«Μιλάω για πρώτη φορά»

Πανίκος Μηνάς: «Ούτε στα παιδιά μου δεν αντέχω να τα πω αυτά»

Είναι ελάχιστες οι φορές που η λήθη καταφέρνει να σβήσει τις μνήμες ενός πολέμου από το μυαλό αυτού που τον έζησε. Κάποιοι απ’ αυτούς προσπαθούν να τις θάψουν στα βάθη του μυαλού τους και να ξορκίσουν τις εικόνες που γέννησαν αυτές τις μνήμες με τη σιωπή. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο συμπάροικος, Πανίκος Μηνάς, που, όπως μου εκμυστηρεύτηκε, από εκείνες τις μαύρες μέρες του 1974 έως σήμερα ποτέ του δεν μίλησε για εκείνη την αποφράδα μέρα της εισβολής αλλά και για τις μέρες που ακολούθησαν.

«Ούτε στα παιδιά μου δεν τα έχω πει αυτά. Μιλάω για πρώτη φορά» μου είπε, όταν άρχισε να εξιστορεί τα πού, πώς, πότε, ποιοι και γιατί των πιο τραυματικών εμπειριών της ζωής του.

Και ξέρουμε ότι οι μνήμες πολέμου και ξεριζωμού του Πανίκου δεν είναι, δυστυχώς, αποκλειστικότητά του. Έχουν πολλά κοινά με τις μνήμες πολλών Ελληνοκυπρίων που σήμερα ζουν δίπλα μας. Είναι, όμως, ένα ιστορικό και ανθρώπινο τεκμήριο που είναι απαραίτητο να καταγραφεί γιατί οι μνήμες πολέμου και ξεριζωμού δεν είναι μόνο κομμάτι της ιστορίας της Κύπρου αλλά και της ιστορίας της παροικίας μας.

«ΚΟΥΜΠΑΡΕ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΕΝΑ ΛΑΚΚΟ ΚΑΙ ΝΑ ΜΠΩ ΜΕΣΑ ΝΑ ΧΑΘΩ ΚΑΙ ΝΑ ΒΓΩ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ»

Ο Πανίκος Μηνάς ήταν 22 χρόνων όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο. Μόλις είχε τελειώσει το στρατό και δούλευε οικοδόμος στην Αμμόχωστο με έναν πολύ καλό του φίλο, τον Τουρκοκύπριο Χασάν.

«Ακουγόντουσαν πολλά εκείνες τις μέρες. Πριν το πραξικόπημα υπήρχε μία γενικότερη ένταση. Αν και ήμασταν νέοι επειδή η συζήτηση όπου και να πήγαινες στην οικογένεια, στην παρέα, στη δουλειά ήταν γύρω από ένα ενδεχόμενο πραξικόπημα, είχαμε υπόψη μας ότι αν τελικά γινόταν αυτό θα άνοιγαν και οι πόρτες στην Τουρκία να εισβάλει. Γνωρίζαμε ότι η χούντα τότε οργάνωνε είτε την εκτέλεση του Μακαρίου είτε πραξικόπημα και όλα αυτά τα πράγματα ακουγόντουσαν. Και να προσπαθήσει κάποιος να τα κρύψει δεν μπορεί» λέει ο Πανίκος, καθώς προσπαθεί να περιγράψει το γενικότερο κλίμα εκείνων των ημερών.
Γύρω του στους δρόμους του κάθε χωριού, έβλεπε κάθε 100-200 μέτρα γραμμένα συνθήματα όπως «Ένωση, 21η Απριλίου» συνθήματα που όπως λέει «τα γράφανε άτομα που καθοδηγούνταν από τη χούντα των Αθηνών».

«Τους 300 δεν τους πρόδωσε η Ελλάδα ή η Σπάρτη, τους πρόδωσε ένας και εγώ θέλω να ξεχωρίσω ότι την Κύπρο την πρόδωσε η χούντα, ο Ιωαννίδης πιο συγκεκριμένα αλλά όχι η Ελλάδα» προσθέτει.

