Η Αποθεματική Τράπεζα της Αυστραλίας (RBA) εκτιμά ότι για να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός θα πρέπει εκτός από τα επιτόκια να… αυξηθεί και η ανεργία, όπως ανέφερε σε ομιλία της η αναπληρώτρια διοικητής της RBA, Michele Bullock, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση ισχυρών συνδικαλιστικών στελεχών.

Η κα Bullock υποστήριξε ότι το ποσοστό ανεργίας 3,6% είναι πολύ χαμηλό και θα πρέπει να αυξηθεί σε περίπου 4,5% τους επόμενους 12 μήνες, προκειμένου να επανέλθει ο πληθωρισμός με βιώσιμο τρόπο στο εύρος στόχου 2-3% της RBA σε βάθος χρόνου.

Προειδοποίησε ότι σε αντίθετη περίπτωση, αν αφεθεί ο πληθωρισμός να ξεφύγει, μια «βαθιά και μακράς διάρκειας ύφεση θα ήταν πιθανή» και ότι αυτό θα σήμαινε «σημαντική αύξηση του ποσοστού ανεργίας».

«Στοχεύουμε να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό στο στόχο (για) ελαφρώς μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι άλλες χώρες στο εξωτερικό, και από πολλές απόψεις θα μπορούσε να είναι πολύ πιο εύκολο απλώς να αυξήσουμε τα επιτόκια», δήλωσε.

«Ελπίζουμε λοιπόν ότι μπορούμε να μειώσουμε τον πληθωρισμό λίγο πιο σταδιακά … (αλλά) το ποσοστό ανεργίας θα πρέπει να αυξηθεί».

Οι ηγέτες των συνδικάτων CFMEU, Electrical Trades Union, Australian Workers Union και Health Services Union χαρακτήρισαν τα σχόλια της κα Bullock ως «ντροπιαστικά» και κατήγγειλαν ένα «διαλυμένο σύστημα» που θέτει σε κίνδυνο τα προς το ζην δεκάδες χιλιάδες άτομα.

Η αναπληρώτρια διοικητής της RBA μιλούσε για το «Nairu», το οποίο είναι ένας τεχνικός όρος (Non-accelerating inflation rate of unemployment – NAIRU)  που ουσιαστικά περιγράφει ένα θεωρητικό επίπεδο ανεργίας στο οποίο οι μισθοί και η απασχόληση είναι «υπό έλεγχο».

Αυτήν τη στιγμή το «Nairu» εκτιμάται ότι είναι περί του 4,5% για την Αυστραλία και οτιδήποτε κάτω από αυτό δημιουργεί άνοδο του πληθωρισμού. Ο όρος «συστήθηκε» αρχικά ως NIRU (non-inflationary rate of unemployment) από τους Franco Modigliani και Λουκά Παπαδήμο, το 1975, ως βελτίωση της έννοιας του «φυσικού ποσοστού ανεργίας» (natural rate of unemployment) που είχε προταθεί νωρίτερα από τον Milton Friedman.

Ο κ. Παπαδήμος, υπενθυμίζεται, είναι Έλληνας οικονομολόγος, τραπεζίτης, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας (11 Νοεμβρίου 2011 – 16 Μαΐου 2012). Υπήρξε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος από το 1994 έως το 2002, και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από το 2002 ως το 2010.

Όταν οι πολλοί οικονομολόγοι μιλούν για «πλήρη απασχόληση», εννοούν το ποσοστό αυτό (Nairu). Όχι, ότι όλοι έχουν δουλειά και τις ώρες που θέλουν να δουλεύουν, αλλά ένα καθορισμένο ποσοστό ανεργίας, με τον πληθωρισμό υπό έλεγχο.

Η ανεργία στην Αυστραλία υποχώρησε στο 3,6% τον Μάιο, από 3,7% τον Απρίλιο, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ABS), καθώς η οικονομία πρόσθεσε επιπλέον 76.000 θέσεις.

Οι εργαζόμενοι σε όλη τη χώρα να ξεπερνούν για πρώτη φορά τους 14 εκατομμύρια (14.003.400) και μία αύξηση της ανεργίας στο 4,5%, κατά 1% περίπου, μπορεί να σημαίνει 150.000 ανέργους περίπου.

