Οι κάτοικοι Αυστραλίας, κατά μέσο όρο, ζουν περισσότερο από ποτέ και φτάνουν πλέον σε πολύ μεγάλη ηλικία, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία του Ινστιτούτου Υγείας και Πρόνοιας (Australian Institute of Health and Welfare – AIHW).

Καταγράφεται μεν νέα αύξηση στο προσδόκιμο ζωής -με τους ομογενείς μας φαίνεται να συμβάλλουν σε αυτήν την ανοδική τάση, καθώς θεωρούνται ο δεύτερος μακροβιότερος πληθυσμός στον πλανήτη- αλλά επισημαίνεται ότι οι «ακραίες ηλικίες» (άνω των 110 ετών) εξακολουθούν να αποτελούν σπάνιο γεγονός.

Κάτι που προκαλεί το ερώτημα, κατά το AIHW, πόσο μπορούμε να ζήσουμε τελικά;

Πιο συγκεκριμένα, τις τελευταίες πέντε δεκαετίες το προσδόκιμο ζωής στην Αυστραλία αυξήθηκε κατά 13,7 έτη για τους άνδρες (στα 81,3 έτη) και κατά 11,2 έτη για τις γυναίκες (στα 85,4 έτη).

Αυξάνεται με ρυθμό σχεδόν 3 μηνών ανά έτος από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Οι θάνατοι αιωνόβιων (centenarian – άτομα ηλικίας 100 ετών και άνω) είχαν μάλιστα πρωτοφανή αύξηση από 1 στους 1.214 θανάτους σε 1 στους 72 θανάτους μεταξύ 1964 και 2021, ή από 0,08% των θανάτων το 1964 σε 1,40% των θανάτων το 2021.

Ωστόσο, υπήρχαν 2 θάνατοι υπεραιωνόβιων (supercentenarian – ηλικίας 110 ετών και άνω) στη δεκαετία, αρχής γενόμενης το 1964, και 31 στη δεκαετία αρχής γενόμενης το 2012 (λιγότερο από 0,01% των θανάτων και στις δύο χρονικές περιόδους).

«Αν και δεν υπάρχει σαφής απάντηση στο ερώτημα ‘πόσο μπορούν να ζήσουν οι Αυστραλοί;’, όλοι γνωρίζουμε ότι το μέσο προσδόκιμο ζωής συνεχίζει να αυξάνεται. Αλλά αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι η μέγιστη ηλικία στην οποία ζουν οι άνθρωποι δεν αλλάζει σχεδόν εξίσου», δήλωσε ο εκπρόσωπος του AIHW, Richard Juckes.

«Τα στοιχεία αυτά είναι καθοριστικής σημασίας για να ενισχύσουμε την κατανόηση του πόσο καιρό ζουν σήμερα οι Αυστραλοί, αν μπορούμε να περιμένουμε ότι οι Αυστραλοί θα συνεχίσουν να ζουν σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες και πώς αυτές οι τάσεις έχουν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου».

Η Αυστραλία διατηρεί ένα από τα υψηλότερα προσδόκιμα ζωής στον Κόσμο (83,2 έτη το 2021), καταλαμβάνοντας την 5η θέση μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).

Στην κορυφή βρίσκεται η Ιαπωνία με 84,7 έτη, ακολουθούμενη στενά από την Ελβετία, την Κορέα και την Ισπανία. Στην Ελλάδα το προσδόκιμο πλησιάζει τα 82 έτη.

«Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής στην Αυστραλία αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη βελτίωση των ιατρικών γνώσεων και της τεχνολογίας, στη διαθεσιμότητα υγειονομικής περίθαλψης (όπως η ευρεία πρόσβαση σε αντιβιοτικά και εμβόλια), στις βελτιωμένες συνθήκες διαβίωσης και στη συνολική βελτίωση της ποιότητας ζωής», δήλωσε ο κ. Juckes.

Σημειώνεται ότι το προσδόκιμο ζωής είναι ένας θεωρητικός αριθμός που υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά θνησιμότητας σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.