Ήταν κοντά στο κολατσιό και ο Πανίκος με τον φίλο του Χασάν, δούλευαν σε μία οικοδομή στην πόλη της Αμμοχώστου. Δεν περίμεναν την γειτόνισσα να τους κάνει συντροφιά στο κολατσιό, την είδαν όμως εκείνο το μεσημέρι της 15ης Ιουλίου να τρέχει προς το μέρος τους φωνάζοντας…
«”Κύριε Πανίκο, κύριε Πανίκο έγινε πραξικόπημα” μου φώναζε και, λες, δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι αυτόματα κοιτάξαμε ό ένας τον άλλο με τον Χασάν και ή τον ρώτησα… ‘τι θα κάνουμε Χασάν;’».

«Θα ήθελα να πω για πρώτη φορά τις λέξεις που μου είπε εκείνη τη στιγμή… ‘Κουμπάρε θα ήθελα ένα λάκκο και να μπω μέσα να χαθώ και να βγω μετά από πολύ καιρό’. Δεν τα έχω επαναλάβει ποτέ πάλι μέχρι σήμερα τα λόγια του.

Ο Χασάν γνώριζε το τι θα γινόταν. Ήμασταν φίλοι αδερφικοί με τον Χασάν. Λίγο καιρό πριν ήταν στον τουρκικό στρατό. Έσπασε το πόδι του, έφυγε νωρίτερα και δεν ήθελε να πάει πίσω. Εγώ τον φευγάτισα ένα βράδυ από το χωριό του και τον πήρα σ’ ένα ξενοδοχείο στο Βαρώσι και τον έπαιρνα από το ξενοδοχείο στη δουλειά, από τη δουλειά στο ξενοδοχείο για να μην τον πάρουν πίσω και αυτό γινόταν κάθε μέρα μέχρι να ξεχαστεί. Ήταν ανοικτό μυαλό και κάτι είχε ακούσει μέσα στο στρατό και γι’ αυτό μου είπε αυτές τις λέξεις τις οποίες τις θυμάμαι και θα τις θυμάμαι πάντοτε».

Ο Πανίκος δεν είχε επαναλάβει ποτέ μέχρι σήμερα τα λόγια του Χασάν γιατί δεν κατάφερε ποτέ μέχρι σήμερα, έστω και αν προσπάθησε να βρει τον Χασάν τον φίλο του. Λίγες ώρες αργότερα, χωρίς καν να το ξέρουν, ούτε ο Πανίκος ούτε ο Χασάν, οι δρόμοι τους θα χώριζαν για πάντα.

«Μαζέψαμε τα εργαλεία και αποφασίσαμε να πάμε σπίτι. Όπως φεύγαμε μέσα στην Αμμόχωστο, μέσα στο Βαρώσι βλέπαμε κινήσεις, αλλά ούτε τουφεκιές ούτε στρατιώτες ούτε τίποτα τέτοιο. Όταν περνούσαμε δίπλα από τα τείχη της Αμμοχώστου, οι Τούρκοι ετοίμαζαν φυλάκια, βάζανε σακούλες με άμμο, βλέπαμε ότι προετοιμάζονταν, γνωρίζανε τι θα γινόταν» λέει ο Πανίκος και θυμάται τη βαριά ατμόσφαιρα που τα λυπημένα πρόσωπα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων δημιουργούσαν στους δρόμους που διάβηκαν εκείνη τη μέρα.

«Φτάσαμε τελικά στα χωριά μας. Θυμάμαι εκείνες τις μέρες ήμασταν σε κατ’ οίκον περιορισμό και ακούγαμε όλοι το ράδιο να δούμε τι θα γίνει. Έρχονταν και οι πραξικοπηματίες στα διάφορα χωριά και ρίχνανε σφαίρες εκφοβισμού. Συνέλαβαν και ορισμένους οι οποίοι θεωρούνταν ότι είχαν σχέση με το καθεστώς του Μακάριου. Και το Σάββατο το πρωί έγινε η εισβολή από την Τουρκία».