Ειδικότερα, η κα Bullock, ανέφερε στην ομιλία της:

«Στόχος μας είναι να επαναφέρουμε την αγορά εργασίας (και την αγορά αγαθών και υπηρεσιών) σε ένα επίπεδο που να συνάδει με την πλήρη απασχόληση – κάτι σαν το τελικό σημείο στις προβλέψεις μας».

«Πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί εάν η απασχόληση και η οικονομία γενικότερα αναπτυχθούν με ρυθμό κάτω από την τάση για κάποιο διάστημα».

«Αυτό θα συμβάλει στην καλύτερη εξισορρόπηση της ζήτησης και της προσφοράς και θα μας δώσει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να εξασφαλίσουμε βιώσιμη πλήρη απασχόληση στο μέλλον».

Δηλαδή η ανεργία θα πρέπει να αυξηθεί -ή η απασχόληση να μειωθεί- για να μειωθεί η κατανάλωση και η οικονομία να επιβραδύνει ώστε ο πληθωρισμός να τεθεί υπό έλεγχο.

Σημαντικό ζήτημα ωστόσο αποτελεί ποιος θα είναι εντέλει αυτός που θα χάσει «πρώτος» τη δουλειά του για να αυξηθεί το ποσοστό της ανεργίας, αν έχουμε περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομίας ή ακόμη χειρότερα μία ύφεση.

Συνήθως είναι οι πιο ευάλωτοι, σε θέσεις εργασίας με ελάχιστο μισθό και οι αυτοί με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης/δεξιοτήτων, που ξοδεύουν τις απολαβές τους στα απαραίτητα και όχι σε περισσότερη ψυχαγωγία, ταξίδια, πιο ακριβά προϊόντα και υπηρεσίες.

Στο μεταξύ, σύμφωνα με τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της RBA, που δόθηκαν στη δημοσιότητα, η απόφαση για αύξηση του επιτοκίου κατά 0,25%, στο 4,10% πλέον, αντί να κάνει «παύση» ήταν «πολύ ισορροπημένη».

Αναφέρεται δε ότι περαιτέρω αυξήσεις θα εξαρτηθούν από το πώς οι εξελίξεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό επηρεάζουν τις προοπτικές του πληθωρισμού.

«Λαμβάνοντας την απόφαση να αυξήσουν εκ νέου τα επιτόκια, τα μέλη [του Διοικητικού Συμβουλίου] αναγνώρισαν τη σημαντική αβεβαιότητα όσον αφορά τις προοπτικές για τις δαπάνες των νοικοκυριών και τις οικονομικές πιέσεις που αντιμετωπίζουν ορισμένα νοικοκυριά», προκύπτει από τα πρακτικά.

«Τα μέλη επιβεβαίωσαν την αποφασιστικότητά τους να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στο στόχο και την προθυμία τους να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο για να το επιτύχουν αυτό».

Τα πρακτικά δείχνουν ότι η κύρια ανησυχία της RBA παραμένει το κατά πόσον ο πληθωρισμός θα αποδειχθεί πολύ επίμονος, αποτυγχάνοντας να επιβραδυνθεί στο 3% έως τα μέσα του 2025.

Μεταξύ των λόγων ήταν ότι «ορισμένες επιχειρήσεις αναπροσάρμοζαν τις τιμές τους, εμμέσως ή αμέσως, με τον πληθωρισμό του παρελθόντος».

Υπήρχε επίσης η πιθανότητα οι μισθολογικές αυξήσεις να αναπροσαρμόζονταν επίσης με βάση τον υψηλό πληθωρισμό προ μηνών και υπήρχε η «δυνατότητα» να διαδοθεί ευρέως μια τέτοια τάση.

«Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούσαν αυξημένο κίνδυνο να διατηρηθεί ο υψηλός πληθωρισμός, γεγονός που θα δυσχέραινε τη διατήρηση της οικονομίας στη στενή πορεία» που επιδιώκει η RBA, χωρίς να «ακινητοποιηθεί» η οικονομία.

«Τα μέλη σημείωσαν ότι η αύξηση της κατανάλωσης ήταν ήδη αρκετά αδύναμη, ιδίως σε όρους κατά κεφαλήν», αναφέρεται στα πρακτικά.

«Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειωνόταν, ιδίως για τους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων, και πολλοί ενοικιαστές αντιμετώπιζαν δύσκολες οικονομικές συνθήκες».