Σύμφωνα με μια κοινή αντίληψη, ο καλύτερος τρόπος να βοηθήσουμε τους φτωχούς και να τους απαλλάξουμε από τη δυστυχία τους είναι να επιτρέψουμε στους πλουσίους να γίνουν πλουσιότεροι: αν οι πλούσιοι πληρώνουν λιγότερους φόρους, τότε εμείς οι υπόλοιποι θα βρεθούμε σε καλύτερη κατάσταση. Συνεπώς, ο πλούτος των ολίγων μάς ωφελεί όλους. Αυτές οι κοινές αντιλήψεις έρχονται ωστόσο σε αντίθεση με την καθημερινή μας εμπειρία, με μια πληθώρα ευρημάτων βασισμένων σε μελέτες και φυσικά με τη λογική. Αυτό το παράδοξο χάσμα ανάμεσα στα αδιάσειστα τεκμήρια και τις κοινές αντιλήψεις μάς κάνει να σταθούμε και να αναρωτηθούμε: γιατί αυτές οι αντιλήψεις είναι τόσο διαδεδομένες και γιατί αντιστέκονται στα συσσωρευμένα και διαρκώς αυξανόμενα τεκμήρια που αποδεικνύουν το αντίθετο; Αυτό το μικρό βιβλίο αποπειράται να δώσει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα.

«Μια πρόσφατη μελέτη του Παγκόσμιου Ινστιτούτου για την Έρευνα της Οικονομικής Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Ηνωμένων Εθνών αναφέρει ότι, το 2000, το πλουσιότερο 1% των ενηλίκων κατείχε το 40% των παγκόσμιων περιουσιακών στοιχείων και ότι το πλουσιότερο 10% των ενηλίκων έλεγχε το 85% του συνολικού πλούτου του κόσμου. Το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού κατείχε το 1% του παγκόσμιου πλούτου. Αυτό, ωστόσο, είναι μόλις ένα στιγμιότυπο από μια συνεχιζόμενη διαδικασία. Ακόμα πιο δυσάρεστα νέα για την ανθρώπινη ισότητα, συνεπώς και για την ποιότητα ζωής όλων μας, παρουσιάζονται κάθε μέρα και γίνονται πιο δυσάρεστα από ποτέ». (από την Εισαγωγή)

Ο Bauman καταγράφει και αναλύει τις υπόρρητες υποθέσεις και τις αστόχαστες πεποιθήσεις στις οποίες βασίζονται οι παραπάνω αντιλήψεις και βρίσκει πως, μία προς μία, είναι ψευδείς, απατηλές και παραπλανητικές. Αυτές οι αντιλήψεις δύσκολα θα διατηρούνταν στο προσκήνιο αν δεν υπεράσπιζαν -ουσιαστικά, αν δεν προωθούσαν και δεν ενίσχυαν- την παρούσα, άνευ προηγουμένου, αδικαιολόγητη και ολοένα επιταχυνόμενη αύξηση της κοινωνικής ανισότητας, καθώς επίσης το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην ελίτ των πλουσίων και την υπόλοιπη κοινωνία.

Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν (Πόζναν Πολωνίας 1925) 18 ετών κατετάγη στον Ελεύθερο Πολωνικό Στρατό και πολέμησε ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου εξαιτίας της αντισημιτικής εκκαθάρισης. Ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες. Το 1954 έγινε λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Βαρσοβίας. Ζει από το 1968 στην Αγγλία. Από το 1972 μέχρι το 1990 καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Λιντς. Ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια Λιντς και Βαρσοβίας. Η σκέψη του έχει δεχτεί επιρροές από σημαντικούς διανοούμενους του 19ου αιώνα (Καρλ Μαρξ – Μαξ Βέμπερ), αλλά και του 20ού αιώνα (Τεοντόρ Αντόρνο, Κορνήλιο Καστοριάδη και Εμανουέλ Λεβινάς). Πιστεύει ότι η κοινωνιολογία είναι ηθική υπόθεση: «Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους». Έχει τιμηθεί με τα βραβεία European Amalfi Prize for Sociology & Social Sciences (1990) και Adorno (1998).

Η μετάφραση είναι του Γιώργου Λαμπράκου. Οι εκδόσεις Οκτώ βρίσκονται στο http://www.okto.com.gr/


*Αναδημοσίευση, κατά βάση, από το http://politicalreviewgr.blogspot.com.au/2014/06/blog-post_2208.html