Άλλοι τρόποι μέτρησης της διάρκειας ζωής περιλαμβάνουν τη διάμεση ηλικία θανάτου (η οποία είναι η ηλικία κατά την οποία οι μισοί από όλους τους θανάτους έχουν συμβεί σε ένα δεδομένο έτος), ή τη μέση ηλικία θανάτου (η οποία είναι η πιο κοινή ηλικία στην οποία πεθαίνουν οι άνθρωποι σε ένα δεδομένο έτος).

Στην Αυστραλία η διάμεση ηλικία θανάτου αυξήθηκε κατά 11,5 έτη για τους άνδρες (σε 79,6 έτη) και κατά 10,9 έτη για τις γυναίκες (σε 84,9 έτη) σε μια περίοδο 55 ετών (1964-2021).

Η συνηθέστερη ηλικία θανάτου τη δεκαετία του 1960 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν τα βρέφη (λιγότερο από 1 έτος).

Έκτοτε, η πλειονότητα των θανάτων καταγράφηκε σε μεγαλύτερες ηλικίες.

Κατά τη δεκαετία έως το 2021, η συνηθέστερη ηλικία θανάτου ήταν τα 87 έτη για τους άνδρες και τα 91 έτη για τις γυναίκες.

Αλλά, όπως προαναφέρθηκε, η μέγιστη ηλικία θανάτου έχει παρουσιάσει ελάχιστες βελτιώσεις με την πάροδο του χρόνου.

«Από εξωτερικά επικυρωμένα αρχεία, το γηραιότερο εν ζωή άτομο στην Αυστραλία ήταν γυναίκα και πιστεύεται ότι πέθανε σε ηλικία 114 ετών το 2002. Συγκριτικά, ο γηραιότερος εν ζωή Αυστραλός άνδρας πέθανε σε ηλικία 111 ετών το 2021», δήλωσε ο κ. Juckes.

«Ο γηραιότερος εν ζωή άνθρωπος παγκοσμίως πιστεύεται ότι πέθανε σε ηλικία 122 ετών το 1997 στη Γαλλία».

Στην Ιαπωνία, το προσδόκιμο ζωής των γυναικών αυξάνεται εδώ και 160 χρόνια με σταθερό ρυθμό τριών μηνών ετησίως.

Ο πληθυσμός των υπεραιωνόβιων της χώρας αυξήθηκε κατά 564% (από 22 σε 146) κατά τη δεκαετία έως το 2019, παρά το γεγονός ότι ο συνολικός πληθυσμός της Ιαπωνίας μειώθηκε.

Το βιολογικό όριο της ανθρώπινης μακροζωίας, επισημαίνει το AIHW, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας έκθεσης.

Ωστόσο, οι πληροφορίες που παρουσιάζονται είναι σημαντικές για να καταστεί δυνατή η καλύτερη αξιολόγηση των τάσεων της θνησιμότητας μεταξύ των πολύ ηλικιωμένων και των πιθανών επιπτώσεων που μπορεί να έχει η γήρανση του πληθυσμού στην κοινωνία της Αυστραλίας.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΑΥΣΤΡΑΛΟΙ

Οι Ελληνοαυστραλοί, όπως έχει επισημάνει ο δημοφιλής γιατρός, ειδικός σε θέματα υγιεινής διατροφής και επί τέσσερις δεκαετίες ιατρικός συντάκτης στην Αυστραλία, Norman Swan, έχουν το δεύτερο υψηλότερο προσδόκιμο ζωής στον Κόσμο, μετά τους Ιάπωνες που ζουν στη Χαβάη.

Σύμφωνα με τον κ. Swan, όπως έχει γράψει και στο παρελθόν ο «Νέος Κόσμος», η μεσογειακή διατροφή διαδραματίζει κομβικό ρόλο για τους Ελληνοαυστραλούς, χωρίς όμως να συνιστά από μόνη της το κλειδί της μακροζωίας.

«Έχουν τον δικό τους βοτανόκηπο και λαχανόκηπο, μαγειρεύουν με φρέσκα υλικά, και αυτό είναι πολύ σημαντικό για τη διατήρηση της υγείας τους», εξήγησε.

«Έτσι, ασκούνται στον καθαρό αέρα, διαχειρίζονται το καθημερινό άγχος και αποκτούν μια δημιουργική ενασχόληση που αποτελεί πηγή καθημερινών στόχων και ικανοποίησης».

