα δώσαμε στον Στρατό της Μεγάλης Τουρκίας… για να νικήσει… μόνο κότες…»
«Δεν ξέρω τι κάνατε, παλιογκιαούρηδες, τώρα θέλω να βρείτε κρέας να ταΐσετε τα παλικάρια μου και να περιποιηθείς και μας…»
Ο μουχτάρης έτρεξε έξω και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι να τακτοποιήσει τους στρατιώτες και να βρει την τροφή τους.
Η γυναίκα του μουχτάρη και η κόρη του, που ήταν μόλις 18 χρόνων, άκουσαν την άγρια στιχομύθια από το διπλανό δωμάτιο και θέλοντας να καλοπιάσουν τον αφέντη τους έβγαλαν ένα βάζο γλυκά και καφέδες.
Ο Οσμάν, μόλις είδε την κοπέλα, αναγάλλιασε η καρδιά του. Λέγεται ότι εκεί στο σπίτι του μουχτάρη που κατέλυσε ο Οσμάν Φρεντίν θέλησε να βιάσει την κόρη μία Ελληνίδα 18 χρόνων σέρνοντας την μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Εκείνη την στιγμή ενώ η κοπέλα μούγκριζε και σφάδαζε από το απαίσιο σφιχταγκάλιασμα του Οσμάν που πάλευε ακόμα να την καθυποτάξει και να την ακινητοποιήσει για να επιτύχει τον σκοπό του η μητέρα μπήκε αθόρυβα μέσα στο δωμάτιο και σαν σίφουνας με ένα μαχαίρι έπεσε πάνω στο θηρίο, πάνω στο βδελυρό αυτό σύμπλεγμα για να αποτελειώσει τον απαίσιο βιαστή. Στην πάλη αυτή, η μητέρα έδωσε μια μαχαιριά που βρήκε το κτήνος στο πόδι του και έτσι έμεινε κουτσός από τότε. Όμως, οι γονείς και η κοπέλα εκτελέστηκαν μέσα στο σπίτι τους.
Ο Οσμάν μεταφέρθηκε με φορείο στο πρώτο στρατιωτικό νοσοκομείο και εισήχθη για θεραπεία. Το τραύμα παρ΄ ότι δεν ήταν επικίνδυνο ήθελε μήνες να θεραπευθεί. Το μαχαίρι με την ορμή της αγανακτισμένης μάνας χώθηκε στο κόκαλο του γόνατου και του άφησε μια ανάμνηση, να κουτσαίνει σε όλη του την ζωή.
Από το νοσοκομείο που βρισκόταν έστελνε γράμματα για πληροφορήσει τους δικούς του για τον μεγάλο το «ηρωισμό». Έγραψε ότι έδωσε μάχη με ένα βουλγαρικό απόσπασμα τραυματίστηκε στο γόνατο , αλλά πολύ γρήγορα θα σηκωθεί να τραβήξει προς το ελληνικό μέτωπο… Άλλα δεν πρόλαβε να φθάσει στο μέτωπο γιατί οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είχαν τελειώσει σύντομα, ο Οσμάν ήταν κατάκοιτος στο νοσοκομείο.
Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι το τραύμα το έκανε ο ίδιος, γιατί τον είχε πιάσει φοβία όσο πλησίαζε στο μέτωπο. Αυτοτραυματίστηκε στο γόνατό του το για να μεταφερθεί στα μετόπισθεν όταν ήλθε η σειρά του να αντικρίσει την φωτιά του πολέμου.
Πραγματικά, όμως, θα δούμε στην πορεία των αφηγήσεών μας, οΤοπάλ Οσμάν απέφευγε συνεχώς και επιμελώς να πάει στα διάφορα μέτωπα. Ήταν δειλός στην σύγκρουση και γενναίος απέναντι σε άοπλους. Έβρισκε διάφορες προφάσεις να δρα στα μετόπισθεν όπου υπήρχε πλήρη ασφάλεια.
Κουτσός πλέον, με δεκανίκια στην αρχή, βγήκε από το νοσοκομείο και έφθασε ένα πρωινό στην Κερασούντα. Οι φίλοι του και οι γνωστοί του, που τον υποδέχθηκαν στο λιμάνι, του έδιναν συγχαρητήρια για τον ηρωισμό του.
«Πέσαμε, λοιπόν, επάνω στο βουλγαρικό απόσπασμα», τους εξήγησε. «Φάγαμε τους πιο πολλούς αλλά την ώρα που σηκώθηκα να τρέξω να κυνηγήσω τους υπόλοιπους, δέχθηκα μία σφαίρα στο γόνατο. Όμως, πού θα πάνε, θα πέσουν γρήγορα στο μαχαίρι μου οι Έλληνες. Για αυτούς πήγαιναν… Αλλά και γι’ αυτούς φυλάω την εκδίκησή μου».
Το πλήθος τον πήρε στα χέρια και τον πήγε στο σπίτι του με έξαλλο ενθουσιασμό. Ήταν ο ήρωας των Βαλκανικών πολέμων ήταν παλικάρι.
Από τότε ο Οσμάν πήρε το πασρατσούκλι «Τοπάλ» (κουτσός) και έγινε Τοπάλ Οσμάν.
*Πηγή: Γεώργιος Λαμψίδης «Μικρασιατική Καταστροφή – Τοπάλ Οσμάν».