ΤΟ ΓΕΜΑΤΟ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Είναι η στιγμή που ο Πανίκος χάνει τα λόγια του. Και αυτή δεν θα είναι η πρώτη φορά που το βλέμμα του, η σιωπή του, τα υγρά του μάτια θα πάρουν το λόγο καθώς μιλάμε.

«Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τα συναισθήματα που νιώσαμε εκείνη τη μέρα. Μέχρι σήμερα ψάχνω να βρω τα λόγια» λέει προσπαθώντας να δικαιολογήσει τη σιωπή του. Και επειδή δεν μπορεί αρχίζει να μιλά αποκλειστικά για γεγονότα…

«Η εισβολή έγινε 5.30 το πρωί, εκείνη την ώρα χτύπησαν οι Τούρκοι. Ακούσαμε τα αεροπλάνα το πρωί, και ακούσαμε στο ΡΙΚ λίγη ώρα αργότερα ότι οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο. Εγώ ήμουν στο Λύσι το χωριό της γυναίκας μου, ήμουν αρραβωνιασμένος τότε. Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε. Εγώ και ο κουνιάδος μου φύγαμε μαζί να πάμε να παρουσιαστούμε. Μανάδες, παιδιά, γυναίκες, πατεράδες όλοι κλαίγανε, ξέρανε το τι θα συνέβαινε. Ξέραμε ότι δεν είχαμε καμία δύναμη να σταματήσουμε την Τουρκία, ότι είμαστε καταδικασμένοι…» λέει και συμπληρώνει με σφιγμένα χείλη και μία πικρία που η χροιά της φωνής του αποκαλύπτει ότι τον συντροφεύει από τότε!
«Ευγενία, το χειρότερο είναι που ξέραμε ότι είμαστε προδομένοι και το υπογραμμίζω με κεφαλαία, όχι από την Ελλάδα, αλλά από τον Ιωαννίδη». Τρέχοντας πήγε αυτός και οι άλλοι συνομήλικοί του στην πλατεία του χωριού, έπρεπε να παρουσιαστούν. Γενική επιστράτευση και το παλικάρι που πριν λίγο καιρό είχε απολυθεί από το στρατό είχε την ειδικότητα του οδηγού άρματος. «Μας έβαλαν σε ένα φορτηγό εκεί στην πλατεία για να μας πάνε εκεί που έπρεπε να πάμε. Την μάνα μου δεν είχα προλάβει να την δω».

Την είδε την μάνα του ο Πανίκος, την είδε λίγα λεπτά αργότερα και η εικόνα εκείνη δεν ξεχνιέται ποτέ…
«Περνούσαμε από το χωριό μου την Κοντέα και η μάνα μου ήταν εκεί στο δρόμο, και περίμενε για να περάσουμε. Και πέρασα και με είδε. Δεν θέλω να θυμάμαι εκείνη τη στιγμή. Ήταν μάνα και περίμενε και εγώ μόνο το χέρι κούνησα. Αυτό μόνο θα σου πω για εκείνη τη στιγμή» λέει και εκείνος ο κόμπος που γεννήθηκε εκείνο το πρωινό της 20ης Ιουλίου στην καρδιά του, ζει και βασιλεύει ακόμα και φορτώνει μέχρι σήμερα τα μάτια του με δάκρυα… «Ήταν μάνα και περίμενε» ξαναλέει.

«ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΜΑΣ ΤΙΣ ΧΑΣΑΜΕ»

Ο Πανίκος αρχίζει να θυμάται καρέ-καρέ τα όσα ακολούθησαν αφού επιστρατεύτηκε. Τη διαδρομή από τα χωριά του που σήμερα βρίσκονται υπό τουρκική κατοχή έως το κέντρο στη Λάρνακα όπου και συγκεντρώθηκαν όλοι οι στρατιώτες.