Ακόμη, όπως είχε αναφέρει σε μελέτη της η καθηγήτρια Διαιτολογίας, Antigone Kouris – Blazos, παρά τις δυσμενείς αλλαγές που έχουν επέλθει στη διατροφή των ανθρώπων τις τελευταίες δεκαετίες, οι Έλληνες μετανάστες συνέχισαν να τρώνε μεγάλες μερίδες τροφίμων που θεωρούνται προστατευτικά για την υγεία.

Ίσως έτσι εξηγούνται και τα συμπεράσματα μελέτης του 2010, σύμφωνα με την οποία στο αίμα των Ελληνοαυστραλών ηλικίας 50-70 ετών είχαν εντοπιστεί διπλάσιες ποσότητες αντιοξειδωτικών καροτενοειδών – και ειδικά λουτεΐνης – σε σχέση με τους Αυστραλούς αγγλοκελτικής καταγωγής.

Σύμφωνα, με τη Δρα Kouris – Blazos, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 το 81% των ηλικιωμένων Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία υιοθετούσε τη μεσογειακή διατροφή, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα έφτανε μόλις το 57%.

Ένας επιπλέον λόγος στον οποίο οφείλεται η μακροβιότητα των Ελλήνων μεταναστών είναι, σύμφωνα με τον Norman Swan, η θρησκευτική πίστη και η ευλαβική τήρηση των κανόνων της Εκκλησίας από την κοινότητά τους.

«Οι ηλικιωμένοι Ελληνοαυστραλοί νηστεύουν για περίπου 100 ημέρες τον χρόνο», σημείωσε.

Τα παραπάνω έχουν «φέρει» και τίτλους σε άρθρα όπως «Οι γεννημένοι στην Ελλάδα Αυστραλοί είναι ανώτερα όντα σύμφωνα με την επιστήμη» (Greek-born Aussies are superior beings according to science), στην «The Oz», την ιστοσελίδα της εφημερίδας «The Australian» που απευθύνεται κυρίως στη νεολαία.

Επρόκειτο για αναδημοσίευση του ιδιαίτερα τιμητικού αφιερώματος του δημοσιογράφου Cameron Stewart της «The Australian», σχετικά με τα μυστικά της ζωής που «κουβαλούν» οι Έλληνες μετανάστες της Αυστραλίας.

Οι Έλληνες παρουσιάζονταν ως «μετανάστες-θαύμα» καθώς βρέθηκε ότι χάρη στην τήρηση των παραδόσεών τους, ζουν περισσότερα χρόνια από τον υπόλοιπο πληθυσμό της Αυστραλίας, ενώ είναι και από τους μακροβιότερους ανθρώπους ανά τον Κόσμο.

Όπως ανέφερε ο κ. Stewart, μπορούμε να μάθουμε κάποια πράγματα από αυτήν την πρώτη γενιά Ελληνοαυστραλών.

Στο εκτενές ρεπορτάζ του, συζητούσε με συμπαροίκους για το νόημα της ζωής, τις συνήθειές τους, καταγράφοντας τους λόγους στους οποίους θεωρούν ότι οφείλεται η μακροβιότητά τους, αλλά και η αισιοδοξία τους, παρά τις δυσκολίες που έφερε η πανδημία.

Όπως τονίζεται οι Ελληνοαυστραλοί πρώτης γενιάς, παρότι είχαν μία πολύ πιο δύσκολη ζωή, κατάφεραν να «ριζώσουν» και να ευτυχήσουν στην ξενιτιά, διατηρώντας τις παραδόσεις τους και τις συνήθειες της πατρίδας, γεγονός που, όπως αποδεικνύεται και επιστημονικά, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή τους.

Οι περισσότεροι, προσπάθησαν να αντιγράψουν τη ζωή στο χωριό, φυτεύοντας στην αυλή τους -με την παράλληλη σωματική άσκηση- τρώγοντας παραδοσιακά, με βάσει εποχιακά φρούτα και λαχανικά από τη σοδειά τους.

Εκεί φαίνεται να βρίσκεται και το «μυστικό» της μακροζωίας τους. Όχι μόνο επειδή τρώνε υγιεινά και βιολογικά, αλλά επειδή αυτή η απασχόληση συνδέεται και με μία σειρά από συνήθειες που τους χαρίζει μια πλήρη και ευτυχισμένη ζωή.