Οι συνθήκες μετανάστευσης των Ελλήνων -όχι μόνο στην Αυστραλία, αλλά ανά τον Κόσμο- και η ζωή στις νέες πατρίδες, έχουν αλλάξει άρδην ανά τις δεκαετίες. Υπάρχει ωστόσο ένα κύριο χαρακτηριστικό που, για τους περισσότερους τουλάχιστον, παραμένει το ίδιο: η νοσταλγία.
Ο μεγάλος καημός, η αβάσταχτη λαχτάρα, όχι μόνο να ξαναδούμε τον τόπο μας, αλλά κυρίως τους αγαπημένους μας που «έμειναν πίσω». Να αγκαλιάσουμε τους γονείς μας, τα αδέλφια μας, εν γένει συγγενείς και φίλους. Καθημερινή η αγωνία για το αν είναι καλά, αν είναι υγιείς, ειδικά όσο περνάνε τα χρόνια.
Δυστυχώς, ουκ ολίγοι συμπάροικοι έχουν λάβει τα «μαύρα μαντάτα» μίας σοβαρής ασθένειας ή της απώλειας δικών τους ανθρώπων, ενώ αυτοί βρίσκονται στην άλλη άκρη του Κόσμου.
Άφατος ο πόνος. Ανείπωτη η οδύνη. Ανοίγει η γη και σε καταπίνει. Φτωχές οι λέξεις για να περιγράψουν τι νιώθει κανείς όταν δεν μπορεί να είναι «εκεί», «δίπλα». Μία άσχημη εμπειρία, την οποία έχουν ζήσει και πολλοί ναυτικοί ενόσω σε μπάρκο.

Είναι σε αυτές τις πολύ δύσκολες καταστάσεις που η ίδια η νοσταλγία που μας ταλαιπωρεί μακριά από την Ελλάδα γίνεται ένας ανέλπιστος σύμμαχος, φέρνοντας στην επιφάνεια μνήμες από αυτούς που «έφυγαν», στιγμές μαζί τους, συναισθήματα.
Όσο περνάει ο χρόνος μάλιστα, συχνά, αντί αυτά να ξεθωριάζουν θαρρείς και θεριεύουν. Σα να ήταν κλειδωμένα ως ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε σε ειδικές θυρίδες στο μυαλό και την καρδιά μας, για όταν θα τα είχαμε ανάγκη περισσότερο.
Προκαλούν δάκρυα, αλλά και χαμόγελα. Γιατί ναι μεν ο θάνατος δημιουργεί ένα τεράστιο κενό στην ψυχή, αλλά εντέλει η αγάπη για τους δικούς μας ανθρώπους παραμένει πάντα ζωντανή και καταφέρνει να νικά τη λήθη.
Με τα βιώματα αυτά σίγουρα ταυτίζονται πολλοί ομογενείς μας, που τα έφερε έτσι η ζωή ώστε να πουν από πολύ μακριά «αντίο» σε αγαπημένους τους, να μην είναι «εκεί» να τους αγκαλιάσουν για μία τελευταία φορά και να πενθήσουν μαζί με τους συγγενείς τους.
Στο πλαίσιο αυτό δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο: Μία κατάθεση ψυχής που ανήρτησε προ ημερών στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook ο συνάδελφός μας, Γιάννης Σοφιανός, τον αποχαιρετισμό της οικογένειάς του στον πολυαγαπημένο τους σύζυγο, πατέρα και παππού, Θεοφάνη -Φάνη- Σοφιανό (1947-2023), ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 8 Μαΐου, μετά από άνιση μάχη που έδωσε με τον καρκίνο.
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΟΥ ΦΑΝΗ ΣΟΦΙΑΝΟΥ
24 Ιουλίου. Η ημέρα των γενεθλίων σου. Θα έβαζες ένα ουζάκι, συνοδεία μεζέδων, φρέσκων πάντα -καμία ντοματούλα και κανένα αγγουράκι από τον μπαξέ σου, θαλασσινά ημέρας που έβγαλε ο Πασχάλης- και θα καθόσουν στη θέση σου στο τραπεζάκι στο μπαλκόνι του σπιτιού μας, για να απολαύσεις τη στιγμή.
