Το πλουσιότερο ζευγάρι της Αυστραλίας, με περιουσία περί τα $32 δισεκατομμύρια, ο Andrew «Twiggy» Forrest και η Nicola Forrest, ανακοίνωσε ότι θα χωρίσει μετά από 31 χρόνια γάμου.
Σε δήλωση που αναφέρθηκε για πρώτη φορά από την εφημερίδα Australian Financial Review, επεσήμαναν ότι η φιλία και η δέσμευσή τους στην οικογένεια -έχουν τρία παιδιά- παραμένει ισχυρή και ότι δε θα υπάρξει καμία αλλαγή στη δομή ή τη λειτουργία των εταιρειών τους.
«Μετά από 31 χρόνια γάμου, πήραμε την απόφαση να ζήσουμε χωριστά».
«Δεν υπάρχει καμία επίπτωση στη λειτουργία, τον έλεγχο ή την κατεύθυνση της Fortescue, το Minderoo ή της Tattarang».
Ο Andrew Forrest είναι ο ιδρυτής και εκτελεστικός πρόεδρος της Fortescue Metals Group, της εταιρείας παραγωγής σιδηρομεταλλεύματος με έδρα τη Δυτική Αυστραλία.
Η ιδιωτική επενδυτική Tattarang ανήκει επίσης στον Andrew και τη Nicola Forrest. Η εταιρεία διαθέτει ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων στους τομείς της αγροδιατροφής, της ενέργειας, της τεχνολογίας υγείας, των ακινήτων, των πόρων και του τρόπου ζωής.
Το ζευγάρι δημιούργησε επίσης το Ίδρυμα Minderoo το 2001, έναν φιλανθρωπικό οργανισμό με στόχο την υποστήριξη πρωτοβουλιών όπως η έρευνα για τους ωκεανούς, ο τερματισμός της δουλείας και η υποστήριξη προγραμμάτων για τον καρκίνο και την κοινότητα.
Τον Ιούνιο, οι Forrest δώρισαν 220 εκατομμύρια μετοχές της Fortescue αξίας σχεδόν 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Minderoo, γεγονός που αύξησε το κληροδότημά του σε περίπου 7,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
«Θα συνεχίσουμε την κοινή μας αποστολή να δημιουργούμε και να χαρίζουμε τον πλούτο μας για την αντιμετώπιση των κοινοτικών και παγκόσμιων προκλήσεων, όπως έδειξε πρόσφατα η δωρεά τον περασμένο μήνα του ενός πέμπτου του μετοχικού μας κεφαλαίου της Fortescue στο Ίδρυμα Minderoo», προστίθεται στη δήλωσή τους.
Ο κ. Forrest ηγείται επίσης μιας προσπάθειας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη διαφοροποίηση της Fortescue προς την πράσινη παραγωγή υδρογόνου και την εναλλακτική ενέργεια.
Η δήλωση εστάλη στην Australian Financial Review μετά την αμφισβήτηση μιας συναλλαγής τον περασμένο μήνα, με την οποία μετοχές της Fortescue αξίας άνω του 1,1 δισεκατομμυρίου δολαρίων μεταφέρθηκαν σε μια νέα εταιρεία με την επωνυμία Coaxial Ventures, που ανήκει εξ ολοκλήρου στην κα Forrest.
Το δημοσίευμα επεσήμανε ότι ακολούθησε μια αλλαγή στην ιδιοκτησιακή δομή της Tattarang τον Φεβρουάριο, κατά την οποία ο κ. Forrest έδωσε το ήμισυ της συμμετοχής του στην Tattarang στη σύζυγό του.
Ο Andrew και η Nicola Forrest αποκάλυψαν πέρυσι ότι τα τρία παιδιά τους, δε θα κληρονομήσουν τη συντριπτική πλειοψηφία του πλούτου τους.
Αντιθέτως, η περιουσία τους θα διανεμηθεί σε μια σειρά από φιλανθρωπικούς σκοπούς, όπως η υποστήριξη των Ιθαγενών, η μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης και η έρευνα για τον καρκίνο.
Η κα Forrest δήλωσε στην εκπομπή Australian Story του ABC ότι δεν ήθελε τα παιδιά της να «επιβαρύνονται» από τόσο τεράστια κεφάλαια.
«Ζούμε σε ένα σπίτι και έχω μια υπέροχη ζωή – αλλά τα πράγματα που είναι πιο σημαντικά στη ζωή, τα χρήματα δεν τα αγοράζουν», είπε.
«Τα παιδιά δεν ωφελούνται από τη σκέψη ότι θα κληρονομήσουν ένα τεράστιο χρηματικό ποσό».
«Η απόφαση να δώσουμε τα πάντα εκτός από τα προσωπικά αντικείμενα και αγαθά ήταν εύκολη».
«Ξέρετε, ας μην πεθάνουμε πλούσιοι. Ποιο είναι το νόημα αυτού;».
Η κα Forrest, γεννήθηκε ως Nicola Maurice και μεγάλωσε σε μια φάρμα με πρόβατα μεταξύ Mudgee και Dubbo στη Νέα Νότια Ουαλία.
Είχε δηλώσει παλαιότερα στην Australian Financial Review ότι είχε «υπέροχα παιδικά χρόνια» και ότι «το άλογό της ήταν ο καλύτερός της φίλος».
«Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της ζωής στην εξοχή, όλοι συνεισφέρουν», είπε.
«Σε προσγειώνει στην πραγματικότητα. Βλέπεις τις δυσκολίες στον κύκλο της ζωής. Είναι συγκρουσιακή, αλλά με κάποιο τρόπο την αποδέχεσαι».
Γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της σε ένα πάρτι το 1988.
Ο Andrew Forrest μεγάλωσε στην φάρμα (cattle station) της οικογένειάς του, Minderoo Station, στη Δυτική Αυστραλία.
Ο πατέρας του την πούλησε το 1998 λόγω ξηρασίας και αυξανόμενων χρεών, αλλά ο κ. Forrest την αγόρασε πίσω το 2009.
Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας και εργάστηκε ως χρηματιστής πριν ξεκινήσει την πρώτη του μεταλλευτική εταιρεία το 1994, η οποία τότε ονομαζόταν Anaconda Nickel.
Εννέα χρόνια αργότερα ίδρυσε την Fortescue Metals Group, η οποία τον βοήθησε να συγκεντρώσει τον τεράστιο πλούτο του.