Ο καλός μου φίλος, ο Μιχάλης, άρχισε να μιλάει και έμοιαζε σαν να μονολογεί. Δεν με κοίταγε κι ήταν σαν να μην υπήρχα. «Δεν πρόλαβα να ζήσω. Πέρασα τα εβδομήντα και δεν κατάφερα να κάνω τίποτα απ’ όσα είχα προγραμματίσει, απ’ αυτά που είχα βαπτίσει «δικά μου», από εκείνα που τα λέμε «για μένα».
Τέλειωσα το Γυμνάσιο, λάτρευα το διάβασμα, ποθούσα να συνεχίσω τις σπουδές, τη ζωή μου, το γράψιμο, τους στίχους μου, την παλέτα μου. Δεν πρόλαβα.
Έφυγα για την Αυστραλία, γιατί, όπως είχε πει ο γέρος μου, που τότε ήταν νέος, «δυο αδελφές έχεις κι έχεις υποχρέωση. Καθήκον του αδελφού είναι να αποκαταστήσει τις αδελφές του. Το μισό χωριό πήγε στην Αυστραλία και πρόκοψε. Δυο-τρία χρόνια φτάνουν. Κράτα την ευχή μου φυλαχτό και φύγε». Κι εγώ ξέχασα τα θέλω μου, άφησα και την κόρη π’ αγαπούσα, παίρνοντας τα λιγοστά, τα φοβισμένα χάδια της, τ’ άβγαλτα φιλιά της και σφουγγισμένα δάκρυά της κι έφυγα.
Όσο για την ευχή του γέρου, στις αρχές την ένιωθα κοντά μου. Αργότερα την ξέχασα ή με ξέχασε, δεν μπορώ να σου πω. Καλή γυναίκα παντρεύτηκα, όμορφη, καλοβαλμένη, αυτό που λένε καλή μάνα και καλή σύζυγος, περίπτωση της ηχηρής ευτυχισμένης ρουτίνας. Εκείνο το χάδι το ανεπιτήδευτο της λαχτάρας, της κοπελιάς που άφησα στο νησί, δεν πρόλαβα να το χαρώ κι ούτε το ξαναβρήκα. Όταν στάθηκα στα πόδια μου, έτσι όπως το εννοούμε στην Αυστραλία, ξανασκέφτηκα, για λίγο, τα… θέλω μου κι εκείνα τα… δικά μου. Δεν πρόλαβα να τα σκεφτώ κι εκείνη η λέξη, η λέξη που πιπιλάμε σαν καραμέλα, «το καθήκον», άνοιξε το δρόμο της αναβολής των μικρών ονείρων μου, γι’ αργότερα, μιας και θα έπρεπε να δώσουμε προτεραιότητα στα… παιδιά, στο σπίτι, στο… μαγαζί.
Κάποια στιγμή που όλα έγιναν ρυθμός, ξαναθυμήθηκα τον εαυτό μου, τα θέλω μου, τα δικά μου, τα όνειρά μου. Κι είδα χαμόγελα ειρωνικά. Ήχησαν γέλια για την ποίηση μου. Και σκέπασαν τα όνειρα κάποια, οικογενειακά, μικρά ταξίδια αναψυχής και άλλα πιο μεγάλα, για να δεις τον άρρωστο βαριά πατέρα, για να σου ξαναδώσει την ευχή του, λες και η ευχή έχει ημερομηνία λήξης. Ένα άλλο ταξίδι, λίγο μετά, για να φιλήσεις το παγωμένο πρόσωπό του. Σαν ακουμπήσεις ή περάσεις τα πενήντα ο μεγεθυντικός φακός των χρόνων, δήμιος των σκουριασμένων ονείρων σου.