Καλοκαιράκι. Θα ρέμβαζες τη θέα, την παραλία των «Ματιανών» (στη Μύρινα της Λήμνου) όπου έκανες τα πρώτα σου μπάνια, το Κάστρο, το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού, με το μάτι να φτάνει μέχρι πέρα στον ορίζοντα και το Άγιο Όρος.

«Εβίβα το πρώτο» θα έλεγες με χαμόγελο -όχι ότι ποτέ έβαζες και δεύτερο-, θα σήκωνες το ποτήρι πίνοντας μία γουλιά, θα τσιμπούσες έναν μεζέ από το πιάτο και θα καμάρωνες για την φρεσκάδα και την γεύση του.
Όλο και κάποιο μηχανάκι που θα περνούσε γκαζώνοντας για να ακουστεί η πειραγμένη του εξάτμιση, θα σου χαλούσε την ηρεμία.
Θα σιχτίριζες για λίγο, αλλά η εικόνα του πλοίου της γραμμής που ρίχνει άγκυρα στο λιμάνι θα σε γαλήνευε πάλι. Ίσως, νοερά να ταξίδευες πάλι και εσύ, να ανασκάλευες στιγμιαία μνήμες από τον καιρό που ήσουν μηχανικός στα καράβια.
Θα έπιανες το κινητό να βγάλεις φωτογραφίες και βίντεο, να μας τα στείλεις μέχρι την Αυστραλία, για να δούμε τα πλήθη των επισκεπτών και τον αριθμό των οχημάτων που φτάνουν στο νησί τέτοια εποχή. «Έβγαλε πράμα…», θα σχολίαζες για την αποβίβαση των επιβατών.

Ως τα παιδιά, έχουμε μνήμες από τους γονείς μας μόνο από τότε που φτάσαμε σε μία συγκεκριμένη ηλικία και έπειτα. Και το μυαλό συχνά μας απατά, ειδικά όσο περνούν τα χρόνια.
Συχνά ξεχνάμε μάλιστα ότι οι γονείς μας υπήρξαν και οι ίδιοι παιδιά, που μεγάλωσαν, ερωτεύτηκαν, έζησαν διαφορετικά πριν αποκτήσουν εμάς, πριν γίνουν πατέρες και μητέρες, παππούδες και γιαγιάδες. Μέχρι ίσως να γίνουμε και εμείς γονείς και να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο τι θυσίες έχουν κάνει για εμάς.
Ευτυχώς, στον πατέρα μας, τον Φάνη, άρεσαν οι ιστορίες από «εκείνα τα χρόνια». Μέσα από τις διηγήσεις του είχαμε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε συχνά στο παρελθόν μαζί του.
Στα φτωχικά, αλλά γεμάτα ξενοιασιά παιδικά χρόνια στην θρυλική γι’ αυτόν προσφυγική γειτονιά «Ματιανά» (Νέα Μάδυτος). Να «ζήσουμε» τους γονείς του, Πασχάλη και Μαρίκα, πριν γίνουν οι παππούδες μας και την αδερφή του, Νίκη, πριν γίνει η θεία μας.
Τότε που με τους φίλους του καβαλούσαν τα καλάμια για παιχνίδι, έφτιαχναν καράβες, έπαιζαν στη γειτονιά, έκαναν αταξίες, μάτωναν τα γόνατα και άνοιγαν τα κεφάλια τους στις αλάνες.
Τότε που κρυφά από τους δικούς του γονείς πήγαινε για μπάνιο στη θάλασσα ή που το έσκαγε από το σχολείο για να πάει για ψάρεμα, τάζοντας στον δάσκαλο και από «κανένα πλοκάμι από χταπόδι» για να μην τον μαρτυρήσει.
Τότε που από πολύ μικρή ηλικία ξεκινούσαν τα περισσότερα παιδιά να εργάζονται…
Ασυμβίβαστος ήταν ο Φάνης, αλλά και δίκαιος. Κοινωνικός και καλαμπουρτζής. Του άρεσε να κάνει πλάκες και τις αποδεχόταν, μουρμουρίζοντας «παααα ρε, πώς την πατήσαμε έτσι…».