«Τις πρώτες μέρες σκάβαμε χαρακώματα κοντά στη Λάρνακα, οργανωνόμαστε. Μετά ήρθαν και μας πήραν και μας πήγαν στην πρώτη γραμμή στο αεροδρόμιο της Τύμβου κοντά σε ένα χωριό που το έλεγαν Λουρουτζίνα γιατί υπήρχε υποψία ότι θα κατέβαιναν εκεί οι Τούρκοι να το καταλάβουν για να προσγειώνουν τα αεροπλάνα τους. Κανένας μας δεν ήξερε τι γινόταν, όλο υποψίες είχαμε, όλο φήμες ακούγαμε και με αυτές τις φήμες πορευόμαστε».

Και άρχισαν οι μάχες… «Από τις πρώτες μέρες και για έξι μήνες και πέντε μέρες που έμεινα στο στρατό δεν σταμάτησαν. Υποτίθεται ότι έγινε παύση πυρός τρεις μέρες μετά την εισβολή αλλά ήταν μία εικονική κίνηση από τους Τούρκους. Ποτέ τους δεν σεβάστηκαν αυτή την παύση πυρός. Αυτό που ήθελαν ήταν να κάνουν ένα προγεφύρωμα για να μπορέσουν να κατεβάσουν από τα πλοία τους άρματα μάχης, στρατό και οπλισμό για να προελάσουν, όπως και έγινε στις 14 Αυγούστου» προσθέτει. «Για 15 μέρες που μείναμε εκεί δεν είχαμε ούτε φαγητό ούτε νερό, ούτε μία σκεπή πάνω από το κεφάλι μας, μ’ άχυρα σκεπαζόμαστε».

Μετά από 15 μέρες επέστρεψαν στο ΚΕΝ Λάρνακας. Τα πράγματα εκεί δεν ήταν καλύτερα. Και ενώ οι μάχες άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στη μνήμη του Πανίκου δεν είναι αυτές οι αναμνήσεις που πονάνε περισσότερο. «Ήθελα να σου πω για τη μάνα… Όταν μας πήγαν πίσω στο ΚΕΝ της Λάρνακας ήμασταν στην κυριολεξία ένας άτακτος στρατός. Ούτε φαγητό είχαν να μας ταΐσουν, ούτε νερό που λέει ο λόγος και κοιμόμαστε πάλι έξω γιατί είχαν γεμίσει οι θάλαμοι. Τότε ο διοικητής μας είπε πάτε στα σπίτια σας να κάνετε ένα μπάνιο και να έρθετε αύριο το πρωί και μας έδωσαν ένα χαρτί για άδεια. Ξεκινήσαμε να πάμε στα χωριά μας.

Το δικό μου χωριό ήταν μόλις 20 χιλιόμετρα μακριά αλλά αυτό δεν ήταν το ζήτημα. Το ζήτημα ήταν πώς θα πήγαινα εκεί και από πού θα πήγαινα. Καθ’ όλη τη διαδρομή ήταν όλο τουρκοκυπριακά και ελληνοκυπριακά χωριά αλλά δεν ξέραμε πού κρατούσαν οι Τούρκοι. Αν περνούσαμε από μέσα θα μας έπιαναν, θα μας εκτελούσαν ή θα μας πυροβολούσαν προτού φτάσουμε στο χωριό; Τελικά τα κατάφερα και έφτασα στο χωριό της αρραβωνιαστικιάς μου πρώτα. Χτύπησα την πόρτα και ανοίξανε και με το που με είδαν άρχισαν όλοι να κλαίνε».

Ο άνδρας μίας ξαδέρφης του Πανίκου είχε δώσει στην μάνα, τα αδέρφια και τους συγγενείς του μαύρα μαντάτα… «Τον Πανίκο τον σκότωσαν οι Τούρκοι».
«Δεν με πίστευαν ότι ήμουν καλά όταν με είδαν. Όλοι νόμιζαν ότι κάτι μου είχε συμβεί. Αναγκάστηκα και έβγαλα τα ρούχα μου για να δουν ότι δεν είχα τραυματιστεί. Η μάνα μου και τα αδέρφια μου είχαν πάρει τους δρόμους και έψαχναν να με βρουν».