Σαν τον φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του πετιέσαι και υπόσχεσαι να πραγματοποιήσεις ό,τι άφησες, ό,τι ξέχασες, ό,τι σε ανάγκασε να παρακάμψεις. Αύριο θ’ αρχίσω είχα πει. Είχα βρει και τον τίτλο του μυθιστορήματός μου «Αν ήταν έτσι, ίσως…», έτσι το είχα βαφτίσει. Σου αρέσει; Καλός δεν είναι; Δέκα σελίδες έγραψα όλες κι όλες. Το πέπλο του γάμου της κόρης μας, σκέπασε κάθε τι άλλο. Μετά άλλος θάνατος αγαπημένου αδελφού, «πρωταγωνιστή» σε ένα από τα’ άγραφα… διηγήματα μου, ο αδελφός που μ’ έμαθε πως η πίκρα για το θάνατο κάποιου, είναι μικρή σε σχέση με την αγάπη που ένιωθες γι’ αυτόν, σαν ήταν ζωντανός.
Μεγάλωσα κι άλλο. Άρχισα να φοβάμαι. Περισσότερο φοβόμουν μήπως ο φόβος μου σκοτεινιάσει ή μου σκοτώσει την επιθυμία. Είπα θα πάω στο νησί. Θα γράψω, θα ζωγραφίσω, θα τραγουδήσω. Δύο-τρεις μήνες στο νησί μου φτάνουν ν’ αρχίσω. Θα προλάβω. Κι έτσι κι αρχίσω δεν σταματάω με τίποτα. Στο πατρικό μου σπίτι που για το γιασεμί του είχα γράψει στίχους, η αδελφή μου και ο άνδρας της θα καταλάβουν πως, τώρα που γέρασα, μια γωνιά από το σπίτι που έφτιαξα για τους «γέρους», μου ανήκει.
Στην αρχή, μέχρι να ξεκινήσω, πρόσφερα στον εαυτό μου τη θαλπωρή του καφενείου της γειτονιάς. Μετά έγινα ο «κουζουλός» που πήγε στην Αυστραλία και κόλλησε το ψώνιο της ζωγραφικής και του γραψίματος. Τα ξημερώματα, σαν στοιχειωμένος, ξεκινάει για τη θάλασσα μ’ ένα βαλιτσάκι και κάτι τρίποδα και την υπόλοιπη μέρα, γράφει και σημειώνει σ’ ένα μπλοκ σαν το μπακάλη που σημειώνει τους βερεσέδες.
Κι επάνω που έλεγα πως τα κατάφερα, πως θα προλάβω, στάσου και να δεις. Κάτι λέει παρουσιάζει το μικρούλι. Το εγγόνι σου. Έχει και τ’ όνομά σου. Πρέπει να έλθεις. Κι αφήνεις το νησί, αφήνεις τ’ όνειρό σου και γυρίζεις να πιεις μια κούπα πίκρα. Αν όλα πάνε καλά, ευχήσου μου, θα ξαναπάω στο νησί. Τούτη τη φορά θα μείνω και θα τελειώσω. Τι να τελειώσω δηλαδή αφού η σκέψη και τα όνειρα δεν τελειώνουν ποτέ. Είναι σαν τη Λερναία Ύδρα, όσο γράφεις τόσο το τρελό μυαλό σου κι’ η κουρασμένη σου φαντασία, γενούν και ζωντανεύουν.
Θέλω να φύγω και να προλάβω, τώρα στα γεράματα, να βγάλω από μέσα μου ότι ξεκίνησε να φυτρώνει, στο νου και την ψυχή μου, σαν ήμουνα παιδί.
Δεν θέλω να φτάσω μπροστά στο δισκοπότηρο και την ώρα που θα μου πει ο παπάς πως ο Χριστός μας θα με συγχωρέσει, εγώ, με όση φωνή μ’ απόμενε, να ψιθυρίσω: Όχι πάτερ δεν πρέπει να με συγχωρέσει γιατί, δεν…πρόλαβα να ζωγραφίσω και να τραγουδήσω τα όνειρά μου.