Γρήγορα του… άναβαν και τα λαμπάκια, αλλά ακόμη πιο γρήγορα ηρεμούσε και το μετάνιωνε αν έλεγε και καμία κουβέντα παραπάνω.

Αγχωνόταν για εμάς. Αν είχε καλές θάλασσες «ο μεγάλος» (ο Πασχάλης), πόσος καιρός πέρασε μακριά από τη γυναίκα και τα παιδιά του, αν είχε καλό και συνεργάσιμο πλήρωμα.
Γυάλιζαν τα μάτια του από ενθουσιασμό όταν έβλεπε καμία φωτογραφία από το καράβι «του καπετάνιου» στον ωκεανό, ειδικά εν μέσω κακοκαιρίας ή όταν μπορούσε να παρακολουθήσει σε ζωντανό χρόνο πλέον, διαδικτυακά, πού βρισκόταν και πού πήγαινε το «βαπόρι».
Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια όταν στα πρώτα ακόμη μπάρκα του αδερφού μου πηγαίναμε σε σταθμό του ΟΤΕ στον Πλατύ για να καταφέρουμε να τον καλέσουμε στο πλοίο όταν αυτό περνούσε στα ανοιχτά της Λήμνου. Πού ίντερνετ και βιντεοκλήσεις στα μέσα του ’90.
Για εμένα, τον «μικρό» αγχωνόταν ίσως λίγο παραπάνω. Γνώριζε ότι είχα παρόμοιο με τον δικό του χαρακτήρα και ως εκ τούτου δύσκολα πειθαρχούσα.
«Επαναστάτη» με αποκαλούσε συχνά. Είχαμε πολλές διαφωνίες, αλλά έφτασαν με τον καιρό να είναι το δικό μας αστείο. «Φώναζα για να σας κάνω ανθρώπ’» μου είχε γράψει πριν κάποιο καιρό.

Πάντα δυναμικός και αποφασισμένος. Έμοιαζε άτρωτος στα μάτια μας, ειδικά όταν βουτούσε για να χτυπήσει ή να ξεβραχώσει κανένα ροφό.
Μόνο μερικούς μήνες πριν, όταν έμαθε πρώτη φορά για τον καρκίνο (στο παχύ έντερο με προχωρημένη μετάσταση στο συκώτι) τον είδαμε πραγματικά ανήσυχο και «ζορισμένο» για κάτι που αφορούσε εκείνον.
Μέσα σε λίγες ημέρες μόνο η ζωή του, η ζωή όλων στην οικογένειά μας, άλλαξε για πάντα.
Δεν πονούσε τουλάχιστον, έτσι μας έλεγε…
Θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικά; Ο Θεός, η Επιστήμη, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, που εξέτασε και φρόντισε τον πατέρα μας -και τους είμαστε ευγνώμονες για κάθε τους προσπάθεια- γνωρίζουν καλύτερα.
Τα ίσως και τα αν… δεν αποβάλλονται εύκολα. Γεγονός είναι ότι οι «σφαλιάρες» των κακών μαντάτων, των άσχημων προγνώσεων ήταν απανωτές και δυνατές.
Σε αυτόν τον κυκεώνα εξελίξεων στάθηκαν δίπλα συγγενείς, φίλοι και επιστήμονες που μας έδειξαν ότι αν και το σύστημα υγείας… νοσεί, υπάρχει ακόμη και η ανθρωπιά να αντιστέκεται στην όποια εκμετάλλευση.
Γεγονός είναι ότι ο Φάνης μας «έφυγε». Γεγονός είναι επίσης όμως ότι δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ.
Η οδύνη της απώλειας είναι μεγάλη. Αυτοί που την έχουν βιώσει το γνωρίζουν καλά. Αλλά ο αποχωρισμός αυτός δε σημαίνει και λήθη.
Δεν έχει περάσει μέρα που να μη σκεφτούμε τον άνθρωπό μας, τον σύζυγό, τον πατέρα, τον παππού, τα λόγια και τις αφηγήσεις του.
Να μην «ακούσουμε» τη φωνή του να λέει «ιιιιεεεεππππ» όταν κάποιος έκανε αταξία.