«Ξεκίνησα να πάω στο χωριό μου να δω τη μάνα μου και να δει και αυτή ότι ήμουν καλά και στο δρόμο με σταματήσανε άτομα της ΕΟΚΑ Β’. Ήθελαν να με εκτελέσουν. Και πήγαινα να δει η μάνα μου ότι ήμουν ζωντανός. Και το λέω με μεγάλη πίκρα αυτό. Εκείνο το χαρτάκι με έσωσε. Τους απέδειξε ότι δεν ήμουν λιποτάκτης».
Ο Πανίκος την είδε την μάνα του εκείνη τη μέρα. Μετά όμως έχασε και τη μάνα του και την οικογένειά του.

«Με το που γύρισα πίσω μας πήγανε κάτω από το Σταυρό των Λιμνιών. Το ότι οι δικοί μας έφυγαν από τα σπίτια τους στο ραδιόφωνο το έμαθα. Τελικά αποφάσισαν να με αφήσουν να πάω να δω πού είναι οι δικοί μου. Είχα ακούσει ότι είχαν βρει καταφύγιο στις αγγλικές βάσεις. Πήγα να ψάξω να τους βρω. Όταν έφτασα στην είσοδο όμως με σταμάτησαν γιατί απαγορευόταν να περάσω με τη στολή, γδύθηκα για να μπω στις βάσεις. Ρωτώντας τους βρήκα κάτω από ένα δέντρο».

Εκείνη η μέρα που ο Πανίκος βρήκε την οικογένειά του ήταν γραφτό να μείνει στη μνήμη του ως η μέρα της εξιλέωσης γι’ αυτόν. Μπορεί να είχε πικράνει τη μάνα του και αυτό όχι από επιλογή του αλλά η μοίρα ήθελε να του δώσει μέσα σε όλη αυτή τη δίνη του πολέμου και του ξεριζωμού ένα λόγο να χαρεί.

«Θυμάμαι όταν βρήκα τους δικούς μου κάτω απ’ εκείνο το δέντρο, η μάνα μου έλειπε. Είχε βγει παρακάτω στο δρόμο και περίμενε κάποιους συγχωριανούς να πάνε μαζί πίσω στο χωριό για να πάρουν κάποια από τα πράγματα που είχαν αφήσει πίσω στο σπίτι. Τα αδέρφια μου έτρεξαν να την φωνάξουν και δεν πήγε τελικά στο χωριό. Και ευτυχώς γιατί εκείνη τη μέρα ένας θείος μου που πήγε και άλλοι δύο συγχωριανοί, έπεσαν στα χέρια των Τούρκων και τους πήραν αιχμαλώτους, ένας απ’ αυτούς είναι αγνοούμενος ακόμα» λέει ο Πανίκος. «Θες ο Θεός, θες η τύχη, δεν ξέρω ποιος έβαλε το χέρι του εκείνη τη μέρα εγώ ξέρω και θα πιστεύω πάντα ότι έσωσα τη ζωή της μάνας μου».

Αφήνω τις αναμνήσεις του από εκείνη τη μαύρη περίοδο του Πανίκου να σταματήσουν εδώ. Δεν του ζητώ περισσότερα. Εκείνος δεν θέλει να πει περισσότερα.
Καταλήγει με τούτα τα λόγια «Υπηρέτησαν 6 μήνες και πέντε μέρες, αποστρατεύθηκα στις 25 Ιανουαρίου του 1975, παντρευτήκαμε με την Ανδρούλα στις 16 Φεβρουαρίου και φύγαμε από την Κύπρο στα τέλη του Φλεβάρη» και ρίχνει ένα γεμάτο στοργή βλέμμα στην 3χρονη εγγονούλα του.

Και η ζωή συνεχίζεται…