«Απείθαρχος» ήταν στη ζωή του, όπως έλεγε. Έκανε αυτό που λαχταρούσε η καρδιά του. Πέρα από νόρμες, τις οποίες κάθε κοινωνία θέτει ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο.

«Ατίθασος» ήταν και στον έρωτα με τη γυναίκα της ζωή του, τη Ρούλα (το γένος Ματζάρη), τη μητέρα μας, 50 χρόνια γάμου, πάνω από μισό αιώνα μαζί.
Εκείνη ήταν 17 χρόνων και εκείνος ούτε 25, όταν αψήφησε τα θέλω των δικών του γι’ αυτό που ήθελε η ψυχή του.
Οι λεπτομέρειες καμία φορά χάνονται στον χρόνο, εκείνος δεν τις ξέχασε ποτέ. Και μας τις εξιστορούσε με καμάρι.
Όπως μας έλεγε και για τα χρόνια που σπούδαζε στον Πειραιά, στον ξακουστό για την εποχή «Αρχιμήδη» ή αργότερα τα πρώτα μπάρκα και τα απρόοπτα στα λιμάνια, είτε μόνος, είτε τότε που και η μητέρα μας ταξίδευε μαζί του για κάποιους μήνες, πριν γίνουν γονείς.
Μάστορας καλός, «έπιαναν τα χέρια του» και είχε έφεση στις πατέντες. Άφησε τα καράβια και έγινε μηχανικός στη Βίγλα (μονάδα της Πολεμικής Αεροπορίας). Εκεί είχε μία σειρά από καλούς συναδέλφους, φίλους που έγιναν και κουμπάροι, για πάνω από 35 χρόνια.

Για δεκαετίες έπαιζε και στη Φιλαρμονική, την αγαπημένη του τρομπέτα. Το «είχε» επίσης με το μαγείρεμα και γενικά ήταν μερακλής με το φαγητό.
Σε κάθε περίπτωση το μεγάλο του πάθος ήταν το ψαροντούφεκο. Μπορεί εδώ και καμία δεκαετία -ίσως λίγο παραπάνω- να είχε αφιερωθεί στο θερμοκήπιο του και τον κήπο του, για τα οποία καμάρωνε, αλλά πάντα νοσταλγούσε την ελευθερία που ένιωθε στην αγκαλιά της θάλασσας.
Για χρόνια, τις περισσότερες ώρες τις ημέρας κολυμπούσε παρά πατούσε στη στεριά.
Όταν ήμουν μικρός και καθόμουν επάνω στη βάρκα, τη «Ρούλα», θυμάμαι να προσπαθώ να κρατήσω την ανάσα μου όση ώρα έκανε βουτιά εκείνος ή ο αδερφός μου, που μοιράστηκαν τον ίδιο έρωτα για την υποβρύχια δραστηριότητα, με τον πατέρα μας να είναι και έφορος στον Ναυτικό Όμιλο Λήμνου, κατά το ξεκίνημα της προσπάθειας.
Δε νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος που γνώριζε τον Φάνη και να μην έχει φάει θαλασσινά από εκείνον, αλλά και πολλοί που δεν τον γνώριζαν καν.
Σίγουρα διένυσε περισσότερα μίλια κολυμπώντας παρά περπατώντας.
Οι αναμνήσεις από περιπέτειες πολλές. Όπως τότε, στο χωριό μας, τα Καμίνια, από την πλευρά της Αγίας Βαρβάρας, όπου «μας άφησε» η μηχανή της βάρκας. Εγώ και ο αδερφός μου επάνω στο σκάφος και ο πατέρας μας, ζωσμένος με ένα σκοινί μέσα στο νερό, με τα πέδιλα να κολυμπάει σέρνοντάς το μέχρι το λιμάνι, στην άλλη πλευρά, 2 ναυτικά μίλια απόσταση περίπου.
Όταν ήταν στη στεριά συνήθιζε να πηγαίνει παντού στις δύο ρόδες: Η αγαπημένη του μηχανή έγινε αυτοκίνητο μόνο αφού μεγαλώσαμε τα παιδιά και δε χωρούσαμε όλοι επάνω στη σέλα (κάποιοι ίσως θυμούνται πάντως κάποιον να περνάει από το χωριό Άγιος Δημήτριος έχοντας επάνω δύο παιδιά, μία σύζυγο, την ξαδέρφη της και έναν σάκο με ψαρικά…).

Ο έρωτας για τα δίκυκλα δεν έσβησε επίσης ποτέ. Πάντα είχε και ένα μηχανάκι. Και για πολλά χρόνια έβαζε και την Λίντα, το σκυλάκι μας, που τόσο αγάπησε. Ανάλογη και η αγάπη του για τον Άρη τα τελευταία χρόνια, που έπαιρνε μαζί του στον κήπο να περιποιηθούν παρέα του θερμοκήπιο.
Κύρια χαρακτηριστικά του, η καλοσύνη του, το χιούμορ του, το χαμόγελό του και βέβαια… το μουστάκι του. Αμυδρά θυμόμαστε τις ελάχιστες φορές που τον είδαμε να το έχει ξυρίσει (και αυτό αν δεν εφάρμοζε καλά η μάσκα για το ψαροντούφεκο…).
Τον ενοχλούσε η αδικία. Το ψέμα. Αγανακτούσε ή και εξοργιζόταν κάποιες φορές με αυτά που έβλεπε στις ειδήσεις. Πάντα τον συγκινούσε ο ανθρώπινος πόνος και η ανέχεια. Ήθελε να βοηθά όταν μπορούσε και όπως ήταν εφικτό.
Πάντα κοντά στην οικογένειά του, στους φίλους του και πάντα πρόθυμος να «βάλει πλάτη», όποτε και όπως μπορούσε.
Ο πατέρας μας το πάλεψε στη ζωή του. Έθεσε τους δικούς του όρους σε όποια μάχη και αν έδωσε. Άνιση ήταν όμως αυτήν με τον καρκίνο.
Παρόλα αυτά, πήγε κόντρα στις πολύ άσχημες προγνώσεις. Έκανε τις ημέρες, εβδομάδες και τις εβδομάδες, μήνες, θέλοντας να δει και πάλι όλη την οικογένεια μαζί, μαζί μετά από τέσσερα και πλέον χρόνια.
Το Πάσχα καθίσαμε όλοι για μία τελευταία φορά στο τραπέζι του πατρικού μας: Η γυναίκα της ζωή του, η σύζυγός του, Ρούλα, τα παιδιά του Πασχάλης και Γιάννης, οι νύφες του Πωλίνα και Ελπίδα, η αδερφή του, Νίκη. Και βέβαια τα εγγόνια του που τόσο πολύ αγαπούσε, η Ελπίδα (17 χρόνων), η Αρίνα (12,5), αλλά και τα δύο νεότερα, ο μικρός Φάνης (2) και ο αυστραλογεννημένος Ιάσονας (22 μηνών).
Τα κουράγια του δεν ήταν όπως άλλοτε. Αλλά, όπως είχε υποσχεθεί στην μητέρα μας, άντεξε και κατάφερε να καμαρώσει και τα δύο πιο νέα μέλη της οικογένειας, τον Φάνη και τον Ιάσονα να παίζουν για πρώτη φορά παρέα. Τους έδειξε τη συλλογή με τα κομπολόγια του, είδε και άκουσε τα χαμόγελά τους, τους αγκάλιασε, αλλά και τους φώναξε το χαρακτηριστικό του «ιιιιεεεεππππ»…
Αναχωρήσαμε για την Αυστραλία … λίγες ημέρες μετά «έφυγες» και εσύ, με την Ρούλα εκεί, στο πλευρό σου πάντα, να σου κρατάει το χέρι και τον Πασχάλη στο προσκεφάλι σου.
Πατέρα, μπαμπά, όταν ήσουν στο νοσοκομείο ακόμη πριν από τις δύσκολες χειρουργικές επεμβάσεις μας είπες «ευχαριστώ». «Εμείς σε ευχαριστούμε», σου απάντησα. Για ό,τι μας πρόσφερες και που μας έκανες «ανθρώπ’».
Ελπίζουμε έστω να μην υπέφερες και ευχόμαστε να έχεις βρει και πάλι τη γαλήνη του απέραντου γαλάζιου της θάλασσας του τόσο αγάπησες…
